ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας: Το παρασκήνιο της συμφωνίας Τσίπρα - Ιερώνυμου

Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας: Το παρασκήνιο της συμφωνίας Τσίπρα - Ιερώνυμου

Οι μυστικές συναντήσεις και πώς φτάσαμε στις χθεσινές ανακοινώσεις - Επικοινωνιακό πυροτέχνημα του πρωθυπουργού ή μήπως το πρώτο βήμα για το οριστικό… διαζύγιο – Εκτός Δημοσίου οι ιερείς – Πώς θα πληρώνονται - Τα 15 σημεία «κλειδιά» της συμφωνίας

Είναι αλήθεια πως κανείς δεν περίμενε τις χθεσινές εξελίξεις. Η συνάντηση Τσίπρα - Ιερώνυμου ανακοινώθηκε αιφνιδίως το μεσημέρι της Τρίτης, το απόγευμα ο Αρχιεπίσκοπος πέρασε το κατώφλι του Μαξίμου και τελικά το βράδυ έγιναν οι επίσημες ανακοινώσεις από τις δύο πλευρές.

Φαίνεται πως ο πρωθυπουργός είχε λάβει τις αποφάσεις του από καιρό και μάλιστα σε συνεργασία με τον Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας και απλώς περίμενε τη σωστή στιγμή για να προβεί στις επίσημες ανακοινώσεις.

Εκεί λοιπόν που όλοι περίμεναν πως η προωθούμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προκαλέσει αναταραχή στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους, πρωθυπουργός και Αρχιεπίσκοπος προχώρησαν σε έναν «έντιμο συμβιβασμό», μια συμφωνία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί win - win καθώς, οι δύο πλευρές κερδίζουν αλλά και χάνουν.

Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατάφερε να φέρει εις πέρας έναν από τους βασικούς στόχους της εκκλησίας που ήταν η αξιοποίηση της περιουσίας της, καθώς, πολλές φορές είχε αναφερθεί στην ανεκμετάλλευτη εκκλησιαστική περιουσία, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας ανοίγει ένα ζήτημα το οποίο κανείς άλλος πρωθυπουργός δεν τόλμησε.

Ο πρωθυπιουργός μάλιστα, θα μπορέσει να αξιοποιήσει πολιτικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι συμφωνήθηκε να αποχωρήσουν οι ιερείς από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Βάσει λοιπόν της συμφωνίας, οι ιερείς αποχωρούν από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων ωστόσο το κράτος υποχρεούται να καταβάλει στην Εκκλησία ετήσια επιδότηση ίση με το κόστος του μισθολογίου των ιερέων. Σε περίπτωση όμως που η Εκκλησία αποφασίσει να αυξήσει τον αριθμό των κληρικών, το κράτος δεν υποχρεούται να αυξήσει το ποσό της επιδότησης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, Τσίπρας και Ιερώνυμος είχαν συμφωνήσει για τις αλλαγές εδώ και καιρό. Φέρονται μάλιστα να είχαν μυστικές συναντήσεις ώστε να διαμορφωθεί το τελικό πλαίσιο της συμφωνίας πριν την τελική συνάντηση το απόγευμα της Τρίτης (06/11). Μάλιστα, ενήμερος φέρεται να ήταν και ο κυβερνητικός εταίρος κ. Πάνος Καμμένος, ώστε να αποφευχθούν οι όποιες αντιδράσεις.

Τι συμφωνήθηκε

Στις κοινές δηλώσεις τους, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ευχαρίστησαν ο ένας τον άλλον και συμφώνησαν πως ήταν μια εποικοδομητική συνάντηση προκειμένου να επιλυθούν «ιστορικές εκκρεμότητες» στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους.

«Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών», τόνισε αρχικά ο πρωθυπουργός.

Στο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν ο κ. Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και το οποίο διάβασε ο πρωθυπουργός αναφέρεται ότι «στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του».

Στις προβλέψεις του Κοινού Ανακοινωθέντος Εκκλησίας-Πολιτείας, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας».

«Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση».

«Σήμερα επιχειρούμε να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος επ' ωφελεία της Πολιτείας και της Εκκλησίας», συνέχισε ο Αλ. Τσίπρας, ο οποίος διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι η επικείμενη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο 'Αρθρο 3, έχουν στόχο να αναβαθμίσουν το διακριτό ρόλο της Εκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημαντική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους.

«Η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα.

Ο διάλογός μας με την Εκκλησία της Ελλάδας ήταν και είναι πάντα ειλικρινής και θα είναι διαρκής», σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας.

Και πρόσθεσε: «Ακούμε τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της, και όπως και το σύνολο των κομμάτων και των εκπροσώπων του λαού μας στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όλοι μαζί θα λάβουμε υπόψη τις σκέψεις και τις προτάσεις που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και του διαλόγου που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για τη διαδικασία της Αναθεώρησής του.

Έχω την αίσθηση ότι σήμερα πράγματι γίνεται ένα ιστορικό βήμα. Όλα τα ιστορικά βήματα προς τα μπρος απαιτούν όραμα και διάθεση να κατανοήσει ο ένας τον άλλον».

Καταλήγοντας, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός βεβαίως δεν είναι χωρίς δυσκολίες, «αλλά όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα που δημιουργούμε και τις προθέσεις κι από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συνάντηση θέλω να πιστεύω εκπέμπει αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αγάπη και εκπέμπει και την πρόθεση μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλον».

Ιερώνυμος: Θα προχωρήσουμε σε πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας»

Με ένα «ευχαριστώ» τόσο του ιδίου του προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας Ιερωνύμου όσο και της συνοδείας του προς τον πρωθυπουργό, άρχισε τις δηλώσεις του ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μετά τη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα.

Ο κ. Ιερώνυμος υπογράμμισε ότι είναι μύθος τα περί αμύθητης περιουσίας της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα τόνισε ότι βρήκε ανταπόκριση στα ερωτήματά του. Εν συνεχεία επεσήμανε ότι η Εκκλησία θα γίνει πιο λειτουργική, υπηρέτης και διάκονος του θελήματος του λαού και υπογράμμισε ότι «θα προχωρήσουμε σε πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας».

Επανέλαβε, δε, τις ευχαριστίες του προς τον Αλέξη Τσίπρα «για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας» αλλά και «γιατί αφήνετε το προοίμιο του Συντάγματος, όπως το έφτιαξαν οι πατέρες μας».

«Σας ευχαριστώ για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας. Σας ευχαριστούμε διότι είστε συντελεστής σ' αυτήν την ιστορική στιγμή σ' αυτό το μεγάλο γεγονός που η Εκκλησία θα αισθάνεται όχι ότι γίνεται πιο πλούσια, δεν την ενδιαφέρει αυτό, αλλά ότι γίνεται πιο λειτουργική στην πραγματοποίηση των οραμάτων που έχει», δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος.

«Βρήκα ανταπόκριση στα ερωτηματικά μου και θέλω να σας ευχαριστήσω και στο συγκεκριμένο θέμα για το οποίο απόψε συναντηθήκαμε θα μας βρείτε στενούς συνεργάτες. Πιστεύω ότι όλοι κρινόμαστε από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συμφωνία εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλο. Θα προχωρήσουμε σε ένα πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας. Να γίνει η Εκκλησία περισσότερο διάκονος του θελήματος του λαού», πρόσθεσε.

Ο προκαθήμενος ης Ελλαδικής Εκκλησίας ενημέρωσε επίσης ότι «η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μας έδωσε την εξουσιοδότηση για τη συμφωνία και θα την ενημερώσουμε αύριο», ενώ εν κατακλείδι χαρακτήρισε μικρότητες όσα ακούστηκαν αυτές τις μέρες περί αφαίρεσης του σταυρού από τη σημαία και αλλού

Το κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας – Εκκλησίας της Ελλάδος

Tο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας - Πολιτείας, στο οποίο κατέληξαν οι δύο πλευρές, διάβασε ο Αλέξης Τσίπρας στις κοινές δηλώσεις τους με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο.

Όπως είπε ο κ. Τσίπρας το Κοινό Ανακοινωθέν «εκφράζει τόσο το αποτέλεσμα του μέχρι σήμερα διαλόγου μας, όσο και τις προθέσεις μας για το πλαίσιο στο οποίο προτιθέμεθα να κινηθούμε στο άμεσο μέλλον, στο βαθμό που τόσο η Ιεραρχία όσο και το υπουργικό Συμβούλιο, που θα συγκληθούν για να εγκρίνουν αυτό το πλαίσιο, το εγκρίνουν και δώσουν το έναυσμα για να προχωρήσουμε περαιτέρω στις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες».

Αναλυτικά ολόκληρο το Κοινό Ανακοινωθέν Πολιτείας-Εκκλησίας της Ελλάδος:

«Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ μας.

Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.

Για το λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και προτείνουμε:

1.Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.

2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.

3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.

5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.

6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.

7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.

9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.

11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.

12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.

14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.

15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της».