ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Κοτζαμάνης: Χρειάζεται πλέγμα μέτρων που θα είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του

Κοτζαμάνης: Χρειάζεται πλέγμα μέτρων που θα είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του
Ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος «Δημογραφικά προτάγματα στην έρευνα και πρακτική στην Ελλάδα» (ΕΛΙΔΕΚ)

Για το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων - θανάτων, τους παράγοντες που συμβάλλουν καθημερινά στην όξυνση του δημογραφικού προβλήματος αλλά και στα κίνητρα που θα οδηγήσουν στη μείωση του φαινομένου της υπογεννητικότητας στη χώρα μας, μίλησε μεταξύ άλλων ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος «Δημογραφικά προτάγματα στην έρευνα και πρακτική στην Ελλάδα» (ΕΛΙΔΕΚ).

Ο ίδιος μίλησε στο Data Project και το Newsbomb.gr για το κατά πόσο η οικονομική κρίση που ταλανίζε τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είναι στην κορυφή της πυραμίδας του μείζονος ζητήματος της υπογεννητικότητας.

Εν συνεχεία, αναφερόμενος στα κίνητρα που είναι καλό να δοθούν σε νέους ανθρώπους που επιθυμούν να δημιουργήσουν οικογένεια, επεσήμανε πως χρειάζεται «ένα πλέγμα μέτρων που θα είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια)».

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Βύρωνα Κοτζαμάνη στο Data Project για την Υπογεννητικότητα και το Newsbomb.gr:

Από το 2000 και μετά, το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων είναι σχεδόν μόνιμα αρνητικό, ενώ από το 2010 και μετά η απόκλιση φαίνεται να παρουσιάζει δραματική αύξηση. Ποιους θα αναφέρατε ως βασικούς παράγοντες αυτής της πτωτικής τάσης των γεννήσεων; Σε τι ποσοστό θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει την πτωτική τάση των γεννήσεων;

Το ισοζύγιο γεννήσεις – θάνατοι έχει μετατραπεί πλέον σε αρνητικό γιατί: ι) οι θάνατοι αυξάνονται συνεχώς μετά το 1960 (61 χιλ. το 1960, 82 το 1979, 125 το 2019) λόγω της συνεχιζόμενης γήρανσης του πληθυσμού μας, της αύξησης δηλ. του πλήθους και του % των ατόμων 65 ετών και άνω από τους οποίους προέρχεται σήμερα το 88% των θανάτων και ιι) Οι γεννήσεις μετά το 1980 μειώνονται -με ένα μικρό διάλειμμα ανάπαυλας τη δεκαετία του 2000: περισσότερες από 140 χιλ. πριν το 1980, γύρω από τις 100 χιλ. τη δεκαετία του ’90, 84 χιλ. το 2019-20. (Οι γεννήσεις αυτές θα ήταν δε ακόμη λιγότερες χωρίς τις αλλοδαπές, καθώς το 16% του συνόλου τους μετά το 2003 προέρχεται από αυτές). Από ένα σημείο και μετά (2011->) οι αντίστροφες αυτές πορείες οδήγησαν αναπόφευκτα σε ένα σταθερά αρνητικό ισοζύγιο (και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει και τις επόμενες δυο με τρεις δεκαετίες).

Όσον αφορά ειδικότερα τις γεννήσεις, η μετά το 1980 πτώση τους οφείλεται στο ότι τα ζευγάρια που τεκνοποίησαν τις τελευταίες δεκαετίες έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο όλο και λίγο λιγότερα παιδιά από ότι οι γονείς τους και ταυτόχρονα έκαναν τα παιδιά τους σε όλο και λίγο μεγαλύτερη ηλικία από αυτή των γονέων τους. Οι γυναίκες π.χ που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν κατά μέσο όρο 1,95 παιδιά στα 25,5 τους έτη ενώ αυτές που γεννήθηκαν το 1980 θα κάνουν πιθανότατα 1,5 παιδιά στα 30,5 τους. Η επιτάχυνση δε της πτώσης των γεννήσεων μετά το 2008 οφείλεται και σε έναν επιπλέον λόγο: στη μείωση του πληθυσμού των γυναικών αναπαραγωγικών ηλικιών (20-44 ετών) κατά 370 σχεδόν χιλ. ανάμεσα στο έτος αυτό και το 2020. Η μείωση αυτή θα συνεχισθεί, καθώς θα φθάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία στο άμεσο μέλλον οι γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1990 και που είναι πολύ λιγότερες από αυτές που γεννήθηκαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Η οικονομική κρίση που, εκτός των άλλων, οδήγησε και στη μείωση των εισοδήματών και την αύξηση της ανεργίας και της ανασφάλειας, ενίσχυσε ελαφρώς τις προ-υπάρχουσες τάσεις, την αύξηση, δηλαδή, της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών -ιδιαίτερα του πρώτου- και την πτώση της γονιμότητας των νεότερων γενεών. Οι γενεές αυτές, οι γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν μετά το 1970 και «έπεσαν» πάνω στην κρίση, θα κάνουν λιγότερα παιδιά από εκείνες που γεννήθηκαν προ του 1970 και για έναν επιπλέον λόγο: βιώνοντας την κρίση, κάποιες από αυτές, που αποφάσισαν να μεταφέρουν για αργότερα την απόκτηση παιδιού (όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκότερες), δεν θα το επιτύχουν γιατί μετά τα 40 έτη φθίνει ταχύτατα η πιθανότητα σύλληψης και αυξάνονται ταυτόχρονα οι πιθανότητες αποβολής.

Η απόκλιση θανάτων – γεννήσεων, φαίνεται πως θα έχει μακροπρόθεσμη επίπτωση στην πορεία του πληθυσμού της χώρας μας, μάλιστα η πιο δυσοίωνη ίσως πρόβλεψη, λέει ότι το 2080 η Ελλάδα θα έχει πληθυσμό 7,2 εκατ., αποτελώντας έτσι τη μικρότερη πληθυσμιακά χώρα της Ε.Ε. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα κίνητρα που μπορούν να δοθούν στους νέους της χώρας μας, έτσι ώστε η δημιουργία οικογένειας – για όσους το επιθυμούν – να γίνει προτεραιότητα και όχι ένα μακρινό όνειρο;

Η αύξηση ή η μείωση του όποιου πληθυσμού εξαρτάται από δυο «ζυγαριές», από: α) το Φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις –θάνατοι) και μεταναστευτικό ισοζύγιο το ισοζύγιο (είσοδοι- έξοδοι). Επομένως, δεν είναι δυνατόν το δεύτερο αυτό ισοζύγιο να μην μας απασχολεί και να μην λαμβάνεται υπόψη, καθώς η συμβολή του είναι σημαντική; Ενδεικτικά και μόνον αναφέρουμε ότι αν ο πληθυσμός μας μειώθηκε κατά 400 περίπου χιλ. ανάμεσα στο 2011 και το 2020, αυτό οφείλεται κατά 45% στο αρνητικό μεταναστευτικοί ισοζύγιο και κατά 55% στο επίσης αρνητικό φυσικό ισοζύγιο.

Όσον αφορά το Ισοζύγιο γεννήσεις- θάνατοι αυτό θα συνεχίσει να είναι αρνητικό και τις επομένες δεκαετίες, και επομένως, αν και το μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμείνει και αυτό αρνητικό, η μείωση του πληθυσμού μας θα υπερβαίνει τις 40-45 χιλ. ετησίως. Το φυσικό ισοζύγιο θα παραμείνει αρνητικό πιθανότατα μέχρι και το 2050 για δυο λογούς 1) οι θάνατοι θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της γήρανσης (θα κυμανθούν γύρω από τις 130-135 χιλιάδες ετησίως) και 2) οι δε γεννήσεις που τα τελευταία χρόνια είναι λίγο περισσότερες από τις 80 χιλ., είναι αδύνατον να αυξηθούν τόσο ώστε να τους υπερκαλύψουν, καθώς, εκτός των άλλων, οι γυναίκες που θα έρθουν σε ηλικία να κάνουν παιδιά τις επόμενες δεκαετίες θα είναι αρκετά λιγότερες από αυτές που είναι σήμερα. Εκείνο επομένως που δεν είναι ανέφικτο είναι η επιβράδυνση της πτώσης των γεννήσεων σε μια πρώτη φάση και στη συνέχεια η σταθεροποίησή τους και η αναστροφή της πτωτικής τους πορείας. Αυτό προϋποθέτει ότι οι νέοι που θα έρθουν στο μέλλον σε ηλικία να κάνουν παιδιά, θα σταματήσουν σε μια πρώτη φάση να κάνουν κάθε φορά λίγο λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ότι οι γονείς τους και, σε μια δεύτερη φάση ότι θα κάνουν όλο και λίγο περισσότερα.

Για να επιτευχθεί όμως αυτό απαιτείται η αλλαγή του μη ιδιαίτερά ευνοϊκού σήμερα στη χώρα μας περιβάλλοντος για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, και, προφανώς, εκτός των άλλων, και μια αποτελεσματική δημογραφική και οικογενειακή πολιτική. Ειδικότερα δε, όσον αφορά την τελευταία, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2015, η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία θέση ανάμεσα στις 36 χώρες του Οργανισμού αυτού με βάση τις δημόσιες μεταφορές σε χρήμα, υπηρεσίες και φορολογικές διευκολύνσεις και την τελευταία θέση όσον αφορά την εκπαίδευση και την φροντίδα στην πρώιμη παιδική ηλικία (Early Childhood and Care). Αν και κάποια θετικά βήματα έχουν γίνει μετά το 2015, η θέση της χώρας μας μας δεν έχει αλλάξει ριζικά.

Αν δεχθούμε επομένως ότι βασική αρχή παραμένει η διευκόλυνση των νέων ζευγαριών για να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν στον χρόνο που το επιθυμούν, αυτό για να επιτευχθεί προϋποθέτει ένα πλέγμα μέτρων που θα είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια). Μέτρα που δεν θα στοχεύουν μόνον στη μείωση του οικονομικού κόστους (άμεσου/έμμεσου) που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα κάθε παιδιού και στην ενίσχυση των διαθέσιμων εισοδημάτων (βλ. μείωση της ανεργίας, αύξηση του % συμμετοχής των >25 ετών στο εργατικό δυναμικό, αύξηση της απασχόλησης σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας). Μέτρα που θα στοχεύουν και στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, στην άρση των έμφυλων διακρίσεων τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο (η χώρα μας είχε το 2019 τον χειρότερο Δείκτη Ισότητας των Φύλων αναμεσά στις 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε) και στην αναστροφή του γενικευμένου κλίματος ανασφάλειας για το μέλλον που είναι διάχυτο στις νεότερες γενεές. Οφείλουμε τέλος να υπενθυμίσουμε ότι ι) τα όποια μέτρα ληφθούν, δεν θα αλλάξουν τις υφιστάμενες τάσεις άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου και ιι) όπως προκύπτει και από την διεθνή εμπειρία οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό για την οικογένεια και το παιδί περιβάλλον.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν στο ότι σιγά-σιγά οι πολύτεκνες οικογένειες θα εκλείψουν. Έχει δόση αλήθειας η συγκεκριμένη πρόβλεψη; Και εάν από την άλλη αυξάνονταν οι πολύτεκνες οικογένειες στην Ελλάδα, θεωρείτε πως θα οδηγούσαν εν μέρει στη λύση του δημογραφικού προβλήματος;

Οι πολύτεκνες οικογένειες (4 παιδιά και άνω) δεν θα εκλείψουν, απλώς θα περιορισθούν λίγο περισσότερο στο μέλλον, αν και μετά το 2015 υπάρχει μια τάση αύξησης του ποσοστού των 4 και άνω γεννήσεων που οφείλεται αποκλειστικά στις αλλοδαπές που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας πρόσφατα ( οι 4+ γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες αποτελούντα το 2016-2019 το 26% των 4 και άνω γεννήσεων, έναντι του 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και του 15% στις αρχές της δεκαετίας του 2010). Το σύνολο των γεννήσεων αυτών (ανεξαρτήτως δηλ. της υπηκοότητας της μητέρας) κυμαίνεται τελευταία χρόνια γύρω από τις 3300/έτος επί ενός συνόλου 85 χιλ. ετησίως (4%). Ακόμη και αν κάνουμε την υπόθεση ότι θα αυξηθούν σημαντικά (πχ. κατά 30%), αυτό θα δώσει λίγο λιγότερες από 1000 επιπλέον γεννήσεις. Οι 1000 αυτές γεννήσεις δεν θα αλλάξουν σημαντικά την ροή των πραγμάτων (υπενθυμίζουμε ότι το ισοζύγιο γεννήσεων –θανάτων τα τελευταία χρόνια είναι αρνητικό κατά 45.000 και θα παραμείνει γύρω από το επίπεδο αυτό τις επόμενες δυο δεκαετίες.

Σήμερα, τα πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως: ι) στη συνεχιζόμενη αύξηση του % των γυναικών στις νεότερες γενεές (και εμμέσως, ως ένα βαθμό και στα νεότερα ζευγάρια) που δεν έχουν παιδιά: το % των γυναικών χωρίς παιδί (το οριζόμενο και ως ποσοστό ατεκνίας) διπλασιάσθηκε στο διάστημα μιας γενεάς, από τις μητέρες στις κόρες, δηλ. ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1950 (12%) και σε αυτές που γεννήθηκαν το 1975 –(24%-) και, σε μικρότερο βαθμό, ιι) στη συνεχιζόμενη αύξηση του % των γυναικών που μετά την απόκτηση του πρώτου παιδιού δεν προχωρούν στην απόκτηση ενός δεύτερου.