Κρυμμένα μυστικά που βρέθηκαν στη Βίβλο ξαναγράφουν την ιστορία της Κιβωτού της Διαθήκης
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν εξελιγμένους αλγορίθμους τεχνητής νοημοσύνης για να αναλύσουν 50 κεφάλαια από πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
Βρετανική ομάδα επιστημόνων χρησιμοποιώντας τεχνητή νοημοσύνη ανακάλυψε κρυμμένα μοτίβα στη Βίβλο που αμφισβητούν την παραδοσιακή αντίληψη για την προέλευσή της. Η ανάλυση αποκάλυψε ότι τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, παραδοσιακά αποδιδόμενα στον Μωυσή, είναι προϊόν πολλαπλών συγγραφέων και επανειλημμένων αναθεωρήσεων.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν εξελιγμένους αλγορίθμους τεχνητής νοημοσύνης για να αναλύσουν 50 κεφάλαια από πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η μελέτη εντόπισε τρία διακριτά στυλ γραφής με διαφορετικό λεξιλόγιο, τόνο και θεματολογία, υποδεικνύοντας ότι τα κείμενα δεν είναι έργο ενός μόνο συγγραφέα, αλλά πολυάριθμων πηγών που συνενώθηκαν με την πάροδο των αιώνων.
Η παραδοσιακή εβραϊκή και χριστιανική διδασκαλία θέλει τον Μωυσή ως συγγραφέα της Τορά, δηλαδή των πέντε πρώτων βιβλίων, που περιλαμβάνουν τις ιστορίες της Δημιουργίας, του Κατακλυσμού και της Κιβωτού της Διαθήκης. Ωστόσο, η νέα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει μια θεωρία που έχει προταθεί εδώ και πάνω από 200 χρόνια, αλλά είχε απορριφθεί λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και έλλειψης τεχνολογίας ανάλυσης.
Ο Thomas Römer, ειδικός στη Βίβλο από το Collège de France και συν-συγγραφέας της μελέτης, τόνισε πως δεν υπάρχει σύγχρονος «συγγραφέας» της Βίβλου με την έννοια που γνωρίζουμε σήμερα. Αντίθετα, τα κείμενα αναθεωρούνταν συνεχώς από διάφορους συντάκτες που πρόσθεταν, τροποποιούσαν ή αφαιρούσαν αποσπάσματα, διαμορφώνοντας το τελικό περιεχόμενο.
Η Παλαιά Διαθήκη γράφτηκε σε διάστημα περίπου 1.000 ετών, από το 1400 π.Χ. έως το 400 π.Χ., και περιλαμβάνει 39 βιβλία που εστιάζουν στη σχέση του Θεού με τον λαό του Ισραήλ, την παροχή νόμων, και την υπόσχεση ενός Μεσσία. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, αποδίδεται η συγγραφή σε Μωυσή, όπως στα αποσπάσματα της Έξοδου και του Δευτερονομίου, όπου αναφέρεται ότι ο ίδιος «έγραψε όλα τα λόγια του Κυρίου» ή «τον νόμο και τον έδωσε στους ιερείς».
Η καινοτόμος χρήση της τεχνητής νοημοσύνης επέτρεψε την ανάλυση της συχνότητας λέξεων, φράσεων και σύνταξης, αποκαλύπτοντας λεπτές γλωσσικές «υπογραφές» που μαρτυρούν διαφορετικές πηγές και συγγραφείς. Επιπλέον, η ομάδα επέκτεινε την ανάλυση σε άλλες αμφισβητούμενες ενότητες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η αφήγηση της Δημιουργίας, ο Κατακλυσμός του Νώε και η ιστορία της Κιβωτού της Διαθήκης.
Σύμφωνα με τη Βίβλο, η Κιβωτός κατασκευάστηκε από τους Ισραηλίτες μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, γύρω στον 13ο αιώνα π.Χ., με τον Μωυσή να τοποθετεί μέσα τις Δέκα Εντολές. Ωστόσο, η νέα μελέτη δείχνει πως τα κείμενα γύρω από τέτοιες ιστορίες προέκυψαν από σύνθεση διαφόρων παραδόσεων και σχολών γραφής.
Τα τρία αναγνωρισμένα στυλ γραφής που αναδύθηκαν από την ανάλυση είναι: το Δευτερονομικό (D), που εστιάζει σε νόμους και υπακοή· τη Δευτερονομιστική Ιστορία (DtrH), με αφηγήσεις που τονίζουν ηθικά διδάγματα και πίστη· και το Ιερατικό (P), που επικεντρώνεται σε τελετουργίες και λατρευτικές πρακτικές με επίσημη γλώσσα. Αυτά τα στυλ σχετίζονται με διαφορετικές εποχές και κοινωνικές ομάδες στο Ισραήλ, με την Ιερατική σχολή να είναι ιδιαίτερα ενεργή κατά την περίοδο ανοικοδόμησης του Δεύτερου Ναού, γύρω στο 520 π.Χ.
Ο Thomas Römer εξηγεί ότι η Δευτερονομία, το τελευταίο βιβλίο της Τορά, γράφτηκε αρχικά τον 7ο αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε πολλές φορές, αναδεικνύοντας το μονοθεϊστικό θεώρημα της λατρείας μόνο στον ναό της Ιερουσαλήμ. Παράλληλα, η Ιερατική σχολή στόχευε να τονίσει τη σημασία των ιεροτελεστιών και των θυσιών.
Οι ερευνητές εκτιμούν πως η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στην μελέτη αρχαίων κειμένων μπορεί να φέρει επανάσταση όχι μόνο στη βιβλική έρευνα, αλλά και στην ανάλυση άλλων αρχαίων εγγράφων, όπως οι Πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας, αποκαλύπτοντας νέες γνώσεις για τη συγγραφική προέλευση και τη διαμόρφωση ιστορικών κειμένων.
Αυτή η τεχνολογική προσέγγιση ανοίγει νέους δρόμους στην κατανόηση της ιστορίας, ανατρέποντας παραδοσιακές αντιλήψεις και προωθώντας μια πιο σύνθετη εικόνα της δημιουργίας και διατήρησης των θρησκευτικών κειμένων.