ΕΛΛΑΔΑ

Η αληθινή ιστορία πίσω από την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου - Το ερωτικό τρίγωνο και η δολοφονία

Ταινία «Η Αναπαράσταση»: Κινηματογραφική αφίσα επετειακής επανέκδοσης του 2010
Ταινία «Η Αναπαράσταση»: Κινηματογραφική αφίσα επετειακής επανέκδοσης του 2010

Το 1970 ήταν η χρονιά που το σινεμά του Θεόδωρου Αγγελόπουλου συστήθηκε στο ευρύ κοινό. Η «Αναπαράσταση», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη, που απέσπασε πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και βραβείο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, εξιστορεί την δολοφονία ενός Έλληνα μετανάστη από την σύζυγό του και τον εραστή της. Πρόκειται όμως για μια πραγματική ιστορία που είχε συμβεί δύο μόλις χρόνια νωρίτερα.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα μικρό χωριό της Θεσπρωτίας. Τον Απρίλιο του 1968, ένα χρόνο μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, τα λιγοστά σπίτια του ορεινού Πολυνέρι κατοικούνταν κυρίως από ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα, αφού οι περισσότεροι άνδρες είχαν μεταναστεύσει στην πρωτεύουσα ή στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον.

Την Κυριακή των Βαϊων, η 45χρονη Λαμπρινή, ανήσυχη για την εξαφάνιση του κουνιάδου της Χαρίση, αποφασίζει να περπατήσει μέχρι το σταθμό της χωροφυλακής στην Πλαταριά Θεσπρωτίας. Εκεί θα καταγγείλει ότι από τις αρχές του μήνα έχει εξαφανιστεί ο Χαρίσης, ενώ η γυναίκα του η Αγγελική με την οποία είχαν αποκτήσει 4 παιδιά, υποστήριζε ότι επέστρεψε στη Γερμανία, όπου εργαζόταν τα τελευταία οκτώ χρόνια.

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έφυγε! Δεν είπε σε κανέναν μας τίποτα;» υποστήριξε η Λαμπρινή, δηλώνοντας βέβαιη πως κάποιο κακό τον είχε βρει. Μάλιστα, δεν δίστασε να προσδιορίσει και το «κακό» που υποπτευόταν, ρίχνοντας τα βέλη της στη γυναίκα του κουνιάδου της, η οποία είχε παράνομο δεσμό με τον 40χρονο Κωστή, αγροφύλακα του χωριού, οποίος ήταν επίσης παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών.

Μέσα σε λίγες ώρες οι Αρχές είχαν επιβεβαιώσει την ύπαρξη του κρυφού δεσμού της συζύγου του εξαφανισθέντος, καθώς αποτελούσε «κοινό μυστικό» του χωριού. Φτάνοντας στο κατώφλι της Αγγελικής, εκείνη ενημέρωσε τους αστυνομικούς ότι είχε λάβει γράμμα από τον άντρα της, που έλεγε ότι φεύγει για την Γερμανία. Το γράμμα φαινόταν να έχει σταλεί από τα Γιάννενα και οι έρευνες έδειξαν ότι ο Χαρίσης είχε διανυκτερεύσει σε ξενοδοχείο εκεί, ενώ είχε βγάλει και εισιτήριο για την Αθήνα. Η ιστορία έμοιαζε να δένει, αλλά υπήρχε ένα κομμάτι που δεν «κολλούσε». Είχε πάρει ελάχιστα χρήματα από την τράπεζα, γεγονός που δεν μαρτυρούσε πρόθεση για μακρινό ταξίδι.

«Ψάξτε, ψάξτε παντού, για όνομα του Θεού, η ψυχή μου το λέει πως τον χαλάσανε. Το έλεγα και στον μακαρίτη πως θα τον φάει η λυσσάρα η γυναίκα του», επέμενε η Λαμπρινή στους αστυνομικούς. Εκείνοι θα εντοπίσουν κάτι ακόμη που τους κέντρισε το ενδιαφέρον. Τον εξαφανισμένο Χαρίση, φέρεται να συνόδευε μια γυναίκα με το όνομα Σοφία. Αυτό το όνομα είχε και η γυναίκα του αγροφύλακα και εραστή της Αγγελικής. Είχε «χτυπήσει καμπανάκι» στα αυτιά τους, αλλά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο γιατί δεν ομολογούσε κανείς από τους δύο.

Στις 28 Απριλίου η χωροφυλακή κάλεσε την Αγγελική στην Πλαταριά και τον χωροφύλακα στην Ηγουμενίτσα. Εκείνη επέμεινε σε όσα είχε αρχικά καταθέσει και ο Κωστής πως δεν είχε ιδέα για την εξαφάνιση. Τότε, οι αστυνομικοί αποφάσισαν να μπλοφάρουν. Ο ταγματάρχης της χωροφυλακής είπε στην Αγγελική πως ο φίλος της την κατονόμασε ως δολοφόνο του συζύγου της.

«Λέει ψέματα. Μαζί τον σκοτώσαμε. Εγώ τον έπνιξα ενώ εκείνος τον κρατούσε» φώναξε αμέσως εκείνη. Χρησιμοποιώντας στη συνέχεια το ίδιο κόλπο κατάφεραν και να αποσπάσουν και την ομολογία του αγροφύλακα. Οι «διαβολικοί εραστές», όπως τους αποκάλεσαν την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες, είχαν δολοφονήσει τον άτυχο Χαρίση στις 5 Απριλίου. Το επίμαχο βράδυ ο 45χρονος επέστρεφε από το καφενείο όταν, ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού του, βρέθηκε μπροστά στη γυναίκα του και τον εραστή της οι οποίοι του είχαν στήσει καρτέρι.

«Ο Κώστας τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Του έπιασε τα χέρια και εγώ του πέρασα την θηλιά του σκοινιού στον λαιμό του. Τράβηξα με δύναμη, πολύ απότομα, το σκοινί και κρακ έκανε ο λαιμός του και πέθανε. Έπεσε κάτω… Δεν σπαρτάρισε, τελείωσε αμέσως. Κράτησα λίγο ακόμη το σκοινί. Η ώρα ήταν 5 ή 6 το απόγευμα και εκείνη τη στιγμή ακούσαμε από μακριά τις φωνές των παιδιών μου που επέστρεφαν από το σχολείο. Ανοίξαμε, τότε, την καταπακτή του υπογείου, ρίξαμε μέσα το πτώμα και ξανακλείσαμε. Ο Κώστας έφυγε και εγώ έβαλα στα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούν» περιέγραψε η Αγγελική στους αστυνομικούς, εξηγώντας ότι προηγουμένως είχε περάσει την θηλιά με λάδι και σαπούνι.

Τα μεσάνυχτα ξαναγύρισε ο αγροφύλακας στο σπίτι της ερωμένης του, όπως είχαν συμφωνήσει. Το ζευγάρι πήρε το πτώμα μέσα στη νύχτα και πήγε σε μια σπηλιά έξω από το χωριό. Όμως, δεν κατάφεραν να το κρύψουν, καθώς δεν χωρούσε στη σπηλιά. Η Αγγελική πρότεινε στον Κωστή να το τεμαχίσουν. «Φτάνει ως εδώ, άλλο εγώ δεν ανακατεύομαι» της είπε εκείνος και πήραν το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

Κατά την επιστροφή είχαν νέα έμπνευση, όπως είπε στους αστυνομικούς η Αγγελική: «Κατεβήκαμε στο υπόγειο, διπλώσαμε το πτώμα με ένα σεντόνι και το ρίξαμε στην αυλή σε ένα λάκκο που τον είχε σκάψει ο ίδιος ο μακαρίτης την προηγουμένη για να βάλουμε ασβέστη. Ο Κώστας κουβάλησε πέτρες και τον τάκωσε, γιατί όπως μου είπε φουσκώνουν καμιά φορά οι πεθαμένοι και το χώμα ανασηκώνεται και βγαίνει η μυρωδιά. Μετά από τις πέτρες ρίξαμε χώμα. Πρωί-πρωί κατέβηκα και εσκάλισα όλον τον κήπο. ‘Θα φυτέψω κρεμμυδάκια’ είπα στα παιδιά σαν ξυπνήσανε. Τους έδωσα ψωμί με λάδι να φάνε και τα έστειλα σχολείο. Φύτεψα εκτός από κρεμμυδάκια και μια κυδωνιά. Εκεί που είναι η κυδωνιά πηγαίνετε και σκάψτε. Από κάτω είναι το κεφάλι του».

Οι παράνομοι εραστές είχαν προσχεδιάσει το έγκλημά τους και ήταν οι ίδιοι που «δημιούργησαν» το άλλοθι με το ταξίδι στα Γιάννενα και ταχυδρόμησαν το γράμμα με το περιβόητο ταξίδι επιστροφής στη Γερμανία. Και πιθανότατα δεν θα τους είχαν ανακαλύψει, αν ο Κωστής δεν μπερδευόταν στο ξενοδοχείο που έκλεισε το δωμάτιο και έδινε το όνομα της Αγγελικής. Όμως η συνήθεια χρόνων τον έκανε να ξεχαστεί και έδωσε το όνομα της γυναίκας του της Σοφίας, τραβώντας το ενδιαφέρον των αστυνομικών.

Οι «διαβολικοί εραστές» καταδικάστηκαν σε ισόβια και αποφυλακίστηκαν 20 χρόνια αργότερα.

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.