ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

«Πού πας Κώστα με το όπλο; Τι θέλεις;» - «Θέλω να σε σκοτώσω»: Δεν δέχτηκε την απόρριψη της Πιπίτσας

«Πού πας Κώστα με το όπλο; Τι θέλεις;» - «Θέλω να σε σκοτώσω»: Δεν δέχτηκε την απόρριψη της Πιπίτσας

Το πρωινό της 3ης Ιουλίου του 1966 θα συγκλονίσει ολόκληρη τη Σπάρτη. Η «ανικανοποίητος ερωτική δίψα» ενός 26χρονου θα οπλίσει το χέρι του και θα δολοφονήσει μια 27χρονη οδοντίατρο.

Εκείνο το πρωινό ο εικοσιεξάχρονος Κωστής είχε κλείσει ραντεβού στο οδοντιατρείο της Πιπίτσας. Γύρω στις 11 το πρωί πήρε το πρώτο και μία δέσμη φυσίγγια στο χέρι και κατευθύνθηκε στο ιατρείο της Πιπίτσας, προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία για τα δόντια του.

Φτάνοντας έξω από το οίκημα, άφησε το όπλο και τα φυσίγγια του και μπήκε χαλαρός μέσα στο οδοντιατρείο. Άκουσε γέλια και χαρούμενες φωνές. Ήταν η Πιπίτσα που συζητούσε με δύο φίλες της. Τις κοίταξε λίγο περίεργα, δεν ήθελε να τις βρει εκεί, όμως αυτό δεν θα άλλαζε το σχέδιο του. Κάθισε υπομονετικά στην καρέκλα, έκανε τη θεραπεία του και μόλις τελείωσε, πήγε νωχελικά προς την εξώπορτα.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μπήκε πάλι μέσα στο οδοντιατρείο, κρατώντας το όπλο και τα φυσίγγια. «Πού πας Κώστα με το όπλο; Τι θέλεις;» πρόλαβε να του πει η Πιπίτσα, για να λάβει από εκείνον την αγριεμένη απάντηση: «Θέλω να σε σκοτώσω». Οι δυο φίλες της παρακολουθούσαν τη σκηνή αποσβολωμένες, όταν ξαφνικά άκουσαν το πρώτο «μπαμ».

Ο Κωστής είχε πυροβολήσει την Πιπίτσα, η οποία έπεφτε εκείνη τη στιγμή αιμόφυρτη στο πάτωμα. Πριν προλάβουν να φωνάξουν, ακούστηκε και δεύτερος πυροβολισμός. Στρέφουν το βλέμμα και αντικρίζουν αιμόφυρτο τον Κωστή, που είχε στρέψει το όπλο στον κρόταφο του. Τα δύο κορίτσια, που βρίσκονταν σε καθεστώς τρόμου άνοιξαν γρήγορα την πόρτα του οδοντιατρείου και άρχισαν να τρέχουν στο δρόμο, κλαίγοντας γοερά και φωνάζοντας για βοήθεια.

Μόλις το ασθενοφόρο έφτασε στο ιατρείο, διαπιστώθηκε πως για την Πιπίτσα ήταν ήδη αργά, καθώς το χτύπημα που δέχτηκε αποδείχθηκε μοιραίο. Ωστόσο, ο Κωστής ήταν ζωντανός και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, σε κρίσιμη κατάσταση, με παραμορφωμένο το πρόσωπο και την κάτω σιαγόνα.

Από την πρώτη στιγμή οι αρχές εστίασαν τις έρευνες τους στην πιθανότητα ο θύτης και το θύμα να είχαν συνάψει ερωτικό δεσμό. Σύντομα όμως, διαπίστωσαν, ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Εξέτασαν φίλους και γνωστούς της κοπέλας, αλλά και συναδέλφους του Κωστή. Κανείς δεν τους είχε δει ποτέ μαζί, ούτε είχε ακούσει κάτι. Άμεσα διαπιστώθηκε, ότι ο νεαρός οπλίτης ήταν τρελά ερωτευμένος με την οδοντίατρο. Μάλιστα, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, της είχε μιλήσει για τον έρωτα του, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε.

Η απόρριψή της, αν και ιδιαιτέρως ευγενική, θόλωσε το μυαλό του. Ο Κωστής πίστευε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εκείνη και αφού δεν τον ήθελε, καλύτερα θα ήταν να πεθάνουν και οι δύο. Πήρε την απόφαση λοιπόν, να την σκοτώσει και στη συνέχεια να αυτοκτονήσει. Για μέρες κατέστρωνε το σχέδιο του και προκειμένου να επιτύχει, αποφάσισε να πάει στο ιατρείο της, ως πελάτης. Ξεκίνησε μια θεραπεία για τα δόντια του και παραμόνευε την κατάλληλη ευκαιρία, για να την σκοτώσει και να βάλει τέλος στο μαρτύριό του.

Ο Κωστής νοσηλεύτηκε για πολλές ημέρες σε κρίσιμη κατάσταση, ενώ περίπου 15 ημέρες μετά το έγκλημά του, έδωσε γραπτή απολογία, καθώς δεν ήταν σε θέση να μιλήσει, εξαιτίας του τραύματος που προκάλεσε στον εαυτό του στην προσπάθειά του να αυτοκτονήσει. Στην απολογία του δήλωσε μετανιωμένος για την πράξη του και επανέλαβε την πρόθεσή του, να βάλει τέρμα στη ζωή του, μόλις σταθεί στα πόδια του και βγει από το νοσοκομείο.

Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1963 ο Κωστής οδηγήθηκε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Ναυπλίου, κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν οι φίλες της νεαρής οδοντιάτρου, οι οποίες ήταν και αυτόπτες μάρτυρες στην δολοφονία. Τα δύο κορίτσια προκάλεσαν ανατριχίλα στο ακροατήριο με τις περιγραφές τους για το στυγερό έγκλημα, ενώ η μια εξ αυτών περιέγραψε τον τρόμο που έζησε, φοβούμενη μήπως ο κατηγορούμενος εκείνη τη στιγμή στρέψει το όπλο και εναντίον τους.

Το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κάνοντας παράλληλα δεκτό το αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Ο Κωστής καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών, ενώ το δικαστήριο τον υποχρέωσε, να καταβάλει το ποσό των 25.000 δρχ. ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη στους γονείς του θύματος.

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.