ΕΘΝΙΚΑ

Ποντιακός Ελληνισμός: Ιστορία αγώνων και αίματος για δικαίωση

Ποντιακός Ελληνισμός: Ιστορία αγώνων και αίματος για δικαίωση

Ιστορικό αφιέρωμα στην ιστορία του ποντιακού Ελληνισμού, την πορεία των Ποντίων και τη σημερινή παρουσία τους, με διαπρεπέστερη, αυτή του κ. Δημήτρη Μελισσανίδη

«Την πατρίδαμ έχασα έκλαψα και πόνεσα

λύουμαι κ’ αρωθυμώ oϊ οϊ οϊ οϊ ν’ ανασπάλω και πορώ»

Δημοτικό τραγούδι του Πόντου

Του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου

Μόλις αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη κι ατιμώθηκε η Πύλη του Ρωμανού, όπως λέει ο θρύλος, ένα πουλί πέταξε μέχρι τη μητρόπολη της Τραπεζούντας μεταφέροντας το άσχημο νέο. Κανείς δεν τόλμησε να το διαβάσει εκτός από το γιο μιας χήρας.

«Πάρθεν η Πόλη! Πάρθεν η Ρωμανία» είπε στην αρχή κι όλων χάθηκε η ανάσα. Δεν έφυγε όμως η ελπίδα. «Η Ρωμανία κι πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο» καταλήγει το μήνυμα που είναι και προτροπή αγώνα. Ο Ποντιακός Ελληνισμός ήταν εκείνος που λειτούργησε ως πολιτικός και πολιτιστικός θεματοφύλακας ύστερα από δύο τραγωδίες που κηλίδωσαν την ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για την προσβλητική άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204 και για τον όλεθρο του 1453 από τα μιλιούνια των αγαρηνών.

Η αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών ιδρύθηκε μετά την πρώτη άλωση για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη Ελλήνων από τη Σινώπη μέχρι τη μυθική Κολχίδα από τα πανάρχαια χρόνια. Ποιος δεν θυμάται το μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας και την περιπέτεια του Ιάσονα για το Χρυσόμαλλο Δέρας!

Σοβιετικοί ιστορικοί ανάγουν την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή ήδη από τον 10ο αιώνα π.Χ. σύμφωνα με πολλά ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί σε χώρους ανασκαφών. Επισημαίνουν μάλιστα ότι η ελληνική παρουσία όχι μόνο είναι πανάρχαια αλλά και καταλυτική.

Αυτό μαρτυρά η ίδρυση δύο σημαντικών αρχαίων πόλεων της Σινώπης και της Ηρακλειάς ήδη από την εποχή του μεγάλου αποικισμού, τον 8ο αιώνα π.Χ, από τους Μιλήσιους. Από την ανάπτυξη της Σινώπης μάλιστα ιδρύθηκε η Τραπεζούντα, η οποία αποτέλεσε την πρωτεύουσα και την κοιτίδα του ποντιακού Ελληνισμού.

Το βασίλειο των Μεγαλοκομνηνών

Ο ακούραστος μελετητής κ. Βλάσης Αγτζίδης γράφει στο βιβλίο «Έλληνες του Πόντου»: «Η περίοδος της ρωμαιοκρατίας και της επικράτησης του χριστιανισμού συνοδεύτηκε από την απώλεια του εθνωνύμιου “Έλλην” και την παράλληλη επικράτηση του ονόματος “Ρωμαίος”, το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα στους παρευξείνιους ελληνικούς πληθυσμούς». Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το 1204, οι εγγονοί του Ανδρονίκου Α’ Κομνηνού Αλέξιος και Δαυΐδ θέλησαν να πάρουν τα σκήπτρα της πάλαι ποτέ κραταιάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Επί δυόμισι αιώνες, το βασίλειο των Μεγαλοκομνηνών αποτελούσε σημείο αναφοράς για ολόκληρο το δοκιμαζόμενο Ελληνισμό την ώρα που η αυτοκρατορία της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου αναλώνονταν σε εμφύλιες διαμάχες που ωφέλησαν άλλους παράγοντες όπως ήταν οι Φράγκοι, οι Οθωμανοί και οι Σλάβοι.

Στην Κριμαία, βορείως της Μαύρης Θάλασσας, υπήρχαν ζωντανές οι ελληνικές κοινότητες μέχρι την κάθοδο των Τατάρων, τον 13ο αιώνα.

Η λάβα αίματος που έσπειραν οι Οθωμανοί στη μικρασιατική ενδοχώρα και στα Βαλκάνια έπληξε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας το 1461, επτά χρόνια μετά την πτώση της Πόλης.

Στους επόμενους αιώνες παρατηρήθηκε μαζική μετοίκηση των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων, στον Καύκασο. Οι περισσότεροι έφυγαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να απαλλαγούν από τον ζυγό των Τούρκων.

Μετανάστευση στον Καύκασο

Κατά την περίοδο που ο σουλτάνος Σελήμ Γ’ διακήρυττε την ανάγκη αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβάλλοντας ουσιαστικά την πολιτική του «Τανζιμάτ» (σ.σ. σημαίνει ανασυγκρότηση), εκατοντάδες Έλληνες έβρισκαν φιλόξενη γη στον Πόντο. Μετά μάλιστα και τον Κριμαϊκό πόλεμο, η ρωσική ηγεσία έβλεπε με πολύ θετικό μάτι τον εποικισμό περιοχών από Έλληνες, «οι οποίοι έφερναν και την ανάπτυξη».

Η τακτική συστηματικού εποικισμού άρχισε το 1864 κι όπως γράφει ο επικεφαλής αυτού του προγράμματος Ν. Βορομπιώφ:

«Στόχος ήταν να καλυφθούν οι άδειες περιοχές και να ξαναρχίσουν οι καλλιέργειες, που διακόπηκαν όταν οι βουνίσιοι έφυγαν… (...)

»Αυτή η περιοχή απαιτούσε ανώτερη αγροτική κουλτούρα και σκέφτηκαν να καλέσουν τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ταιριάζουν σ’ αυτές τις συνθήκες. Yπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες Έλληνες, ανώτεροι υπάλληλοι της ρωσικής γραφειοκρατίας, ευνοούσαν τη μετανάστευση των ελληνικών πληθυσμών. Για παράδειγμα, την εγκατάσταση των Ελλήνων στο Βόρειο Καύκασο, στην περιοχή της Σταυρούπολης, ευνόησε ένας κυβερνήτης της περιοχής που είχε ελληνική καταγωγή, ο Νικηφοράκης.

»Ένα από τα κίνητρα που χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι για να προσελκύσουν ελληνικούς πληθυσμούς ήταν η παραχώρηση οικονομικών προνομίων. Απαιτούσαν όμως την πολιτογράφηση των μεταναστών, όπως επίσης και τον εκρωσισμό των επιθέτων τους.

»Σημαντική ώθηση στη μετανάστευση Ελλήνων από τον Πόντο έδωσε το στέρεμα των μεταλλείων. Επίσης, για τις περιοχές που ονομάσθηκαν Νέα Ρωσία, οι Έλληνες συνδέθηκαν με το κύκλωμα του σιταριού που περιελάμβανε την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διακίνηση. Κατέληξαν στο να πάρουν στα χέρια τους το εξωτερικό εμπόριο του σιταριού. Η παράλιος περιοχή της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας υπήρξε για τους Έλληνες του 19ου αιώνα η “γη της επαγγελίας”…».

Οι Πόντιοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Η μετανάστευση και η αναζήτηση καλύτερης τύχης από τους Ποντίους στα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε μια λύση στην αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να διαχειριστεί τα εσωτερικά προβλήματά της και τα κινήματα ανεξαρτητοποίησης που είχαν εκραγεί σε όλα τα Βαλκάνια.

Παρά τις κακουχίες αλλά και τις επιτηδευμένες «εσωτερικές συγκρούσεις» που προκαλούσε η διοίκηση στη συμβίωση των Ποντίων με τους Αρμενίους και τους Κούρδους, το ελληνικό στοιχείο παρέμενε ισχυρότατο.

Με την ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη λατρεία, την εργατικότητα και την ομόνοια οι Πόντιοι είχαν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, επεδείκνυαν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό (που τελικά επέτρεψε την επέκταση στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας) και παρουσίασαν σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα.

Η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε στην εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, στη διάνοιξη του εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας-Ταυρίδας και αργότερα στο ναυτικό εμπόριο. Δημιουργήθηκαν δίαυλοι εμπορικών ανταλλαγών με τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου κυρίως εκείνα της Κριμαίας. Αυτά ήταν βασικά στοιχεία και για την αύξηση του πληθυσμού: Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 άτομα και το 1880 σε 330.000 άτομα. Σημειωτέον ότι οι περισσότεροι ήταν αστοί και κατοικούσαν σε πόλεις.

Η ισχυρή ελληνική παρουσία

Από σχετικό αφιέρωμα της εκπομπής «Ανιχνεύσεις» του Παντελή Σαββίδη στην ΕΤ-3 αναφέρεται ότι: «ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης, και Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Αλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461».

Κι επειδή κάθε ακμάζουσα πολιτεία έχει και υψηλό επίπεδο μόρφωσης, να σημειωθεί ότι οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο, όσο και το εθνικό τους φρόνημα.

Στην περιοχή του Πόντου λειτουργούσαν εκατό ελληνικά σχολεία κατά την έκτη δεκαετία του 19ου αιώνα, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας το 1919 τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1.401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.

Η γενοκτονία

Το 1915 οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Ήδη από τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς εξορίστηκαν και σφαγιάστηκαν οι Αρμένιοι ενώ άρχισε η εκκαθάριση του ποντιακού – ελληνικού στοιχείου.

Οι Τούρκοι στρατηγοί Εμβέρ και Ταλαάτ κατέστρωσαν σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Η εντολή ήταν ρητή: «Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης». Το πρόγραμμα ξεκίνησε τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, του 1916. Επλήγησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί στη Σαμψούντα και την Πάφρα. Μόνο η Τραπεζούντα γλύτωσε από τη μανία των Τούρκων επειδή την είχε καταλάβει ο ρωσικός στρατός.

Όταν οι Ρώσοι αποχώρησαν τον Φεβρουάριο του 1918, ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οικογένειες Ποντίων αναζήτησαν νέα τύχη στον Καύκασο και στα παράλια της Γεωργίας.

Η άρνηση Βενιζέλου

Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος απέρριψε τις εκκλήσεις των Ποντίων να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος. Θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές.

Διατυπώθηκε αντιπρόταση, σύμφωνα με την οποία, οι Πόντιοι θα έπρεπε να συγκροτήσουν ομοσπονδία με τους Αρμένιους. Ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους.

Από εκείνη την οικτρή συνθηκολόγηση ως τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, στον Αύγουστο του 1922, ο Μουσταφά Κεμάλ και οι Νεότουρκοι εκκαθάρισαν ο,τιδήποτε ελληνικό και εξόντωσαν τον Ποντιακό Ελληνισμό. Οικισμοί καταστράφηκαν, χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Από το 1914 ως το 1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.

Η προσφυγιά

Τον Οκτώβριο του 1922, ύστερα από «μεσολάβηση» των συμμαχικών δυνάμεων και με νωπές λίμνες αίματος στα αποκαΐδια, ο Κεμάλ συμφώνησε να μεταφερθούν οι Ελληνες του Πόντου με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα.

Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα τον Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθηκαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Όσοι άνδρες επέζησαν από εκείνους που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας, είτε μέσω Συρίας. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων στο 1.220.000 πρόσφυγες που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία.

Διαπρεπείς Πόντιοι

Στα τέλη του 1922 η εθνική οικονομία βρισκόταν στα σημερινά χάλια. Δεν υπήρχε παραγωγή και η βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση.

Απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια και μεγάλα κτήματα, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Ως το 1922, λόγου χάρη, η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες.

Δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοΐα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης , στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.

Στον τομέα του πνεύματος Πόντιοι και Μικρασιάτες προσέφεραν τα μέγιστα και λάμπρυναν με την παρουσία τους τον χώρο των ελληνικών γραμμάτων.

Αναφέρουμε ενδεικτικά τον αρχαιολόγο Μανώλη Ανδρόνικο, τον ιστορικό Παύλο Καρολίδη, τον φιλόλογο Ιωάννη Συκουτρή, τον Δημήτρη Γληνό, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Ηλία Βενέζη, τον Φώτη Κόντογλου, τη Διδώ Σωτηρίου, τη Μαρία Ιορδανίδου, τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Δημήτρη Ψαθά, τον Κάρολο Κουν, τον Πάνο Κατσέλη, τον Μανώλη Καλομοίρη και πολλούς άλλους.

Το φαινόμενο Μελισσανίδη

Ένας από τους διακεκριμένους Πόντιους επιχειρηματίες ο οποίος εμφανίζει σήμερα ιδιαίτερη δραστηριότητα και διαθέτει ισχυρή παγκόσμια παρουσία είναι ο κ. Δημήτρης Μελισσανίδης. Είναι ένας άνθρωπος που βίωσε τον αγώνα της προσφυγιάς και του αγώνα στην Κοκκινιά, πέτυχε αλλά δεν ξέχασε ποτέ την ποντιακή καταγωγή του, την ελληνική συνείδησή του και τους απλούς ανθρώπους που βρέθηκαν συνοδοιπόροι και συναγωνιστές στην πορεία του.

Οι Πόντιοι στην πλατεία του Αγίου Νικολάου στη Νίκαια τον αποκαλούν «κατακέφαλο και αρσούζη», δηλαδή ισχυρογνώμονα και αμετακίνητο. Δεν έχουν άδικο. Έχει καταφέρει να δημιουργήσει επιχειρήσεις που έχουν παγκόσμια εμβέλεια και παίζουν δίπλα στις μεγαλύτερες πολυεθνικές. Πού αποδίδει ο ίδιος, ο κ. Μελισσανίδης το «μυστικό της επιτυχίας»;

«Την ευθύνη του καραβιού την έχει πάντα ο καπετάνιος, αλλά καράβι χωρίς πλήρωμα δεν γίνεται. Επίσης θέλω να πω ότι τον καλό υπάλληλο τον κάνει, εκτός από την εργατικότητα, και η πρωτοβουλία. Ασφαλώς και αναγνωρίζω μερίδιο της επιτυχίας στους εργαζομένους της εταιρείας. Αυτοί είναι που απογείωσαν την εταιρεία και τα νούμερα», επισημαίνει σε μια συνέντευξη – μάθημα που παραχώρησε πρόσφατα στο ιστολόγιο «Ινφογνώμων Πολιτικά».

Ο «τίγρης» δεν ξεχνά ότι η οικογένεια είναι ο θεμέλιος λίθος της κοινωνίας. Το αναφέρει πάντοτε σχολιάζοντας: «Δεν μπορεί να θεωρείται κάποιος πετυχημένος επιστήμονας ή επιχειρηματίας, αν δεν είναι πετυχημένος οικογενειάρχης».

Τον ενδιαφέρει η προστασία του περιβάλλοντος, η πορεία της πατρίδας μας, τα εθνικά μας θέματα, τα θέματα της φυλής μου και της παράδοσής μας. Γι’ αυτό ιδρύθηκε η Εύξεινος Λέσχη Αθηνών, συστήνει το Pontos tv και Pontos radio που θα λειτουργήσουν σύντομα. «Προσπαθούμε να συμβάλλουμε κι εμείς από την πλευρά μας στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και του πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου», επισημαίνει ο κ. Μελισσανίδης, ο οποίος δεν ξεχνά τις διδαχές που έλαβε από τον πατέρα του τον Γιώργο ή Ζώρα, όπως τον αποκαλούσαν οι Πόντιοι της Κοκκινιάς όπου εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες.

Ο Ζώρας του Πόντου, ο αείμνηστος Γιώργος Μελισσανίδης απέκτησε αγαθά με την εργατικότητα και την εγκράτεια αυτού και της οικογένειάς του αλλά δεν τα κράτησε για εκείνον. Μοίραζε απλόχερα σε πάσχοντες και ανήμπορους και ενίσχυε οικονομικά ποντιακούς συλλόγους, σωματεία και ιδρύματα, όπως η Παναγία Σουμελά, υπηρετώντας με πάθος τη γλώσσα, την μουσική και τις ποντιακές παραδόσεις. Για τη ζωή αυτού του απλού ανθρώπου με την ανεκτίμητη ψυχή, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας κ. Τάσος Κοντογιαννίδης σε συνεργασία με τον πρώην αξιωματικό κ. Σάββα Καλλεντερίδη ετοιμάζουν μια ιδιαίτερη έκδοση για να μείνει στην ιστορία ένα υπόδειγμα ανθρωπιάς, ένα υπόδειγμα Πόντιου πατριώτη.