Μπριζίτ Μπαρντό: Η μοναξιά μιας απόλυτης παρουσίας
Η εμβληματική Γαλλίδα σταρ έφυγε από την ζωή σε ηλικία 91 ετών
Η Μπριζίτ Μπαρντό
Ο θάνατος της Μπριζίτ Μπαρντό δεν έφερε μόνο τον αναμενόμενο καταιγισμό αφιερωμάτων, τίτλων και «μεγάλων λέξεων». Έφερε κάτι πιο σιωπηλό και πιο αποκαλυπτικό: τις λεπτομέρειες. Εκείνες που δεν χωρούν εύκολα σε επετειακά κείμενα, αλλά είναι ακριβώς αυτές που εξηγούν γιατί η Μπαρντό εξακολουθεί να μας απασχολεί τόσο έντονα. Όχι ως εικόνα, αλλά ως παρουσία.
Ο διεθνής Τύπος μίλησε για μύθο, για μοντερνικότητα, για σεξουαλική επανάσταση πριν καν υπάρξει ο όρος. Όλα σωστά. Όμως πίσω από τις αναλύσεις για το πώς «άλλαξε τη Γαλλία» υπήρχε μια πιο γήινη παρατήρηση που επανερχόταν ξανά και ξανά: η Μπαρντό δεν έπαιζε ρόλο. Δεν υποδυόταν την ελεύθερη γυναίκα· ήταν. Και αυτό ακριβώς την έκανε τόσο δύσκολη να αντέξεις και τόσο αδύνατο να αγνοήσεις.
Οι ξένοι δημοσιογράφοι στάθηκαν πολύ στο γεγονός ότι αποσύρθηκε από το σινεμά μόλις στα 38 της, χωρίς να την «ακυρώσει» κανείς. Το έκανε μόνη της. Όχι από ιδεολογία, αλλά από ένστικτο. Η ίδια έλεγε ότι η διασημότητα την αρρώστησε, ότι ένιωθε κυνηγημένη, «όχι παρατηρούμενη αλλά παγιδευμένη». Αυτή η λεπτομέρεια, η λέξη «traquée» που χρησιμοποιούσε, λέει περισσότερα από οποιαδήποτε ανάλυση περί σταρ σύστεμ. Η Μπαρντό δεν ήθελε να ανήκει πουθενά.

Η Μπριζίτ Μπαρντό
ASSOCIATED PRESSΑυτό το «δεν ανήκω» είναι που εξηγεί και τη σχέση της με τα ζώα. Δεν ήταν απλώς ακτιβίστρια. Δεν ήταν μια σταρ που, μεγαλώνοντας, βρήκε έναν «καλό σκοπό». Τα ζώα και ειδικά τα σκυλιά ήταν για εκείνη η μόνη σχέση που δεν είχε προδοσία, εξουσία ή θέαμα. Στη Λα Μαντράγκ, στη Σεν-Τροπέ, ζούσε περικυκλωμένη από σκυλιά, πολλά σκυλιά, συχνά τραυματισμένα ή εγκαταλελειμμένα. Δεν τα έβλεπε ως «κατοικίδια», αλλά ως συγκάτοικους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι προτιμούσε να ακυρώσει συναντήσεις παρά να αφήσει άρρωστο σκυλί μόνο του. Και αυτό δεν ήταν δημόσια εικόνα, ήταν καθημερινότητα.
Γι’ αυτό και όσοι την γνώρισαν αργά, εκτός κινηματογράφου, μιλούν για μια γυναίκα σκληρή με τους ανθρώπους αλλά απίστευτα τρυφερή με τα ζώα. Εκεί βρισκόταν η πυξίδα της. Όταν η ίδια έλεγε φράσεις που σόκαραν, όταν προκαλούσε με λόγια συχνά ωμά ή άδικα, πολλοί δεν καταλάβαιναν ότι λειτουργούσε με ένα σχεδόν πρωτόγονο σύστημα αξιών: αθωότητα από τη μία, βία από την άλλη. Και για εκείνη, τα ζώα ήταν πάντα στην πρώτη κατηγορία.

Η Μπριζίτ Μπαρντό το 1958 / AP
Η τηλεόραση κατέγραψε αυτές τις αντιφάσεις καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Στις συνεντεύξεις της δεν προσπαθούσε να γίνει αρεστή. Με τον Bernard Pivot, όταν εκείνος της μίλησε ωμά για τη σεξουαλική της επίδραση, δεν θύμωσε· απάντησε σαν παιδί που όντως δεν είχε καταλάβει τι προκάλεσε. Με τον Fogiel, αντίθετα, πληγώθηκε. Όχι γιατί αμφισβητήθηκε, αλλά γιατί κατάλαβε ότι πια δεν τη βλέπουν όπως παλιά: ούτε ως μύθο, ούτε ως παιδί, αλλά ως πρόβλημα. Κι εκεί, για πρώτη φορά, παραδέχτηκε δημόσια τη μισανθρωπία της. Σπάνια εξομολόγηση για δημόσιο πρόσωπο.
Όταν οι τηλεοπτικοί σταθμοί άλλαξαν τα προγράμματά τους μετά τον θάνατό της, δεν το έκαναν μόνο για να δείξουν τις μεγάλες ταινίες. Το έκαναν για να επανασυστήσουν μια διαδρομή. Από το σώμα-σύμβολο, στη φωνή που ενοχλεί, και τελικά στη γυναίκα που αποσύρεται με σκυλιά, μακριά από ανθρώπους. Το Le Mépris προβάλλεται ξανά, αλλά αυτή τη φορά το βλέπεις αλλιώς: όχι ως κορύφωση καριέρας, αλλά ως προοίμιο μιας φυγής.

Η Μπριζίτ Μπαρντό / AP
Και στο Σεν-Τροπέ, έξω από τη Λα Μαντράγκ, οι άνθρωποι αφήνουν λουλούδια σιωπηλά. Όχι επειδή ήταν «η ωραιότερη γυναίκα του 20ού αιώνα», αυτό το έχουν ακούσει όλοι. Αλλά επειδή, με έναν παράδοξο τρόπο, η Μπαρντό έζησε όπως πολλοί θα ήθελαν και λίγοι τολμούν: χωρίς φίλτρα, χωρίς συγγνώμες, χωρίς διάθεση να εξηγεί τον εαυτό της.
Ίσως τελικά αυτό να είναι το πραγματικό της αποτύπωμα. Όχι η ομορφιά, όχι οι ταινίες, ούτε καν τα σκάνδαλα. Αλλά το ότι επέλεξε, συνειδητά και επίμονα, μια ζωή εκτός αποδοχής. Με σκυλάκια αντί για χειροκρότημα. Με μοναξιά αντί για έγκριση. Και αυτή είναι μια λεπτομέρεια που αξίζει να θυμόμαστε, γιατί αυτήν δεν θα τη γράψουν όλοι.