ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

«Σοβαρές ενδείξεις ενοχής του Ριχάρδου και των άλλων 7 για το κύκλωμα λαθρεμπορίας»

«Σοβαρές ενδείξεις ενοχής του Ριχάρδου και των άλλων 7 για το κύκλωμα λαθρεμπορίας»

Για σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων στην αποκαλούμενη «υπόθεση λαθρεμπορίας χρυσού» κάνει λόγο το Δικαστικό Συμβούλιο που διέταξε με βούλευμά του την αποφυλάκιση του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου και των 7 συγκατηγορουμένων του.

Τι αναφέρει το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου

Παρόλα αυτά επειδή «δεν ήταν στο παρελθόν φυγόποινοι ή φυγόδικοι ούτε έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για παρόμοιες πράξεις» για το λόγο αυτό πρέπει να γίνουν δεκτές οι προσφυγές τους και να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτησή τους με περιοριστικούς όρους. Αυτό είναι το δια ταύτα του σκεπτικού του βουλεύματος και για το λόγο αυτό στον ενεχυροδανειστή και στον φερόμενο ως υπαρχηγό του κυκλώματος επιβλήθηκε εγγυοδοσία 200.000 ευρώ και οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα. Στους υπόλοιπους 6 επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι χωρίς εγγυοδοσία.

Παρά το γεγονός ότι στις προσφυγές των οκτώ που υποβλήθηκαν αμέσως μετά την αποστολή του εγγράφου της ΑΑΔΕ υποστηρίζεται ότι δεν οφείλονται δασμοί και φόροι για την εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, και άρα όπως δέχτηκε στη συνέχεια και η ανακρίτρια, κατέρρεε το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το Δικαστικό Συμβούλιο δεν υιοθετεί στο βούλευμα του αυτή τη νομική εκτίμηση.

Ειδικότερα σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο υπ ‘ αριθμόν 5706/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, «από την αστυνομική προανάκριση που προηγήθηκε και την κύρια ανάκριση που διενεργείται και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα έγγραφα που υπέβαλλαν οι προσφεύγοντες προς υποστήριξη των προσφυγών τους προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τα πραγματικά περιστατικά…».

«…Περαιτέρω και με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών…προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφεύγοντων για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο αφού παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκώμενες αυτές κακουργηματικές πράξεις ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού, κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς στο πλαίσιο σωματικών ερευνών κατελήφθησαν στην κατοχή των κατηγορούμενων και προορίζονταν για εξαγωγή στην Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει γι’ αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ και ενδεχομένως ειδικού φόρου πολυτελείας με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα.

Τα παραστατικά δεν δικαιολογούν την προέλευση

Στο βούλευμα γίνεται επίσης λόγος για ποσότητα χρυσού, η οποία εντοπίστηκε σε έναν από τους κατηγορούμενους, ο οποίος όπως αναφέρεται πραγματοποιούσε καθημερινά με τουριστικό λεωφορείο το δρομολόγιο Αθήνα - Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα. Όπως αναφέρεται στο βούλευμα οι προσφεύγοντες αποπειράθηκαν να εξάγουν λάθρα τις ράβδους χρυσού προς την Τουρκία μέσω του τουριστικού λεωφορείου «χωρίς την υποβολή της αναγκαίας διασάφησης εξαγωγής» όπως προβλέπεται από τον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα και «χωρίς να διαθέτουν φορολογικά παραστατικά σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση ΦΠΑ».

Σε ότι αφορά τις ποσότητες αργυρού και χρυσού οι οποίες εντοπίστηκαν σε πλάκες και κατασχέθηκαν στο κεντρικό κατάστημα του Ριχάρδου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα «ήταν έτοιμες προς εξαγωγή στην Τουρκία ενόψει και του ότι οι πλάκες αργυρού ανευρέθησαν επιμελώς συσκευασμένες σε κουτιά εξαγωγής με αναγραφόμενους ως παραλήπτες εταιρείες της Τουρκίας».

Ωστόσο, χωρίς να προκύπτει και σε αυτή την περίπτωση η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση ΦΠΑ.

Τέτοια δε παραστατικά «δεν αποτελούν τα δελτία αποστολής των μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων εκδόσεως της εταιρείας «Ελληνικά Ενεχυροδανειστήρια Εργαστήρια Χυτήρια Μον. ΑΕ» με παραλήπτη τον Ριχάρδο Μυλωνά» τα οποία είχε προσκομίσει στην ανακρίτρια προκειμένου να δικαιολογήσει την προέλευση τους.

«Δεν αναιρούνται οι ενδείξεις ενοχής»

Επιπλέον κανένας από τους προσφεύγοντες δεν εξειδίκευσε εάν τα κατασχεθέντα αντικείμενα προέρχονταν από το εξωτερικό ή χώρα της ΕΕ, ή αν προέρχονται από την επιχειρηματική δραστηριότητα των ενεχυροδανειστηρίων του Ριχάρδου. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα «η κρίση του παρόντος Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος των προσφεύγοντων δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από τα έγγραφα που στο πλαίσιο της ανάκρισης διαβιβάστηκαν από την ΑΑΔΕ. Και τούτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα που αποτελεί και το κρινόμενο ζήτημα. Επίσης ακόμη και αν δεν έχει υπολογιστεί ακόμη η αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων επίσης δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τις ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορούμενων.

Διαβάστε επίσης:

Ξεπέρασαν κάθε όριο οι Αλβανοί: Υπό καθεστώς «κρατικής ιδιοκτησίας» τα οικόπεδα των Ελλήνων ομογενών