ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γιατί στην Ελλάδα η χονδρική αγορά του ρεύματος είναι πιο ακριβή σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε;

Γιατί στην Ελλάδα η χονδρική αγορά του ρεύματος είναι πιο ακριβή σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε;
AP

Κατά αρχήν μέχρι πριν την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή, το καλοκαίρι του 2020, αυτό δεν υπήρχε σαν  θέμα συζήτησης, για τον απλούστατο λόγο, δεν υπήρχε η ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής, κάτι το οποίο προβλεπόταν από το target model, αφού τα όρια που είχαν θέσει οι πάροχοι για την ενεργοποίησης της, ήταν πάντα υψηλότερα από την οριακή τιμή του συστήματος, δηλαδή της μέσης τιμής εκκαθάρισης της αγοράς που έκλεινε κάθε μήνα.

Οι διεθνείς τιμές ενέργειας κινούνταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αφού έρεε σε αφθονία το φθηνό ρώσικο αέριο στους ευρωπαϊκούς σταθμούς, ενώ τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, πετρέλαιο ) κινούνταν κι αυτά σε χαμηλές τιμές στην διεθνή αγορά , και επιπλέον οι ρύποι εκπομπών εξαιτίας της καύσης των ορυκτών καυσίμων ήταν κάτω από 25 ευρώ/τόνος, μέχρι που στην συνέχεια ανήλθαν πάνω από τα 80 ευρώ/τόνος. Όλα αυτά επηρέασαν το κόστος της χονδρικής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, και κατ’ επέκταση και το κόστος της λιανικής του ρεύματος.

Τελικά ήρθε η ενεργειακή κρίση για να αντιληφθούμε ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός τιμολόγησης του ρεύματος με βάση την χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου στο κόμβο της Ολλανδίας θα τίναζε τις αγορές ρεύματος στα ύψη, αφού έκλεισε η στρόφιγγα του ρώσικου αερίου και οι απώλειες αυτές, αντικαταστάθηκαν με το κατά πολύ ακριβότερο υγροποιημένο αέριο lng από τρίτες χώρες.

Θα αναρωτηθεί κάποιος, μα αφού η Ελλάδα έχει τα ίδια ποσοστά συμμετοχής των διαφόρων πηγών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα με τον μέσο όρο της Ε.Ε αναφορικά με την ηλεκτροπαραγωγή, γιατί και η χονδρική τιμή του ρεύματος δεν βρίσκεται σήμερα στον μέσο όρο της Ε.Ε;

Η απάντηση είναι απλή. Η διείσδυση των ΑΠΕ είναι πιο αργή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες και κυρίως του Βορρά και επιπλέον οι ελληνικές ΑΠΕ δεν συμμετέχουν στην αγορά γιατί απολαμβάνουν εγγυημένες τιμές. Οι ευέλικτες μονάδες, δηλαδή αυτές που μπορούν να υποκαταστήσουν τη μεταβλητότητα των ΑΠΕ (ανάλογα με το εάν φυσάει και εάν έχει ήλιο), είναι ακόμα περιορισμένες. Και επίσης η απουσία αποθηκευτικών συστημάτων ΑΠΕ κάνει ακόμα πιο έντονο το πρόβλημα για να συμμετέχουν στο ενεργειακό ισοζύγιο της αγοράς προς όφελος του καταναλωτή. Επιπλέον, στην ελληνική αγορά, όλη η ενέργεια περνάει μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα διμερών συμβολαίων τα οποία προστατεύουν τους καταναλωτές από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές αγορές τα διμερή συμβόλαια αντιπροσωπεύουν το 30%-50% της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι υψηλές τιμές που βλέπουμε στις αγορές της Ευρώπης δεν έχουν την ίδια επίπτωση στην κατανάλωση με αυτή που έχουν στην Ελλάδα, όπου μεταφέρονται σχεδόν το 100% στην κατανάλωση.

Από τον καινούργιο έτος, οι καταναλωτές θα είναι πλήρως εκτεθειμένοι στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις της αγοράς ενέργειας, αφού σταματάει το δίχτυ προστασίας του κράτους, δηλαδή παύει να ισχύει η οριζόντια κρατική επιδότηση στην τιμή της KWh και επανερχόμαστε στο καθεστώς προ κρίσης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αύριο μπορεί να μην επανέλθει ξανά ο ενεργειακός εφιάλτης του 2020-2022, εξαιτίας άλλων γεγονότων, π.χ. μιας άλλης πολεμικής σύγκρουσης στην Μ. Ανατολή, ακόμα και μικρότερης έντασης από την Ρωσοουκρανική, ή κάποιες ενεργειακές συμφωνίες μαμούθ των κρατών των BRICS που θα στερήσουν μεγάλα φορτία καυσίμων lng από την Ε.Ε, ή επιβολή ακόμα αυστηρότερων εμπάργκο σε κάποιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως στο Ιράν για παράδειγμα, κλείνοντας τα στενά του Ορμούζ κλπ.

Ο στόχος της χώρας δεν είναι να θωρακιστεί ενεργειακά μόνο κατά τις περιόδους κρίσεων από τις αναταράξεις των διεθνών τιμών ενέργειας, αλλά και σε ήρεμες και κανονικές ενεργειακές περιόδους, που η χώρα είναι πλήρως εξαρτημένη από τις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις αγοράς του ρεύματος και συνεχίζει να αγοράζει ακριβά το ρεύμα.

Η περισσότερη διείσδυση των ΑΠΕ, χωρίς εκσυγχρονισμό των δικτύων και χωρίς αύξηση του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου με ταυτόχρονη δημιουργία αντίστοιχων αποθηκευτικών συστημάτων, τουλάχιστον κατά 50% της εγκατεστημένης ονομαστικής ισχύος των ΑΠΕ στην χώρα, δεν μπορεί να συμβάλει στην απομείωση του συνολικού κόστους του ρεύματος για τον καταναλωτή.

Η βίαιη απολιγνιτοποίηση χωρίς ομαλή μετάβαση σε ηπιότερα καύσιμα λειτουργεί αρνητικά στην εξισορρόπηση του ενεργειακού μείγματος. Επενδύουμε σε οικολογική εξυγίανση τουλάχιστον τεσσάρων λιγνιτικών μονάδων με τεχνολογίες CCUS (δέσμευση του παραγόμενου CO2 και μεταφορά του σε υπόγειες λεκάνες), κάτι ανάλογο που κάναμε με την Πτολεμαΐδα IV, ήδη η Γερμανία άνοιξε παλιές παροπλισμένες μονάδες άνθρακα, αφού προηγουμένως ενσωμάτωσε σε αυτές οικολογικές τεχνολογίες για να μηδενίσει τις εκπομπές, άρα και το κόστος παραγωγής ρεύματος από άνθρακα.

Όσο για τα φαινόμενα ρευματοκλοπών, για τις καταχρηστικές πρακτικές κάποιων παρόχων, για την ανεπάρκεια ελεγκτικών μηχανισμών από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για την εξάλειψη φαινομένων καρτελοποίησης της αγοράς ενέργειας, σε όλα αυτά ευθύνη έχει μόνο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου ενέργειας. Το ΥΠΕΝ θα πρέπει να έχει ως μόνιμη επιδίωξη του την εξάλειψη αυτών των φαινομένων που επηρεάζουν δυσμενώς την διαμόρφωση μιας φθηνότερης λιανικής τιμής του ρεύματος.

Μιχάλης Χριστοδουλίδης

Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ – Ενεργειακός Επιθεωρητής