ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ανάπτυξη 8% - 8,5% βλέπει για το 2021 το ΙΟΒΕ

Ανάπτυξη 8% - 8,5% βλέπει για το 2021 το ΙΟΒΕ
Ανάπτυξη 8% - 8,5% βλέπει για το 2021 το ΙΟΒΕ
INTIME

Την εκτίμηση πως αν δεν σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας εντός του 2021 η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 8%-8,5% διατυπώνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών στην έκθεση του για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Κατά το ΙΟΒΕ, στο σενάριο μακροοικονομικών εξελίξεων για το 2021 στο οποίο δεν θα σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας εντός του έτους, η ενίσχυση του τουρισμού είναι ισχυρότερη της αρχικά αναμενόμενης, όπως και η ανάκαμψη της Ευρωζώνης, αλλά και οι πληθωριστικές πιέσεις αυξημένες, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί αρκετά ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα φέτος, με ρυθμό 8,0-8,5%.

Στο βασικό σενάριο για το 2022, στο οποίο επίσης δεν αναμένεται νέα έξαρση της πανδημίας, οι πόροι Ταμείου Ανάκαμψης θα αξιοποιηθούν πλήρως και αποτελεσματικά, ο διεθνής τουρισμός θα ενισχυθεί σημαντικά και ο πληθωρισμός θα εξασθενήσει σταδιακά, προβλέπεται η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό στην περιοχή του 4,0%. Στο εναλλακτικό σενάριο για το 2022, στο οποίο αναμένεται νέα έξαρση της πανδημίας, που θα επενεργήσει ανασχετικά στον τουρισμό, αλλά θα κάμψει και τις αυξήσεις στην ενέργεια, ενώ η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι μη έγκαιρη και αποτελεσματική, η ανάπτυξη θα συγκρατηθεί στην περιοχή του 2,0-2,5%.

Στην έκθεση του ΙΟΒΕ το ποσοστό της ανεργίας το 2021 αναθεωρείται προς το καλύτερο στην περιοχή του 15,6%. Σε ό,τι αφορά το 2022, στο βασικό σενάριο το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 14,3%, ενώ στο εναλλακτικό σενάριο στην περιοχή του 14,9%.

Κατά την έκθεση, η πανδημία δημιουργεί διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα των ανεπτυγμένων οικονομιών και σε αδύναμες αναπτυσσόμενες οικονομίες, κάποιες χώρες – εξαγωγείς προϊόντων, επωφελούνται των αυξήσεων τιμών. Ακολούθως, δεν αναμένεται αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους, ενώ είναι πιθανή μια νέα μικρή άνοδός του το επόμενο έτος. Οι πληθωριστικές πιέσεις από την ενέργεια θα μετριαστούν από τις παρεμβάσεις στήριξης των νοικοκυριών. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω πιθανές τάσεις στις βασικές συνιστώσες του εγχώριου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται μέσος ρυθμός πληθωρισμού για το 2021 0,6% έως 0,8%. Υπό το βασικό σενάριο μακροοικονομικών εξελίξεων για το 2022 η ισχυρότερη ζήτηση και η ηπιότερη επίδραση του ενεργειακού κόστους σε σχέση με φέτος, θα οδηγήσουν σε αύξηση τιμών 0,3% έως 0,5%. Εάν όμως κλιμακωθεί εκ νέου ισχυρά η πανδημία, θα μετριάσει την καταναλωτική διάθεση, ενώ η επίδραση των ενεργειακών αγαθών μάλλον θα μεταστραφεί σε ήπια αρνητική. Ακολούθως, θα σημειωθεί αντιπληθωρισμός, κατά 0,3% έως 0,5%.

Για το τραπεζικό σύστημα η έκθεση αναφέρει πως βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία συγχρηματοδότησης του δανειακού σκέλους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 12,7 δισ. ευρώ, που τέθηκε σε εφαρμογή το τρίτο τρίμηνο του 2021. Στις θετικές εξελίξεις ξεχωρίζουν η μεγάλη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), η αυξανόμενη πρόσβαση των τραπεζών σε φθηνές πηγές ρευστότητας, η συστηματική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων και το χαμηλό κόστος νέου δανεισμού. Στις προκλήσεις του τραπεζικού συστήματος, αναδεικνύονται η αδύναμη ποιότητα του ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων και η χαμηλή κερδοφορία. Η πιστωτική επέκταση επιβραδύνθηκε προς τις επιχειρήσεις, ενώ αμείωτη συνεχίζεται η πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά. Στρατηγικές προτεραιότητες για τις τράπεζες αποτελούν η έγκαιρη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για συγχρηματοδότηση επενδύσεων και η συνέχιση μείωσης των ΜΕΔ, με τιτλοποιήσεις, πωλήσεις, αλλά και εργαλεία οργανικής μείωσης.

Όπως ανέφερεκατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, θα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη που θα προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και τον δημόσιο τομέα.

Ο ίδιος είπε πως αν και οι πολιτικές στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ήταν κεντρικός παράγοντας για την άμβλυνση της ύφεσης πέρυσι και ενίσχυσαν την ανάκαμψη φέτος. Θα πρέπει όμως, αναγκαστικά, να αντιστραφούν προς μηδενικό έλλειμμα φέτος και με λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1% στη συνέχεια. Όπως τόνισε, η δημοσιονομική εξισορρόπηση είναι σύμφυτη με τη συστηματική ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία και πρέπει να επιτευχθεί με κατάλληλο μείγμα πολιτικών εσόδων και δαπανών, πρωτίστως για το συμφέρον της χώρας και δευτερευόντως λόγω των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων που τελικά θα διαμορφωθούν.

Όπως εξήγησε, η αντιστροφή του αντιπληθωρισμού προς συστηματικά επίπεδα πληθωρισμού στην Ευρώπη το επόμενο διάστημα δεν θα αποτελεί έκπληξη και όσο αυτά παραμένουν χαμηλά, μπορεί να είναι ευνοϊκή συνθήκη για την ευκολότερη διαχείριση συσσωρευμένων δημόσιων και ιδιωτικών χρεών.

Στο σημείο αυτό τόνισε εμφατικά πως με την πανδημία, η οικονομία μας ήταν από αυτές που είχαν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, κυρίως λόγω της κατάρρευσης του εισερχόμενου τουρισμού. Η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών άμβλυναν, μόνο σε έναν βαθμό, το πλήγμα. Πλέον, η ισχυρή άνοδος της κατανάλωσης που συνοδεύει την ανάκαμψη προκαλεί άνοδο των εισαγωγών.

«Συνολικά, κεντρικό σημείο προσοχής δεν μπορεί να είναι άλλο από την πορεία των δίδυμων ελλειμμάτων. Το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμα, εξέφρασαν τη βαθιά δεκαετή κρίση και διορθώθηκαν μέσα από μια επώδυνη οικονομική, πολιτική, και κοινωνική διαδικασία, με μείωση εισοδημάτων και ευημερίας. Η διόρθωση τους το συντομότερο, αυτή τη φορά σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης και όχι ύφεσης, είναι αναγκαία», είπε ο κ. Βέττας.