ΥΓΕΙΑ

Μακροχρόνια γρίπη: Συμπτώματα για πάνω από 4 εβδομάδες - Σύγκριση με το σύνδρομο Long Covid

CDC
Στοιχεία του CDC δείχνουν ότι η «μακροχρόνια γρίπη» (long flu) είναι ένα πραγματικό φαινόμενο
AP

Θνησιμότητα και διάγνωση για μακροχρόνια Covid και μακροχρόνια γρίπη

Ενώ η COVID-19 έχει πλέον στοιχίσει περισσότερες από 1 εκατομμύριο ζωές μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός Αμερικανών επιβιώνει από οξείες λοιμώξεις για να υποκύψει μήνες αργότερα από μακροχρόνια COVID. Η Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Βιολόγος Παναγιώτα Ζαχαράκη συνοψίζουν τα νέα δεδομένα από το CDC (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ) που δημοσιεύθηκαν στις 3 Ιανουαρίου 2024.

Φαίνεται ότι περισσότεροι από 5.000 Αμερικανοί έχουν πεθάνει από μακροχρόνια COVID από την έναρξη της πανδημίας. Το 2023 εκδόθηκαν συστάσεις για την επίσημη αναφορά της μακροχρόνιας COVID ως αιτίας θανάτου στα πιστοποιητικά θανάτου στις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει τυπικός ορισμός ή διαγνωστικό τεστ για τη μακροχρόνια COVID. Συνήθως διαγιγνώσκεται όταν οι άνθρωποι έχουν συμπτώματα τουλάχιστον 3 μήνες μετά από μια οξεία λοίμωξη, τα οποία δεν υπήρχαν πριν αρρωστήσουν. Από τα τέλη του περασμένου έτους, περίπου το 7% των Αμερικανών ενηλίκων είχε βιώσει μακρά COVID σε κάποιο σημείο, υπολόγισε το CDC τον Σεπτέμβριο του 2023.

Ο κίνδυνος θανάτου από μακροχρόνια COVID παραμένει αυξημένος για τουλάχιστον 6 μήνες για άτομα με ηπιότερες οξείες λοιμώξεις και για τουλάχιστον 2 χρόνια σε σοβαρές περιπτώσεις που απαιτούν νοσηλεία. Όπως συμβαίνει με άλλες οξείες λοιμώξεις, ορισμένα άτομα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για θάνατο από μακρά Covid, για παράδειγμα λόγω αυξημένης ηλικίας. Οι μισοί από τους θανάτους από την μακρά COVID από τον Ιούλιο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022 σημειώθηκαν σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω και ένα άλλο 23% καταγράφηκε σε άτομα ηλικίας 50-64 ετών, σύμφωνα με έκθεση του CDC. Είναι βέβαια δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ του πόσοι θάνατοι που σχετίζονται με τον ιό τελικά συμβαίνουν ως αποτέλεσμα μακράς COVID και όχι ως αποτέλεσμα οξειών λοιμώξεων. Ένα ακριβές διαγνωστικό τεστ για μακροχρόνιο COVID θα μπορούσε να βοηθήσει σε πιο ακριβή μέτρηση αυτών των θανάτων. Νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Medscape το Νοέμβριο του 2023 υποδηλώνει ότι ένα διαγνωστικό τεστ για ορισμένους βιοδείκτες μπορεί να εντοπίσει τη νόσο αυτή με ακρίβεια που πλησιάζει το 80%. Αυτή η διαγνωστική δυνατότητα θα βοηθούσε αποτελεσματικά με το μακροχρόνιο COVID-19, καθώς δεν είναι μόνο η κόπωση, η σύγχυση του εγκεφάλου (brain fog), οι καρδιακοί παλμοί και άλλα επίμονα συμπτώματα που επηρεάζουν τους ασθενείς.

Δύο στους τρεις ανθρώπους με μακρά COVID υποφέρουν επίσης από προβλήματα ψυχικής υγείας όπως κατάθλιψη και άγχος, ενώ μερικοί ασθενείς λένε ότι τα συμπτώματά τους δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τους γιατρούς τους. Ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ στο Κάρντιφ της Ουαλίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρακολούθησαν 166 ασθενείς, 79 από τους οποίους είχαν διαγνωστεί με μακροχρόνιο COVID και 87 που δεν είχαν διαγνωστεί. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν αναρρώσει από μια σοβαρή περίοδο οξείας νόσου COVID-19. Σε ανάλυση του πλάσματος του αίματος των συμμετεχόντων στη μελέτη, οι ερευνητές βρήκαν αυξημένα επίπεδα ορισμένων συστατικών.

Τέσσερις πρωτεΐνες συγκεκριμένα - Ba, iC3b, C5a και TCC - προέβλεψαν την παρουσία μακράς COVID με ακρίβεια 78,5%. Οι πρωτεΐνες, όπως οι C3, C4 και C5 είναι σημαντικά μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος επειδή στρατολογούν φαγοκύτταρα, κύτταρα που επιτίθενται στα βακτήρια και τους ιούς στο σημείο της μόλυνσης για να καταστρέψουν παθογόνα όπως το SARS-coV-2. Ακόμη, πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cell βρήκε χαμηλότερα επίπεδα σεροτονίνης σε ασθενείς με μακροχρόνιο COVID σε σύγκριση με ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με οξύ COVID, αλλά ανάρρωσαν από την πάθηση, ουσία που μπορεί να σχετίζεται με ορισμένες από τις νευροψυχιατρικές επιπτώσεις. Τέλος, άλλη πρόσφατη μελέτη στο έγκριτο περιοδικό Nature έδειξε ότι ασθενείς με lond COVID είχαν χαμηλότερες τιμές κορτιζόλης, που είναι ορμόνη του στρες.

Ταυτόχρονα, στοιχεία δείχνουν ότι η «μακροχρόνια γρίπη» (long flu) είναι ένα πραγματικό φαινόμενο, με μια μεγάλη μελέτη που δείχνει ότι σε κάποιους από τους ασθενείς, τα συμπτώματα επιμένουν τουλάχιστον 4 εβδομάδες ή περισσότερο μετά τη νοσηλεία ορισμένων ατόμων για τη γρίπη.

Οι ερευνητές συνέκριναν τη μακροχρόνια γρίπη με τη μακροχρόνια COVID-19 και διαπίστωσαν ότι η μακροχρόνια γρίπη εμφανιζόταν λιγότερο συχνά και ήταν λιγότερο σοβαρή συνολικά. Αυτή η διαφορά θα μπορούσε να οφείλεται στο ότι η γρίπη επηρεάζει κυρίως τους πνεύμονες ενώ ο COVID μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε όργανα στο σώμα.

Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Infectious Diseases αναλύθηκαν τα ιατρικά αρχεία του Υπουργείου Βετεράνων των ΗΠΑ. Συνέκριναν 81.280 άτομα που νοσηλεύτηκαν με COVID με 10.985 άτομα που νοσηλεύτηκαν με γρίπη πριν από την πανδημία COVID, και παρακολουθήθηκαν έως και 18 μήνες. Φάνηκε ότι τα άτομα που νοσηλεύτηκαν με COVID είχαν 50% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου κατά την περίοδο της μελέτης από τα άτομα που νοσηλεύτηκαν με γρίπη. Δηλαδή, για κάθε 100 άτομα που εισάγονται στο νοσοκομείο με COVID, περίπου οκτώ περισσότεροι πέθαναν με COVID από αυτούς που νοσηλεύτηκαν με γρίπη τους επόμενους 18 μήνες. Οι εισαγωγές στο νοσοκομείο και οι εισαγωγές στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν επίσης υψηλότερες στην ομάδα της μακροχρόνιας COVID. Σε όλα τα όργανα του σώματος μεγαλύτερες επιπτώσεις υπήρχαν λόγω νόσησης από COVID, με την εξαίρεση του αναπνευστικού που επηρεάζεται δυσμενώς περισσότερο από τη γρίπη.

Μετά τις 30 μέρες νόσησης, υπάρχει η πιθανότητα ο κορονοϊός αλλά και η γρίπη να γίνουν χρόνιες νόσοι, με μεγαλύτερη πιθανότητα σοβαρών πρoβλημάτων υγείας, εισαγωγών στο νοσοκομείο ή θανάτου. Τέλος, στο scientific reports του Nature που δημοσιεύθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024, η κόπωση, η αμνησία, η δυσκολία συγκέντρωσης και η αϋπνία ήταν τα πιο κοινά συμπτώματα σε αυτούς που έπασχαν από long covid. Η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε με την πάροδο του χρόνου για τους συμμετέχοντες, αλλά το 32,2% των ερωτηθέντων ανέφεραν ακόμη άγχος/κατάθλιψη στο τέλος της μελέτης.

Σχετικές ειδήσεις