ΑΠΟΨΕΙΣ

Αναγκαία η ρύθμιση των κόκκινων δανείων για να μην γίνουν πλειστηριασμοί

Αναγκαία η ρύθμιση των κόκκινων δανείων για να μην γίνουν πλειστηριασμοί
Ιωάννα Καλαντζάκου, Δικηγόρος

Η αποτελεσματική ρύθμιση των κόκκινων δανείων, αναγκαία συνθήκη αποφυγής πλειστηριασμών ενόψει της επικείμενης απόφασης του Α.Π  που δίνει πράσινο φως για τα funds.

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατά τη διάσκεψή της αποφάσισε με ισχυρότατη πλειοψηφία (56-9) ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων έχουν το δικαίωμα να ενεργούν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς στο δικό τους όνομα, λύνοντας τη διχογνωμία που είχε προκληθεί από την έκδοση αντίθετων αποφάσεων τμημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρόβλημα, ως γνωστόν, προκλήθηκε από την ύπαρξη δύο κρίσιμων νόμων – του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων και του ν. 4354/2015 για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 822/2022 (τμήματος του Δικαστηρίου) είχε κρίνει ότι μόνο οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης που έχουν γίνει βάσει του νόμου 4354/2015 παρέχουν στις εταιρείες διαχείρισης το δικαίωμα να ενεργούν δικαστικά ιδίω ονόματι ως «μη δικαιούχοι» διάδικοι, ενώ αντίθετα οι συμβάσεις διαχείρισης βάσει του νόμου 3156/2003 δεν παρέχουν στις εταιρείες αυτές ανάλογο δικαίωμα, αλλά τους δίνουν μόνο θέση «αντιπροσώπου» του δικαιούχου της απαίτησης – δηλαδή των τραπεζών η των εταιρειών ειδικού σκοπού, που μόνο αυτές έχουν δικαίωμα δικαστικών μέτρων. Υπήρχαν όμως και αντίθετες αποφάσεις άλλων τμημάτων του Αρείου Πάγου, με αποτέλεσμα το ζήτημα να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, που κατά συντριπτική πλειοψηφία κατά τη διάσκεψη έκρινε ότι οι εταιρείες διαχείρισης ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι ακόμη και στις περιπτώσεις τιτλοποίησης με τον ν. 3156/2003 που δεν τους παρείχε ρητά αυτό το δικαίωμα.

Η απόφαση της Ολομέλειας δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, προεξοφλείται όμως ότι ανοίγει τον δρόμο για συνέχιση διαδικασιών πλειστηριασμών που σε πολλές περιπτώσεις είχαν «παγώσει».

Όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενο άρθρο μου, η υπόθεση αφορά εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες, αλλά και την οικονομική ισορροπία των τραπεζών, οι οποίες θα αναγκάζονταν να σχηματίσουν προβλέψεις για το μέρος των ανείσπρακτων απαιτήσεων που έχουν διατηρήσει μετά την τιτλοποίησή τους. Αφορά επίσης το Δημόσιο που έχει χορηγήσει εγγυήσεις για το πρόγραμμα τιτλοποιήσεων «Ηρακλής», η τυχόν κατάπτωση των οποίων θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος.

Θα ήταν κρίσιμο να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα που γεννήθηκε είναι κατ’ ουσίαν «διαδικαστικό»: ακόμη και αν η Ολομέλεια είχε κρίνει αντίθετα απ’ ό,τι με την κατά τις πληροφορίες επικείμενη απόφασή της, αυτό δεν σημαίνει ότι οι οφειλέτες θα απαλλάσσονταν από τα χρέη τους, αλλά ότι η διαδικασία πλειστηριασμού σε βάρος πολλών από αυτούς θα καθυστερούσε, καθώς οι τράπεζες, που είχαν μεταβιβάσει απαιτήσεις με βάση τον νόμο 3156/2003 περί τιτλοποίησης δανείων, θα έπρεπε να επαναλάβουν τη μεταβίβαση με βάση τον μεταγενέστερο νόμο 4354/2015, που ισχύει παράλληλα με τον πρώτο. Οι οφειλέτες θα κέρδιζαν χρόνο, οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης θα είχαν διαδικαστικό φόρτο, κόστος και καθυστέρηση, αλλά οι πλειστηριασμοί τελικώς θα πραγματοποιούντο.

Από την άποψη αυτή, το ζήτημα επί του οποίου έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δεν πρέπει να εκτοπίζει από τη «μεγάλη εικόνα» την ουσία του προβλήματος, που εστιάζεται στο αν το νομοθετικό πλαίσιο και η στάση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων παρέχουν ή όχι την ευκαιρία στους υπερήμερους δανειολήπτες να πετύχουν μια εύλογη και εφικτή ρύθμιση των οφειλών τους και να σώσουν την ακίνητη περιουσία και τα σπίτιά τους.

Σε πολλές περιπτώσεις είναι αλήθεια ότι η οικονομική κατάσταση των οφειλετών δεν αφήνει περιθώρια ρύθμισης. Οι οφειλέτες στις περισσότερες περιπτώσεις κατέστησαν υπερήμεροι λόγω της παρατεταμένης κρίσης, πολλοί δε από εκείνους δεν έχουν το εισόδημα να ρυθμίσουν βραχυπρόθεσμα τις οφειλές τους προκειμένου να αποφύγουν επικείμενο πλειστηριασμό, ακόμη και αν αυτές απομειωθούν («κουρευτούν») κατά σημαντικό ποσοστό. Για τους οφειλέτες αυτούς, η μόνη οδός που απομένει είναι η πτώχευση με στόχο την απαλλαγή: δεν σώζουν μεν την περιουσία τους, αλλά τουλάχιστον απαλλάσσονται από τις οφειλές τους μετά από πάροδο ενός ή τριών ετών, ανάλογα με την ύπαρξη ή μη περιουσίας και εφόσον δεν ασκηθεί προσφυγή κάποιου πιστωτή για συγκεκριμένα αδικήματα.

Αυτό, όμως, δεν ισχύει για το σύνολο των κόκκινων δανείων. Όπως έχει επισημάνει και το υπουργείο Οικονομικών σε σχέση με τη λειτουργία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, σε πλήθος περιπτώσεων οι τράπεζες ή οι εταιρείες διαχείρισης δεν υποβάλλουν καθόλου προτάσεις στους δανειολήπτες που έχουν οικονομική δυνατότητα ρύθμισης και ζητούν αναδιάρθρωση των οφειλών τους ή υποβάλλουν προτάσεις ασύμφορες και ανέφικτες για τους οφειλέτες. Η στάση αυτή είναι ανεπιεικής και ζημιογόνα για χιλιάδες δανειολήπτες, ενώ μπορεί να αποβεί βλαπτική και για τις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης, καθώς η επίσπευση «κύματος» πλειστηριασμών ενδέχεται να μειώσει τις τιμές πλειστηριασμού των ακινήτων, να προκαλέσει καθυστερήσεις και τελικά είσπραξη μικρότερου ποσού.

Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την απόφαση της Ολομέλειας, είναι αναγκαίο αφενός να καταστεί πιο ευέλικτος και αποτελεσματικός ο εξωδικαστικός μηχανισμός αναδιάρθρωσης οφειλών, αφετέρου να πεισθούν και… πιεστούν τα funds και οι εταιρείες διαχείρισης να αλλάξουν κατά το δυνατόν τη «φιλοσοφία» άμεσης είσπραξης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να υποβάλλουν λογικές προτάσεις στους δανειολήπτες. Το όφελος θα είναι αμοιβαίο, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης δανείων θα έχουν έσοδα και χιλιάδες συμπολίτες μας θα διασώσουν μέρος της περιουσίας τους και θα απαλλαγούν από το υπόλοιπο των χρεών τους, του οποίου η πιθανότητα είσπραξης θα ήταν σε κάθε περίπτωση μηδενική.