ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΟΟΣΑ για Ελλάδα: Ανάπτυξη 1,1% το 2023 και 1,8% το 2024

ΟΟΣΑ για Ελλάδα: Ανάπτυξη 1,1% το 2023 και 1,8% το 2024
AP

Ο ΟΟΣΑ προβλέπει υποχώρηση της ανάπτυξης στο 1,1% το 2021 από 5,1% το 2022 και ανάκαμψη μερικώς στο 1,8% το 2024, αποδίδοντας την υποχώρηση στην ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος θα υποχωρήσει για φέτος στο 3,7% από 9,4% το 2022 με προοπτική να υποχωρήσει περαιτέρω στο 2,3% το 2024.

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OΟΣΑ) βλέπει άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς θα υποχωρούν οι τιμές ενέργειας, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να διαμορφώνεται στο 3,7% φέτος έναντι 9,5% το 2022 και στο 2,3% την επόμενη χρονιά.

Στην τακτική έκθεσή του για την ελληνική οικονομία δεν παραλείπει να επισημάνει σταθερά «αγκάθια» για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά και να στείλει εκ νέου σήμα για συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας.

Ο ΟΟΣΑ ρίχνει ουσιαστικά τον πήχυ για τη μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ, αναγνωρίζοντας τις πολλαπλές προκλήσεις στο διεθνές περιβάλλον, αν και δεν περιμένει ύφεση.


Οι μισθοί στην Ελλάδα αυξάνονται και πάλι ύστερα από 12 χρόνια μηδενικής ή ελάχιστης αύξησης. Η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά σχεδόν 10% το πρώτο εξάμηνο του 2022, υπενθυμίζει ο ΟΟΣΑ, ενώ προσθέτει ότι σε ορισμένες ειδικότητες, όπως είναι οι εργαζόμενοι σε ICT και κατασκευές, οι μισθολογικές αυξήσεις είναι ισχυρότερες.

Αν και ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει πως η αύξηση του κατώτατου μισθού «προσφέρει δίχτυ ασφαλείας για εργαζομένους που δεν έχουν διαπραγματευτική ισχύ», σημειώνει επίσης ότι έχει καταστεί και η «πρωταρχική πηγή μισθολογικών προσαρμογών για πολλούς εργαζομένους που αμείβονται υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό». Για τους ειδικούς του ΟΟΣΑ η ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων των Ελλήνων δεν μπορεί να προέρχεται αποκλειστικά από το εργαλείο του κατώτατου μισθού. Το κλειδί βρίσκεται στις κλαδικές συμβάσεις εργασίας. «Οι κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες θα στήριζαν καλύτερο τόσο τα εισοδήματα όσο και την παραγωγικότητα» τονίζει.

Οι τράπεζες, σημειώνει ο ΟΟΣΑ, έχουν να επιδείξουν σημαντική πρόοδο στη μείωση των κόκκινων δανείων. Παρόλα αυτά τα κεφάλαια των τραπεζών, αν και εντός των ρυθμιστικών απαιτήσεων, παραμένουν χαμηλά και αποτελούμενα κυρίως από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Αυτό «λειτουργεί ως βαρίδι στις χορηγήσεις νέων δανείων και αποδυναμώνει τη δυνατότητα των τραπεζών να επενδύσουν». Ο ΟΟΣΑ συστήνει στην ελληνική κυβέρνηση να ενθαρρύνει τις τράεπζες να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους βάση με αύξηση της οργανικής κερδοφορίας.

«Η αποκατάσταση των πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό είναι αναγκαία, δεδομένου του αυξανόμενου πληθωρισμού, σημειώνει ο ΟΟΣΑ. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η επιδίωξη ενός ευρύτερου και πιο ισότιμου μείγματος εσόδων και η βελτίωση της αποδοτικότητας του δημοσίου τομέα, θα επιτρέψουν τα δημόσια οικονομικά να στηρίξουν τις επενδύσεις, τα εισοδήματα και τη συμπερίληψη» αναφέρει ο ΟΟΣΑ. Τονίζει δε πως ο περιορισμός των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρςα και η σταθερή μείωση του δημοσίου χρέους είναι καθοριστικής σημασίας ώστε η Ελλάδα να δει το αξιόχρεό της να αναβαθμίζεται στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτό με τη σειρά του θα διευκόλυνε τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις.