ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μυστήριο με τα δισεκατομμύρια που έκαναν φτερά από το FTX

Μυστήριο με τα δισεκατομμύρια που έκαναν φτερά από το FTX
AP

Μυστήριο συνεχίζει να καλύπτει τα δισεκατομμύρια που λείπουν από το χρεοκοπημένο ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων FTX, αφού ο ιδρυτής του, Sam Bankman-Fried, αρνήθηκε ότι προσπάθησε να διαπράξει απάτη, ενώ παραδέχτηκε σοβαρά διαχειριστικά λάθη.

Οπως μεταδίδει το Bloomberg, στην πρώτη του σημαντική δημόσια εμφάνισή του μετά την κατάρρευση του FTX στις 11 Νοεμβρίου και της θυγατρικής Alameda Research, ο Bankman-Fried είπε ότι «τα έκανε θάλασσα» στο τιμόνι του ανταλλακτηρίου και θα έπρεπε να είχε επικεντρωθεί περισσότερο στη διαχείριση κινδύνου, την προστασία των πελατών και τους δεσμούς μεταξύ FTX και Alameda.

«Έκανα πολλά λάθη», είπε ο 30χρονος την Τετάρτη μέσω βιντεοσύνδεσης στη σύνοδο DealBook των New York Times. «Υπάρχουν πράγματα που θα έδινα τα πάντα για να μπορέσω να κάνω ξανά. Ουδέποτε προσπάθησα να διαπράξω απάτη σε κανέναν».

Oταν το ανταλλακτήριο κρυπτογραφημένων νομισμάτων FTX μετέφερε την έδρα του στις Μπαχάμες από το Χονγκ Κονγκ πέρυσι, οι υπάλληλοι ανακάλυψαν ότι η Amazon δεν έκανε παράδοση στο νησί, όπως σχετικώς αναφέρει σε δημοσίευμά της η βρετανική εφημερίδα Financial Times. Tότε βρήκαν γρήγορα μια εναλλακτική λύση, συνάπτοντας μια ιδιωτική συμφωνία με έναν αερομεταφορέα για να πραγματοποιήσουν τις παραγγελίες τους μέσω αποθήκης στο Μαϊάμι. Το πρόγραμμα της αλληλογραφίας ανάμεσα στην προαναφερθείσα αεροπορική εταιρεία και το FTX, το οποίο περιγράφηκε σε συνεντεύξεις με πρώην υπαλλήλους, απεικονίζει τα πολυτελή προνόμια που παρείχε στο προσωπικό του, προτού οδηγηθεί σε πτώχευση πριν από λίγες ημέρες. Την πλατφόρμα κρυπτογραφημένων νομισμάτων FTX είχε δημιουργήσει ο επιχειρηματίας Σαμ Μπάνκμαν Φράιντ.

Οι ανεξέλεγκτες δαπάνες έρχονται σε αντίφαση με τη δημόσια εικόνα που ήθελε να προωθήσει ο ίδιος και κάποτε δισεκατομμυριούχος Sam Bankman-Fried, γνωστός στον κόσμο των ψηφιακών νομισμάτων απλά με τα αρχικά του (ΣΜΦ). Μιλώντας για τα κίνητρά του, είχε επισημάνει ότι η ανάδειξη της πλατφόρμας FTX σε ένα μεγαθήριο ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων αξίας 32 δισ. δολαρίων στόχευε στο να μεγιστοποιήσει το ποσό που θα μπορούσε να δωρίσει σε φιλανθρωπικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Ωστόσο, πίσω από τις μεγαλόστομες υποσχέσεις βρισκόταν ένα εργασιακό περιβάλλον, εντός του οποίου καλυπτόταν κάθε ανάγκη των υπαλλήλων και όπου ένας κύκλος ανωτέρων στελεχών ηλικίας 28-35 ετών πλήρωνε εκατομμύρια δολάρια για το οτιδήποτε, είτε ήταν ταξίδια ακριβά είτε χορηγίες σε αθλητικούς συλλόγους είτε η απόκτηση επαύλεων. Η έλλειψη εσωτερικού ελέγχου, που είναι χαρακτηριστικό των μεγάλων χρηματοοικονομικών εταιρειών, σήμαινε ότι οι δαπάνες της FTX σε μεγάλο βαθμό δεν έτυχαν εξέτασης, σύμφωνα με πρώην υπαλλήλους και καταθέσεις στην υπόθεση πτώχευσης του ομίλου στο Ντέλαγουερ. «Ηταν ορισμένα παιδιά που καθοδηγούσαν άλλα παιδιά», είπε πρώην υπάλληλος. «Η όλη επιχείρηση ήταν ανόητα αναποτελεσματική, αλλά εξίσου μαγευτική». Και προσέθεσε: «Ποτέ δεν είχα δει τόσο πολλά χρήματα στη ζωή μου ούτε κανένας άλλος, συμπεριλαμβανομένου του ΣΜΦ». Ενα εξόφθαλμο παράδειγμα σπατάλης ήταν η συμφωνία των 135 εκατ. δολαρίων για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων ονομασίας του εθνικού γηπέδου μπάσκετ του Μαϊάμι.

Δεν έλειψαν βέβαια και οι επικριτές. Ορισμένοι αμφισβήτησαν την εν λόγω συμφωνία στο εσωτερικό δίκτυο της εταιρείας, ρωτώντας αν θα έφερνε πραγματικά νέους πελάτες και θα εξασφάλιζε αποδόσεις στην επένδυση. «Ποτέ δεν είχαν εποπτεία του ποια απόδοση θα είχαμε στην πραγματικότητα. Κανείς δεν ασχολήθηκε πραγματικά με το τι θα ακολουθήσει μετά τη συμφωνία», τόνισε πρώην υπάλληλος στο τμήμα μάρκετινγκ, αναφερόμενος στα ανώτερα στελέχη. Ο Τζον Ρέι, ο νέος διευθύνων σύμβουλος της FTX μετά τη χρεοκοπία της, είπε ότι δεν είχε δει ποτέ «τόσο μεγάλη αποτυχία στη διεξαγωγή εταιρικών ελέγχων». Συγκεκριμένα, εν κατακλείδι, τόνισε ότι «η εταιρεία δεν διέθετε τον τύπο των ελέγχων εκταμίευσης, που πιστεύω ότι είναι κατάλληλοι για μια τέτοια επιχειρηματική δραστηριότητα», προσθέτοντας ότι τα χρήματα της FTX δαπανήθηκαν για την αγορά κατοικιών και προσωπικών αντικειμένων για υπαλλήλους και συμβούλους της.