ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

IRIS: Πρόστιμο 1.500 ευρώ στις επιχειρήσεις που δεν θα συνδεθούν - Ποιες είναι οι προθεσμίες

IRIS: Πρόστιμο 1.500 ευρώ στις επιχειρήσεις που δεν θα συνδεθούν - Ποιες είναι οι προθεσμίες

Με πρόστιμο 1.500 ευρώ κινδυνεύουν οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες που δεν θα συνδεθούν με IRIS

Στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8, μίλησε ο Χάρης Θεοχάρης, Υφυπουργός Οικονομικών. Αφορμή ήταν η ανακοίνωση του υπουργού κ. Χατζηδάκη ότι παγώνει για ένα χρόνο το επιτόκιο στη ρύθμιση χρεών προς την εφορία.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε «πρακτικά δεν έχει κάτι να κάνει κάποιος. Τα επιτόκια αυτά ορίζονται με τη νομοθετική διαδικασία, οπότε θα φέρουμε το συντομότερο και μέσα στην επόμενη εβδομάδα την τροπολογία. Μόλις δηλαδή ετοιμαστεί και μόλις βρούμε το νομοσχέδιο και κάνουμε τις συνεννοήσεις με τη Βουλή ώστε να μπει η τροπολογία αυτή στο τρέχον νομοσχέδιο και με αυτή τη διαδικασία θα αλλάξουμε τα επιτόκια των ρυθμίσεων και γι’ αυτούς που αυτές τις μέρες ρύθμισαν με το αυξημένο επιτόκιο διότι αυτό ξεκίνησε τώρα, πριν από λίγες μέρες και βέβαια από εδώ και μπρος».

Αναφορικά με το πότε ξεκίνησε η διαδικασία αυτή με το αυξημένο επιτόκιο και για το αν θα έχει η τροπολογία αυτή μια αναδρομικότητα γι’ αυτούς που ενδεχομένως έχουν πληρώσει, έχουν καταβάλει δόσεις, ο κ. Θεοχάρης ανέφερε «ναι, η τροπολογία θα έχει αναδρομικότητα για αυτές τις τελευταίες ημέρες, λίγες νομίζω από αρχές του μήνα που ενεργοποιήθηκε, διότι ανακοινώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος στα τέλη Απριλίου το επιτόκιο βάσης-το επιτόκιο πάνω στο οποίο υπολογίζονται οι ρυθμίσεις με τις όποιες προσαυξήσεις μπαίνουν και συνεπώς από αυτή την αλλαγή μετά την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος, από εκεί και πέρα θα παραμείνει το ίδιο επιτόκιο για τις αρχές Μαΐου». Όσον αφορά τώρα το αν κάποιος έχει καταβάλει μια δόση και αν θα του επιστραφεί η διαφορά ή όχι, ο Υφυπουργός Οικονομικών υπογράμμισε «σε αυτές τις περιπτώσεις η διαφορά δεν μπορεί να είναι και πάρα πολύ μεγάλη (αν έχεις μεγάλη δόση) γιατί συνήθως οι δόσεις έχουν το μεγαλύτερο μέρος τους, το κεφάλαιο. Ένα μικρότερο κομμάτι είναι ο τόκος και μικρότερο κομμάτι από τον τόκο θα είναι η διαφορά. Δεν είναι όμως, όποιος πλήρωσε, πλήρωσε. Αυτά τα χρήματα πιστώνονται στις επόμενες δόσεις. Είναι διαδικασία. Έτσι και αλλιώς κάποιος που είναι ρυθμισμένος κάθε μήνα πληρώνει κάποια δόση. Η διαφορά λοιπόν, αυτή θα πιστωθεί».

Ερωτηθείς στη συνέχεια, για το τι γίνεται με το IRIS, για το αν θα είναι υποχρεωτικό και από πότε αλλά και πόσοι επαγγελματίες έχουν γραφτεί, επισήμανε το εξής «το τελευταίο νούμερο δεν το ξέρω. Σίγουρα είναι πάνω από 200.000. Στο IRIS έχουμε δύο ειδών επαγγελματίες: α) τους ελεύθερους επαγγελματίες όπου για αυτούς υποχρέωση είναι 30/06/24 να εγγραφούν και β) μέχρι 31/03/25-διότι πρέπει και οι τράπεζες να ενεργοποιήσουν κάποιες διαδικασίες λίγο διαφορετικές- για να μπορεί να γίνει και στα φυσικά καταστήματα-θα είναι υποχρεωμένες και οι επιχειρήσεις, οι εμπορικές». Σχετικά με το αν «ηχούν καμπάνες» για αυτούς που δεν συνδεθούν με το IRIS, είπε «ναι, φυσικά. Το πρόστιμο έχει οριστεί-αν δεν κάνω λάθος-να είναι 1.500 ευρώ, ένα πρόστιμο που βάζει το Υπουργείο Ανάπτυξης».

Σχετικά με τα πλεονάσματα και για το αν θα μπορούσε το ποσό να είναι μικρότερο και να έχει μοιραστεί στους πολίτες σε φθηνότερες τιμές, σε μια πιο ποιοτική καθημερινότητα, δηλαδή να μειωθεί κάπως το ΦΠΑ σε κάποια προϊόντα, ο κ. Θεοχάρης τόνισε «ο λόγος που χρειάζονται όλα αυτά τα πλεονάσματα, ο λόγος που είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε τη δημοσιονομική πολιτική που έχουμε, είναι ακόμα το πάρα πολύ υψηλό χρέος. Άρα, πρέπει για κάποια χρόνια να συνεχίσουμε σε αυτό τον δρόμο της ταχείας αποκλιμάκωσης του βάρους που λέγεται χρέος, διότι, αν τα πράγματα γυρίσουν προς την άσχημη πλευρά-τώρα, ας το πούμε σχετικά, η οικονομία αναπτύσσεται, η ανεργία πέφτει, 437 χιλιάδες θέσεις εργασίας από το ’19 κτλ. Άρα, σε γενικές γραμμές έχουμε αυτό το περιθώριο χωρίς να βάζουμε νέους φόρους. Ίσα ίσα μειώνουμε τους φόρους και παρόλα αυτά με το πιάσιμο της φοροδιαφυγής έχουμε αυξημένα έσοδα κλείνοντας το κενό και του ΦΠΑ και της μαύρης οικονομίας. Όμως, εάν τα πράγματα γυρίσουν, δεν πάνε καλά οι αγορές, η ύφεση στην Ευρώπη εμπεδωθεί και δεν έρθει η ανάκαμψη που περιμένει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χθες με τις εκτιμήσεις, όπου σε εμάς δίνει 2,3 αλλά τα προϊόντα μας τα παίρνει η Ευρώπη. Και όταν η Γερμανία είναι οριακά σε ύφεση, να δούμε πότε θα έρθει η ανάκαμψη. Τα ινστιτούτα χθες ανακοίνωσαν ότι φαίνεται ότι καθυστερεί αυτή η ανάκαμψη που περιμένουν στη Γερμανία. Οι τουρίστες που έρχονται είναι από αυτές τις χώρες. Άρα, όλα αυτά καταλαβαίνετε ότι θα μας επηρεάσουν. Δεν μπορεί η χώρα μόνη της να βρίσκεται στο 2, 3 ή 5% και όλοι οι άλλοι να είναι στο μείον 1. Ζούμε σε μια ανοιχτή κοινωνία και οικονομία. Το κακό σενάριο το έχουμε δει και μάλιστα με επώδυνο τρόπο και δεν θέλουμε να ξαναέρθει ποτέ αυτό. Αυτό είναι το μήνυμα και ο λόγος για τον οποίο δεν παίζουμε με το να είμαστε προσωρινά ευχάριστοι και μακροπρόθεσμα-όχι δυσάρεστοι-αλλά καταστροφικοί θα έλεγα».

Τέλος, αναφορικά με τα στελέχη της ΑΔΕΔΥ και στη συζήτηση που γίνεται για τις αυξήσεις της κυβέρνησης στους δημοσίους υπαλλήλους, όπου η απάντηση είναι να επιστρέψουμε στο καθεστώς των δώρων τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι, αν υπάρχει λοιπόν τέτοιο ζήτημα, να επιστραφεί έστω κάτι από όλα αυτά, ο κ. Χάρης Θεοχάρης ανέφερε «το να δώσεις ένα δώρο ολόκληρο είναι μια αύξηση κατά ένα δωδέκατο του ετήσιου μισού. Συνεπώς, πρέπει να δώσει κάποιος 8,5% αύξηση σε μία χρονιά στους δημόσιους υπαλλήλους και την επόμενη, αν θέλει να δώσει και το δεύτερο δώρο, να δώσει άλλο 1% αυτής της αύξησης. Άρα, καταλαβαίνετε ότι μια τέτοια αύξηση είναι πάρα πολύ μεγάλη για τα δημοσιονομικά περιθώρια. Εξάλλου αν έχουμε ή δεν έχουμε δώρο είναι τεχνικό ζήτημα. Τελικά ο μισθός που παίρνει κάποιος είναι ο μισός που αθροίζεται στο τέλος του χρόνου. Δηλαδή είτε διαιρείται δια του 12 ή δια 14 είναι τα λεφτά τα ετήσια. Αν δηλαδή πάρεις μια αύξηση 8% ή αν πάρεις το δώρο, αυτό είναι ισοδύναμο. Αν τη δεις αυτή την αύξηση διαιρεμένη στους 12 μήνες ή τη δεις να την πάρεις μισή το Πάσχα και μισή το καλοκαίρι, δεν έχει καμιά διαφορά ουσίας. Είναι μια διαφορά, θα έλεγα γραφειοκρατικής φύσης. Η κυβέρνηση ήδη αύξησε τους μισθούς σε σημαντικό βαθμό στους δημοσίους υπαλλήλους μετά από 14 χρόνια, δίνοντας επιδόματα για τις οικογένειες, στηρίζοντας και τις οικογένειες των δημοσίων υπαλλήλων. Και σημειωτέον ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν παιδιά είναι αυξημένος σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Άρα, αυτά που κάνουμε για τις οικογένειες με την αύξηση του επιδόματος, πηγαίνουν σε πολύ περισσότερο κόσμο στους δημοσίους υπαλλήλους. Συνεπώς όλα αυτά που κάνουμε και με τα επιδόματα που δίνονται για την αξιολόγηση και με όλα αυτά τα πράγματα, τα δίνουμε στοχευμένα εκεί που υπάρχει παραγωγικότητα, εκεί που υπάρχει εξυπηρέτηση, εκεί που τελικά πληρούν τις προϋποθέσεις για να δώσουμε».