ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος

Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος
INTIME

Οι αναλυτές της Τράπεζας της Ελλάδος Σοφία Λαζαρέτου και Γιώργος Παλαιοδήμος δημοσιοποίησαν μελέτη με θέμα «Εκτίμηση των επιπτώσεων του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος: Μακροοικονομικές συνέπειες και προτάσεις πολιτικής», στην οποία καταγράφεται υπό ποιες προϋποθέσεις η πληθωριστική κρίση θα βλάψει τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος.

Συμπερασματικά, κρίσιμης σημασίας για τον ποσοτικό και χρονικό προσδιορισμό των επιπτώσεων μιας αύξησης του πληθωρισμού και κατ’ επέκταση για τον καθορισμό του είδους της αντίδρασης της οικονομικής πολιτικής, είναι να διαπιστωθεί εγκαίρως αν η πληθωριστική έκπληξη οφείλεται σε διαταραχές στη συνολική ενεργό ζήτηση (πληθωρισμός ζήτησης) ή σε διαταραχές στη συνολική προσφορά προϊόντος (πληθωρισμός κόστους).

Κύριο αντικείμενο της μελέτης είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός των επιπτώσεων του υψηλού πληθωρισμού στα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδος (φορολογικά έσοδα, πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες και πρωτογενές αποτέλεσμα), λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις των έκτακτων οικονομικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, τουλάχιστον στην αρχική της φάση. Για το σκοπό αυτό, οι συγγραφείς χρησιμοποιούν ένα αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα κατά Bayes για την ελληνική οικονομία.

Κατά κανόνα, μια μέτρια αύξηση του πληθωρισμού θεωρείται ευνοϊκή για τα δημόσια οικονομικά, κυρίως διότι ο πληθωρισμός αυξάνει τα ονομαστικά φορολογικά έσοδα και, αυξάνοντας το ονομαστικό ΑΕΠ, διευκολύνει, ceteris paribus, την αποπληρωμή του χρέους. Πράγματι, η μεγάλη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέος προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2022 οφείλεται κυρίως στην επιτάχυνση του πληθωρισμού.

Σε γενικές γραμμές, στις άμεσες επιπτώσεις της ανόδου του πληθωρισμού περιλαμβάνονται οι επιπτώσεις της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των παραμέτρων του φορολογικού συστήματος και οι επιπτώσεις στις φορολογικές βάσεις σε ονομαστικούς όρους. Από την εμπειρική ανάλυση προκύπτει ότι, ενώ βραχυπρόθεσμα (στη διάρκεια ενός έτους) τα φορολογικά έσοδα και οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονται σχεδόν παράλληλα, χωρίς να επηρεάζουν σημαντικά το πρωτογενές αποτέλεσμα, μεσοπρόθεσμα η επίδραση της ανόδου του πληθωρισμού συναρτάται με το είδος της πληθωριστικής διαταραχής.

Συγκεκριμένα, η επίπτωση στο πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μικρή και μη σημαντική και ως εκ τούτου δεν επιδεινώνει τη δημοσιονομική θέση της χώρας στην περίπτωση του πληθωρισμού ζήτησης, ενώ στην περίπτωση του πληθωρισμού κόστους, είναι αρνητική, σημαντική και έχει διάρκεια, συνδέεται δε μεσοπρόθεσμα με αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα και στα φορολογικά έσοδα.