ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Φυσικό αέριο: Επιδότηση βάσει κατανάλωσης - Η κλίμακα και οι δυσκολίες

Φυσικό αέριο: Επιδότηση βάσει κατανάλωσης - Η κλίμακα και οι δυσκολίες
Unsplash

Ανατροπές στο κόστος θέρμανσης έφερε η ενεργειακή κρίση, εξ ου και η δυσκολία της κυβέρνησης να βρει έναν τρόπο να εξομαλύνει τις επιπτώσεις με ανεκτό δημοσιονομικό κόστος. Μπορεί να εξήγγειλε σειρά μέτρων, είναι όμως δύσκολο να απορροφήσουν τις μεγάλες αυξήσεις, ειδικά στο φυσικό αέριο, η τιμή του οποίου είναι αυξημένη κατά 300% σε σχέση με πέρυσι και εξαιρετικά πολύπλοκη η μετάπτωση από το φυσικό αέριο στο πετρέλαιο.

Οσο δε οι επιδοτήσεις του ρεύματος μένουν στα επίπεδα απορρόφησης του 80%-94% των αυξήσεων που κινήθηκαν μέχρι και τον Σεπτέμβριο, το κίνητρο της επιλογής της ηλεκτρικής ενέργειας ως βασικής πηγής θέρμανσης είναι ισχυρό. Με τις σημερινές τιμές πετρελαίου θέρμανσης, φυσικού αερίου και ρεύματος και χωρίς να λάβουμε υπόψη το επίδομα θέρμανσης που διαμορφώνεται με εισοδηματικά και γεωγραφικά κριτήρια, το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι όσοι μέχρι τώρα θερμαίνονταν με φυσικό αέριο θα πρέπει να εξαντλήσουν φέτος τις δυνατότητες εναλλακτικού καυσίμου.

Ενα μέσο νοικοκυριό για να ζεσταθεί φέτος τον χειμώνα με φυσικό αέριο θα πρέπει να πληρώσει 2.160 ευρώ παραπάνω από πέρυσι, κόστος που μετά την επιδότηση των 30 ευρώ/μεγαβατώρα είναι αυξημένο κατά 257% από την περυσινή χειμερινή σεζόν και υψηλότερο κατά 87% από ένα νοικοκυριό που θα κάνει χρήση πετρελαίου θέρμανσης. Ασύγκριτα υψηλότερο, κατά 206%, είναι το κόστος από ένα νοικοκυριό που θα χρησιμοποιήσει για θέρμανση ηλεκτρικό ρεύμα. Το σοκ για τους καταναλωτές φυσικού αερίου θα είναι ισχυρό, δεδομένου ότι πέρυσι το κόστος για τη θέρμανσή τους ήταν 61% χαμηλότερο από το πετρέλαιο θέρμανσης και 21% χαμηλότερο από το ηλεκτρικό ρεύμα.

Ενα μέσο νοικοκυριό πλήρωνε πέρυσι για θέρμανση με φυσικό αέριο για κατανάλωση 12.000 κιλοβατωρών 840 ευρώ και φέτος θα πληρώσει 3.000 ευρώ. Αντίστοιχα για πετρέλαιο θέρμανσης και κατανάλωση 14.200 κιλοβατωρών, πλήρωνε πέρυσι 1.356 ευρώ και φέτος θα πληρώσει 1.604 ευρώ, δηλαδή 248 ευρώ περισσότερα (αύξηση 18%). Εάν χρησιμοποιήσει ρεύμα, για κατανάλωση 3.500 κιλοβατωρών και με βάση την επιδότηση του Σεπτεμβρίου θα πληρώσει φέτος 980 ευρώ από 1.105 ευρώ πέρυσι.

Η τιμή του φυσικού αερίου με τα σημερινά δεδομένα διαμορφώνεται στο 0,28 ευρώ/κιλοβατώρα από 0,070 ευρώ πέρυσι και μετά την επιδότηση στο 0,25 ευρώ/κιλοβατώρα. Η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης εάν ξεκινούσε σήμερα η διανομή του θα ήταν στο 0,134 ευρώ/κιλοβατώρα (1,60 ευρώ/λίτρο) και μετά την επιδότηση στο 0,113 ευρώ/ κιλοβατώρα από 0,0955 ευρώ τον Οκτώβριο πέρυσι. Η τιμή του ρεύματος διαμορφώνεται για θέρμανση στο 0,92 ευρώ/κιλοβατώρα από 0,32 ευρώ πέρυσι (188%) και μετά την επιδότηση του Σεπτεμβρίου μειώνεται στο 0,28 ευρώ από 0,29 ευρώ αντίστοιχα τον περυσινό Σεπτέμβριο (-12%).

Η κυβέρνηση δείχνει να έχει κατανοήσει το μείζον πρόβλημα που δημιουργείται για το 1,5 εκατ. νοικοκυριά περίπου σε όλη την Ελλάδα που θερμαίνονται με φυσικό αέριο, τα οποία μάλιστα κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους επιδοτήθηκαν με σειρά προγραμμάτων και κινήτρων στο παρελθόν για να αντικαταστήσουν τον καυστήρα πετρελαίου και να στραφούν στο πιο φιλικό για το περιβάλλον καύσιμο.

Σήμερα σε μια ακριβώς αντίστροφη πορεία, αλλά αρκετά πιο πολύπλοκη τεχνικά, η κυβέρνηση παρέχει επίσης κίνητρα για να ξαναγυρίσουν οι καταναλωτές στο πετρέλαιο θέρμανσης και να μην καταφύγουν στη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας για να ζεσταθούν, το κόστος της οποίας είναι ασύγκριτα χαμηλότερο μετά τις γενναίες κρατικές επιδοτήσεις, αλλά πολύ υψηλό σε πραγματικές τιμές, αφού σε ποσοστό πάνω από 40% εξακολουθεί να παράγεται από φυσικό αέριο.

Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε από τη ΔΕΘ οριζόντια επιδότηση της τάξης των 25 λεπτών το λίτρο στην τιμή αντλίας του πετρελαίου θέρμανσης και αύξηση ταυτόχρονα του επιδόματος θέρμανσης και παρότρυνε τα νοικοκυριά να ξαναζεστάνουν τους καυστήρες πετρελαίου.

Παράλληλα και σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τον εκτροχιασμό των δαπανών για επιδοτήσεις ρεύματος και να αποτρέψει ταυτόχρονα την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για θέρμανση, επανασχεδιάζει το καθεστώς των επιδοτήσεων, εισάγοντας κίνητρα για τη μείωση της ζήτησης.

Το νέο σχήμα που εξετάζει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σύμφωνα με πληροφορίες, συνδέει το ύψος της επιδότησης με τρεις κλίμακες κατανάλωσης, οι οποίες θα διαφοροποιούνται ανάλογα και με τον αριθμό των μελών του νοικοκυριού. Αν για παράδειγμα η πρώτη κλίμακα για ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά είναι οι 300 κιλοβατώρες/μήνα, για μια τετραμελή οικογένεια η ίδια επιδότηση θα αντιστοιχεί σε κατανάλωση 400 κιλοβατωρών/μήνα.

Επιπλέον, πέραν της επιδότησης βάσει της κλιμακωτής κατανάλωσης, θα παρέχεται έξτρα ενίσχυση για τους καταναλωτές που μειώνουν την κατανάλωσή τους κατά 15% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα της προηγούμενης χρονιάς. Τα όρια επιδότησης ανά κλίμακα θα οριστικοποιηθούν μέσα στην επόμενη εβδομάδα σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών, όπως και η επιδότηση του φυσικού αερίου για οικιακούς καταναλωτές και μικρές επιχειρήσεις.

Οι πρώτοι υπολογισμοί, πάντως, μόνο για το φυσικό αέριο, με μια επιδότηση της τάξης των 50 ευρώ/μεγαβατώρα καταλήγουν σε έναν λογαριασμό της τάξης του 1 δισ. ευρώ περίπου για να βγει ο φετινός χειμώνας, εκ των οποίων περί τα 320 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν στις οικιακές καταναλώσεις. Ιδιαίτερα πολύπλοκη είναι όμως και η μετάπτωση από το φυσικό αέριο στο πετρέλαιο θέρμανσης, αφού ένας μεγάλος αριθμός καταναλωτών έχει ξηλώσει τους καυστήρες πετρελαίου.

Το κόστος επαναλειτουργίας υφιστάμενου καυστήρα υπολογίζεται στα 150-200 ευρώ και λίγο κάτω από τα 1.000 ευρώ για την τοποθέτηση νέου.

Ενα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, σύμφωνα με αρμόδιους παράγοντες, είναι και ο κανονισμός των πολυκατοικιών που προβλέπει ομοφωνία για την αλλαγή καυστήρα, κάτι που άλλαξε για την αντικατάσταση του πετρελαίου με φυσικό αέριο (50 συν ένα), αλλά όχι για το αντίστροφο.

Τέλος, δεδομένου ότι πολλά νοικοκυριά θα στραφούν στην καύση ξύλων για να ζεσταθούν, στο κυβερνητικό επιτελείο προωθούν παρέμβαση στην τιμή του καυσόξυλου και του πέλετ, ώστε η αύξηση να μην υπερβαίνει το 50% της περσινής τιμής. Εν προκειμένω για τα ξύλα να μην υπερβεί κατά μέσο όρο τα 150 ευρώ ο τόνος.