Καρκίνος θυρεοειδούς: Η νόσος της εποχής μας
Αναμφίβολα, το άκουσμα και μόνον της λέξης «καρκίνος» προκαλεί δέος και φόβο στους ασθενείς. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως, όσον αφορά στον θυρεοειδή αδένα, οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου παρουσιάζουν μία αργή εξέλιξη και ως εκ τούτου, άριστη πρόγνωση

Η 25η Μαΐου έχει καθιερωθεί, τα τελευταία έτη, ως παγκόσμια ημέρα αφιερωμένη στον θυρεοειδή αδένα. Δεν θα μπορούσαμε, λοιπόν, την ημέρα αυτή, να μην αναφερθούμε στην, πλέον, σοβαρή και αρκετά συχνή στις μέρες μας, πάθηση που παρουσιάζει ο θυρεοειδής αδένας, τον καρκίνο του θυρεοειδούς αδένα.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αποτελεί τη συχνότερη μορφή κακοήθειας των ενδοκρινών αδένων, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί μία σημαντική αύξηση της συχνότητας του καρκίνου θυρεοειδούς σε παγκόσμια κλίμακα, με τη νόσο να εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες, με τη μεγαλύτερη, ωστόσο, αύξηση να παρατηρείται σε ανθρώπους ηλικίας κάτω των 40 ετών.
Η εξήγηση στο φαινόμενο αυτό, βασίζεται στην αυξημένη ευαισθητοποίηση του πληθυσμού, όσον αφορά στις παθήσεις του θυρεοειδούς, όπως και στη συχνότερη πραγματοποίηση απεικονιστικών εξετάσεων (check-up), συγκριτικά με το παρελθόν.
Αναμφίβολα, το άκουσμα και μόνον της λέξης «καρκίνος» προκαλεί δέος και φόβο στους ασθενείς. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως, όσον αφορά στον θυρεοειδή αδένα, οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου παρουσιάζουν μία αργή εξέλιξη και ως εκ τούτου, άριστη πρόγνωση, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, πως η διάγνωση θα τεθεί έγκαιρα και θα επακολουθήσει μία ορθή, εξατομικευμένη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Υπό τον ευρύ, λοιπόν, όρο «καρκίνος θυρεοειδούς», περιλαμβάνονται διάφορες μορφές καρκίνου του θυρεοειδή αδένα, όπως ο θηλώδης καρκίνος θυρεοειδούς, ο θυλακιώδης καρκίνος θυρεοειδούς, ο μυελοειδής καρκίνος θυρεοειδούς και το αναπλαστικό καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
Ο θηλώδης καρκίνος αποτελεί τη συχνότερη μορφή καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα, καθώς αφορά το 75-80% του συνόλου των περιπτώσεων, ακολουθούμενος από τον θυλακιώδη καρκίνο του θυρεοειδούς (5-10% των περιπτώσεων).
Τόσο ο θηλώδης, όσο και ο θυλακιώδης καρκίνος του θυρεοειδούς, ανήκουν στους καλώς διαφοροποιημένους καρκίνους, καθώς τα κύτταρά τους ομοιάζουν σημαντικά με τα φυσιολογικά κύτταρα του θυρεοειδή αδένα, γεγονός που τους προσδίδει εξαιρετική πρόγνωση, αρκεί η διάγνωση τους να είναι έγκαιρη και η αντιμετώπισή τους ορθή.
Τον καρκίνο στον θυρεοειδή αδένα θα τον ανακαλύψουμε στα πλαίσια κάποιας απεικονιστικής εξέτασης (υπερηχογράφημα θυρεοειδούς ή τραχήλου για κάποια άλλη πάθηση), καθώς ο καρκίνος θυρεοειδούς δεν προκαλεί, συνήθως, κάποιο συγκεκριμένο σύμπτωμα που θα θορυβήσει τους ασθενείς. Οι απεικονιστικές εξετάσεις θα αποκαλύψουν, συνεπώς, την παρουσία κάποιου όζου του θυρεοειδούς, τα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά του οποίου θα είναι «ύποπτα», με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η παρακέντηση του όζου. Η κυτταρολογική εξέταση του υλικού του όζου, στη συνέχεια, θα είναι η εξέταση εκείνη που θα θέσει επίσημα τη διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα.
Με εξαίρεση τον μυελοειδή καρκίνο, οι υπόλοιπες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς δεν είναι δυνατόν να διαγνωστούν με τις εξετάσεις αίματος, καθώς δεν υφίστανται ειδικοί δείκτες που να θέτουν τη διάγνωση, ενώ ταυτόχρονα οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν φυσιολογικά επίπεδα ορμονών του θυρεοειδούς στο αίμα.

Δρ. Κωνσταντίνος Αποστόλου MD, MSc, PhD, Εξειδικευμένος Χειρουργός Θυρεοειδούς - Παραθυρεοειδών και Ενδοκρινών Αδένων, Μετεκπαιδευθείς Πανεπιστημίου Harvard
Τι θα πρέπει, λοιπόν, να ακολουθήσει μετά τη διάγνωση της νόσου
Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς οφείλει, πάντοτε, να ακολουθείται από την εκτίμηση της κατάστασης των λεμφαδένων του τραχήλου, καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς εμφανίζουν την τάση να προκαλούν μεταστάσεις στους λεμφαδένες του τραχήλου.
Για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή της απουσίας μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου, ένα λεπτομερές υπερηχογράφημα θυρεοειδούς-τραχήλου και λεμφαδένων τραχήλου, η επονομαζόμενη χαρτογράφηση τραχήλου, αποτελεί την ιδανική εξέταση, καθώς εμφανίζει υψηλή ευαισθησία στην ανίχνευση πιθανών λεμφαδενικών μεταστάσεων.
Με τον τρόπο αυτό, ο θεράπων ενδοκρινολόγος και ο χειρουργός θυρεοειδούς γνωρίζουν, ήδη, προεγχειρητικά την παρουσία ή απουσία μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου, γεγονός που θα καθορίσει και την ανάγκη ή μη αφαίρεσης και των λεμφαδένων αυτών, κατά τη χειρουργική θεραπεία της νόσου.
Σύγχρονη, εξατομικευμένη θεραπεία
Όπως καθίσταται, συνεπώς, εύκολα αντιληπτό, κάθε περίπτωση καρκίνου του θυρεοειδούς είναι μοναδική και ως εκ τούτου, η θεραπεία κάθε ασθενούς με καρκίνο του θυρεοειδούς αδένα οφείλει να είναι εξατομικευμένη.
Αναμφίβολα, η ολική αφαίρεση θυρεοειδούς (ολική θυρεοειδεκτομή) αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας για τον καρκίνο του θυρεοειδούς, αφαιρώντας τόσο τον καρκίνο του θυρεοειδούς όσο και το σύνολο του θυρεοειδούς αδένα. Σε κάποιους ασθενείς, ωστόσο, οι οποίοι εμφανίζουν μεταστάσεις του καρκίνου θυρεοειδούς στους λεμφαδένες του τραχήλου, η ολική θυρεοειδεκτομή θα πρέπει να συνοδευθεί από την αφαίρεση των λεμφαδένων του τραχήλου που παρουσιάζουν μεταστάσεις, μία τεχνικά ιδιαίτερη χειρουργική επέμβαση που πραγματοποιείται κατά τον ίδιο χρόνο με την ολική θυρεοειδεκτομή και ονομάζεται λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η πλήρης αφαίρεση του καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα και των μεταστάσεών του στους λεμφαδένες, προσφέροντας στους ασθενείς οριστική ίαση και ταυτόχρονα, ένα άριστο προσδόκιμο ζωής.
Επιστημονικά αποδεδειγμένα, άξια αναφοράς είναι η μείζων σημασία που διαδραματίζει η επιλογή του κατάλληλου χειρουργού για την αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς. Όπως προαναφέραμε, η επιστημονικά ορθή αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς αποτελεί μία πολυπαραγοντική διαδικασία, η οποία προϋποθέτει την πραγματοποίηση μίας ιδιαίτερα απαιτητικής χειρουργικής επέμβασης, την οποία ιδανικά θα πρέπει να πραγματοποιεί κάποιος έμπειρος και εξειδικευμένος χειρουργός θυρεοειδούς, η εμπειρία και εξειδίκευση του οποίου εγγυώνται την επίτευξη άριστων θεραπευτικών αποτελεσμάτων, δίχως την πρόκληση κάποιου είδους επιπλοκής ή υπολείμματος θυρεοειδούς στους ασθενείς.
Εξίσου σημαντική με τη θεραπεία είναι, επίσης, και η μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών με καρκίνο του θυρεοειδούς. Η αγαστή συνεργασία μεταξύ του θεράποντος, ενδοκρινολόγου και του χειρουργού θυρεοειδούς είναι υψίστης σημασίας, καθώς θα καθορίσουν από κοινού την ανάγκη κάποιων ασθενών να λάβουν μετεγχειρητικά συμπληρωματική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, όπως επίσης θα ανιχνεύσουν έγκαιρα ενδεχόμενη υποτροπή του καρκίνου θυρεοειδούς, η οποία αξίζει να σημειώσουμε πως συμβαίνει σπάνια, υπό την προϋπόθεση πως ο καρκίνος θυρεοειδούς έχει αντιμετωπισθεί ορθά και ογκολογικά ριζικά, από κάποιον έμπειρο και εξειδικευμένο χειρουργό θυρεοειδούς.