ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Φορολογικά κίνητρα για ασφάλειες έναντι φυσικών καταστροφών

Φορολογικά κίνητρα για ασφάλειες έναντι φυσικών καταστροφών
INTIME

Υπέρ της καθιέρωσης φορολογικών κινήτρων που θα διευκόλυναν την αύξηση του μέχρι σήμερα χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης, η οποία χαρακτηρίζει την Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τάχθηκε χθες ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε ανοιχτή συζήτηση με τον πρόεδρο της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, Αλέξανδρο Σαρρηγεωργίου. 

«Μια τέτοια εξέλιξη θα ελάφρυνε το κόστος των ζημιών, ιδίως σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, τόσο για τους πληγέντες ασφαλισμένους όσο και για τον κρατικό προϋπολογισμό, και θα ελευθέρωνε πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Πρόκειται για μια σημαντική διαρθρωτική αλλαγή που θα μειώσει το κόστος για το Δημόσιο», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος υπεραμύνθηκε της ικανότητας του ασφαλιστικού κλάδου να ανταποκριθεί στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας λόγω της υψηλής κεφαλαιακής επάρκειας που διαθέτει.

Η ανάγκη καθιέρωσης φορολογικών κινήτρων επιβεβαιώνεται και από τα ευρήματα μελέτης που πραγματοποίησε η ΕΙΟΡΑ για την ΤτΕ, στην οποία αναγνωρίζεται ότι η Ελλάδα έχει ένα από μεγαλύτερα ασφαλιστικά κενά στην προστασία των πολιτών απ’ όλες τις χώρες της Ε.Ε.: με βάση τα συμπεράσματα της μελέτης, μόλις το 15% των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχει ασφαλίσει την οικία του έναντι κινδύνων φυσικών καταστροφών. Ειδικότερα, την περίοδο 1980-2018 λιγότερο από:

• Το 2% των συνολικών ζημιών από σεισμούς ήταν ασφαλισμένο.

• Το 10% των συνολικών ζημιών από πλημμύρες ήταν ασφαλισμένο.

• Το 1% των συνολικών ζημιών από πυρκαγιές ήταν ασφαλισμένο.

Στη μελέτη αναγνωρίζεται ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα πέντε κράτη της Ε.Ε. με τον υψηλότερο φόρο ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις φυσικών καταστροφών, καθώς για κάθε 100 ευρώ ασφάλιστρα που καταβάλλει ο ασφαλισμένος, τα 20 ευρώ αφορούν φόρο ασφαλίστρων.

Οπως σημειώνει η ΤτΕ, η μελέτη καταλήγει στο ότι «είναι αναγκαίο η πολιτεία να αναγνωρίσει ότι ο ιδιωτικοοικονομικός χαρακτήρας του ασφαλιστικού κλάδου όχι μόνο δεν αντίκειται στο κοινωνικό όφελος, αλλά και μπορεί να έχει σημαντική συμβολή στη δημιουργία πλούτου για την οικονομία».

Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ για το 2022, οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις διέθεταν συνολικά εποπτικά ίδια κεφάλαια 3,8 δισ. ευρώ, έναντι συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων 1,9 δισ. ευρώ που προβλέπονται με βάση το θεσμικό πλαίσιο Solvency II (Φερεγγυότητα ΙΙ). «Αρα διαθέτουν δύο φορές περισσότερα κεφάλαια από τα αναγκαία για να θεωρούνται φερέγγυες, ενώ επίσης όλες οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλύπτουν με επάρκεια την προβλεπόμενη στο θεσμικό πλαίσιο ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (MCR) και κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας (SCR)», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.

Η ΤτΕ επισημαίνει πάντως και την ανάγκη να βελτιώσουν τις πρακτικές ανάπτυξης και διάθεσης ασφαλιστικών προγραμμάτων που συνδυάζονται με επενδύσεις (unit-linked), έτσι ώστε:

• Να διαθέτουν δομημένη διαδικασία τιμολόγησης που να λαμβάνει υπόψη με διακριτό και σαφή τρόπο τις χρεώσεις προς τους ασφαλισμένους.

• Να κατατάσσουν τα προϊόντα τους σε μια κλίμακα πολυπλοκότητας ώστε να καθορίζονται το εύρος της αγοράς στόχου, η ένταση της συμβουλής που θα πρέπει να δίνεται προσυμβατικά και το κατάλληλο product testing, κάνοντας και χρήση σεναρίων, κατά την έναρξη του προϊόντος και περιοδικά.

• Να ελέγχουν ότι κάθε στοιχείο του προϊόντος (π.χ. τα υποκείμενα αμοιβαία/εσωτερικά κεφάλαια, οι τυχόν εγγυήσεις, οι βιομετρικές καλύψεις) προσφέρει αξία στα χρήματα των ασφαλισμένων.

• Να παρακολουθούν την απόδοση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης των υποκείμενων αμοιβαίων και εσωτερικών κεφαλαίων και της σύγκρισής της με τις επιδόσεις παρόμοιων προϊόντων στην αγορά.