ΥΓΕΙΑ

Ουροθηλιακός Καρκίνος: Νέα δεδομένα για τους ασθενείς με τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο

Ουροθηλιακός Καρκίνος: Νέα δεδομένα για τους ασθενείς με τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο

Τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης SAUL, της μεγαλύτερης προοπτικής διεθνούς κλινικής μελέτης με ανοσοθεραπεία σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνο, παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό Ουρολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη.

Με την ανακοίνωση αυτή δόθηκαν για πρώτη φορά κλινικά δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας και για ασθενείς με κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου ή συνοδά νοσήματα - για τα οποία μέχρι πρότινος δεν υπήρχε ξεκάθαρος τρόπος αντιμετώπισης – ενώ επιπλέον επιβεβαιώθηκε ότι η ανοσοθεραπεία με ατεζολιζουμάμπη είναι μία καλά ανεκτή και αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή.

Ο ουροθηλιακός καρκίνος είναι η 12η συχνότερη κακοήθεια παγκοσμίως και το δεύτερο πιο συχνό νεόπλασμα του ουροποιογεννητικού συστήματος μετά τον καρκίνο του προστάτη. Το 2018, εκτιμάται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο διαγνώσθηκαν 550.000 νέοι ασθενείς με ουροθηλιακό καρκίνο, ενώ οι αντίστοιχοι θάνατοι από τη νόσο ανήλθαν σε περίπου 200.000. Αποτελεί την 6η συχνότερη κακοήθεια στους άνδρες και τη 17η στις γυναίκες αντίστοιχα, ενώ εμφανίζεται 3 φορές συχνότερα σε ανεπτυγμένες από ότι σε αναπτυσσόμενες χώρες. Περιλαμβάνει όλους τους όγκους από μεταβατικό επιθήλιο, από τον πιο συχνό ουροθηλιακό καρκίνο - που είναι ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης -, μέχρι και λιγότερο συχνούς όγκους του ανώτερου ουροποιητικού (νεφρικής πυέλου, ουρητήρα), αλλά πιο σπάνια όγκους της ουρήθρας.

Το πιο συχνό σύμπτωμα της νόσου είναι η εμφάνιση αίματος στα ούρα (αιματουρία), ενώ λιγότερο συχνά παρατηρούνται μεταβολές στην ούρηση (π.χ συχνουρία, ούρηση κατά τη διάρκεια της νύχτας, κλπ). Όσον αφορά τα στάδια της νόσου, διακρίνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε αρχικό (μη-μυοδιηθητικό) καρκίνο (70-75% των περιπτώσεων) με πολύ καλή πρόγνωση και σε μυοδιηθητικό καρκίνο και προχωρημένη μεταστατική νόσο που χρήζουν είτε τοπικής θεραπείας με κυστεκτομή ή ακτινοθεραπεία και συστηματική θεραπεία με χημειοθεραπεία.

Για τους ασθενείς με προχωρημένη νόσο – εφόσον μπορούν να ανεχτούν τη θεραπεία με σισπλατίνη – η προτιμώμενη θεραπευτική αγωγή πρώτης γραμμής είναι ο συνδυασμός χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα, ο οποίος μπορεί να προσφέρει σε ένα ποσοστό 15% των ασθενών μακροχρόνια ύφεση, ακόμα και πέραν της πενταετίας. Για τους ασθενείς, ωστόσο, που είχαν εμφανίσει επιδείνωση της νόσου μετά από τη χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα, οι επιλογές μέχρι και πριν τρία χρόνια ήταν περιορισμένες. Πλέον, η ανοσοθεραπεία αποτελεί μια βασική θεραπευτική επιλογή και στον ουροθηλιακό καρκίνο, με την έγκριση στην Ευρώπη των ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων ατεζολιζουμάμπη, πεμπρολιζουμάμπη και νιβολουμάμπη.

Η μελέτη SAUL σχεδιάστηκε με σκοπό να αξιολογηθεί η ασφάλεια της ατεζολιζουμάμπης σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό (95%) ή μη ουροθηλιακό (5%) καρκίνο της ουροποιητικής οδού ενώ αξιολογήθηκαν - ως δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία - και παράμετροι σχετικές με την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.

Οι περίπου 1.000 ασθενείς που συμμετείχαν, είχαν λάβει προηγουμένως 1-3 γραμμές συστηματικής χημειοθεραπείας, ενώ στη μελέτη επετράπη, μεταξύ άλλων, και η ένταξη ασθενών οι οποίοι συχνά αποκλείονται από τις περισσότερες κλινικές μελέτες, εντούτοις αντικατοπτρίζουν αντιπροσωπευτικούς πληθυσμούς ασθενών που απαντώνται στην καθημερινή κλινική πρακτική. Οι ειδικοί πληθυσμοί αφορούσαν, για παράδειγμα, ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, κακή κατάσταση λειτουργικής ικανότητας, ασυμπτωματικές μεταστάσεις του ΚΝΣ υπό θεραπεία, σταθεροποιημένα, υπό έλεγχο αυτοάνοσα νοσήματα, που λάμβαναν ταυτόχρονα κορτικοστεροειδή, κ.α.

Με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 12.7 μηνών, παρατηρήθηκε ότι μόλις το 13% των ασθενών εμφάνισε βαθμού 3-4 σχετιζόμενες με τη θεραπεία ανεπιθύμητες ενέργειες , εκ των οποίων οι συχνότερες ήταν η καταβολή (1%), η κόπωση (1%), η κολίτιδα (1%) και η υπέρταση (1%) ενώ μόνο το 6% των ασθενών διέκοψε τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα της ατεζολιζουμάμπης, παρατηρήθηκε ότι στο σύνολο των ασθενών το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης ήταν 13%, η διάμεση συνολική επιβίωση 8.7 μήνες και η επιβίωση στο ένα έτος 41%.

Συμπερασματικά, με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης SAUL, η ατεζολιζουμάμπη αποτελεί μια ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία ασθενών με προχωρημένο ουροθηλιακό καρκίνο, ακόμα και σε ειδικές κατηγορίες ασθενών για τους οποίους μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα για τη χορήγηση ανοσοθεραπείας.

Κωνσταντίνος Κουτσούκος MD, MSc

Παθολόγος - Ογκολόγος

Ακαδημαϊκός Υπότροφος Θεραπευτικής Κλινικής ΕΚΠΑ