Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά: Τα 8 σημεία της αιγυπτιακής απόφασης που αγνοεί 15 αιώνες ιστορίας
Μια ιστορική απόφαση για τη Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά με σύγχρονες συνέπειες
Η Ιερά Μονή του όρους Σινά
Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Ισμαηλίας για το νομικό καθεστώς της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά αποτέλεσε ορόσημο για τη σχέση της Μονής με το αιγυπτιακό κράτος. Ο τρόπος με τον οποίο «κατοχυρώνεται» το δικαίωμα των μοναχών να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκονταν και κυρίως τα όρια που τίθενται, προκαλούν έντονες αντιδράσεις στους κύκλους της Εκκλησίας, με αντιπροσωπευτική την ανακοίνωση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και της διπλωματίας.
Η Μονή Σινά δεν είναι απλώς ένα μοναστήρι. Είναι ο παλαιότερος ζωντανός φάρος του Χριστιανισμού, πνευματικός θύλακας στην καρδιά της ερήμου, μνημείο διαλόγου και οικουμενικής μνήμης. Η πρόσφατη απόφαση, αν και μετριοπαθής στην έκφραση, εγκυμονεί τον κίνδυνο της σιωπηλής μετατροπής της σε «θρησκευτικό απολίθωμα».
Τι αναγνωρίζει και τι αποκλείει η απόφαση
Δικαίωμα χρήσης, όχι ιδιοκτησίας
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει στους μοναχούς το δικαίωμα χρήσης των θρησκευτικών και ιστορικών χώρων της Μονής. Αυτό το δικαίωμα στηρίζεται αποκλειστικά στην ιδιότητά τους ως θρησκευτικής κοινότητας και δεν συνοδεύεται από ιδιοκτησιακό τίτλο. Η κυριότητα των χώρων διατηρείται από το αιγυπτιακό Δημόσιο, το οποίο τους θεωρεί δημόσια περιουσία.
Καμία αναγνώριση εθιμικού καθεστώτος
Παρά το γεγονός ότι η Μονή λειτουργεί αδιάλειπτα επί 15 αιώνες, η απόφαση αγνοεί πλήρως τον ιστορικό και εθιμικό της χαρακτήρα. Δεν αναγνωρίζεται καμία μορφή ιστορικής ή πνευματικής αυτονομίας που να απορρέει από την παράδοση, τα προνόμια του Ιουστινιανού ή όσα χορηγήθηκαν από μουσουλμάνους ηγεμόνες.
Επιβεβαίωση κρατικής εποπτείας
Η διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων της Μονής ανατίθεται αποκλειστικά στο Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου. Οι μοναχοί επιτελούν καθαρά θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά δεν συμμετέχουν πλέον ενεργά ή θεσμικά στη διαχείριση των μνημείων που οι ίδιοι συντήρησαν επί αιώνες.
Γεωγραφικός περιορισμός της μοναστικής ζωής
Οι εκτάσεις εκτός του στενού λατρευτικού πυρήνα που δεν καλύπτονται από επίσημα συμβόλαια, χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες φυσικές περιοχές. Αυτό οδηγεί σε δραστικό περιορισμό της καθημερινής και λειτουργικής ζωής των μοναχών, στερώντας τους ζωτικούς χώρους ασκητισμού, καλλιέργειας και φιλοξενίας.
Κατάργηση της έννοιας της χρησικτησίας
Η απόφαση αποκλείει τη δυνατότητα απόκτησης κυριότητας με βάση τη χρησικτησία. Ακόμη και οι αιώνες συνεχούς παρουσίας δεν νομιμοποιούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Αυτό υπονομεύει το ιστορικό επιχείρημα της "παραδεδεγμένης κατοχής" που αποτελεί βασικό στοιχείο του βυζαντινού και ορθόδοξου τρόπου θεώρησης της σχέσης μοναστηριού και τόπου.
Έμμεση "κρατικοποίηση" της Μονής
Η θρησκευτική ηγεσία της Μονής (Μητροπολίτης Σινά) διορίζεται βάσει προεδρικού διατάγματος. Ενώ αυτή η πρακτική εφαρμόζεται από το 1974, η νέα απόφαση την αναβαθμίζει σε αναγκαία προϋπόθεση για τη νόμιμη παρουσία των μοναχών, εδραιώνοντας ένα μοντέλο κρατικής εποπτείας επί της εκκλησιαστικής ζωής.
Δεν ενσωματώνει διεθνείς ρήτρες προστασίας
Η Μονή είναι αναγνωρισμένο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση δεν επικαλείται ούτε ενσωματώνει διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις για την προστασία της μοναστικής και θρησκευτικής της ταυτότητας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρό έλλειμμα προστασίας σε περίπτωση μελλοντικών κρατικών παρεμβάσεων.
Αποδυναμώνει τον συμβολισμό του Σινά
Η Μονή Σινά αποτελεί μοναδικό τόπο διαθρησκειακής μνήμης, καθώς συνδέεται με την Παλαιά Διαθήκη, την Ορθοδοξία και το Ισλάμ. Η αντιμετώπισή της ως απλού αρχαιολογικού χώρου υπό κρατική διαχείριση, απονευρώνει τη ζώσα διαθρησκειακή της διάσταση και υποβαθμίζει τον πνευματικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η απόφαση δεν αναστέλλει τη λειτουργία της Μονής, αλλά την εντάσσει σε ένα θεσμικό πλαίσιο πλήρους κρατικής κυριαρχίας. Η μοναστηριακή κοινότητα διατηρείται μεν, αλλά υπό περιορισμούς, χωρίς εγγυήσεις για το μέλλον. Πρόκειται για μια διαδικασία "ειρηνικής αποεκκλησιαστικοποίησης", που δεν βασίζεται σε καταστολή, αλλά σε διακριτική νομική αφαίρεση προνομίων.