Δολοφονία Παναγιώτη Στάθη: Την ενοχή των δύο κατηγορουμένων προτείνει η εισαγγελέας
Η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε τη διερεύνηση της εμπλοκής του μεσίτη της Μυκόνου Φ.Α καθώς όπως είπε «είχε και το κίνητρο και τα οικονομικά μέσα για τη δολοφονία»
Με έμφαση στη μεθοδικότητα της επίθεσης, η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ζήτησε την ενοχή των δύο κατηγορουμένων για τη δολοφονία του 54χρονου τοπογράφου – μηχανικού Παναγιώτη Στάθη, η οποία διαπράχθηκε στο Ψυχικό στις 2 Ιουλίου 2024. Όπως τόνισε, τα στοιχεία της υπόθεσης δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες ως προς τον σχεδιασμένο και στοχευμένο χαρακτήρα της πράξης.
Η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε και τη διερεύνηση της εμπλοκής του μεσίτη της Μυκόνου Φ.Α καθώς όπως είπε «είχε και το κίνητρο και τα οικονομικά μέσα για τη δολοφονία». Μάλιστα, πρότεινε τη διαβίβαση των πρακτικών στον εισαγγελέα για τη διεύρυνση τυχόν ποινικών ευθυνών για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στη δολοφονία».
«Είναι σαφές ότι μετά την αποφυλάκισή του ο 45χρονος θέλησε να αναπληρώσει άμεσα τα χρήματα που έχασε. Αγαπάει το χρήμα, αλλά επιζητούσε τον πλουτισμό γρήγορα και άκοπα. Στην αγάπη του για το χρήμα πρέπει να αναζητηθούν τα κίνητρα του φόβου, ειδικά εφόσον δεν υπάρχει προσωπικό κίνητρο και δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους θύμα και θύτης» ανάφερε μεταξύ άλλων.
Η εισαγγελέας παρουσίασε λεπτομερώς τις κινήσεις των δραστών, επισημαίνοντας ότι στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκαν 20 κάλυκες από δύο διαφορετικά όπλα. Μιλώντας για το θύμα, ανέφερε πως «το αυτοκίνητο βρέθηκε με αλάρμ, ένδειξη ότι ο 54χρονος προσπαθούσε να σταθμεύσει όταν δέχτηκε την επίθεση». Παράλληλα, σημείωσε πως ο δράστης «πυροβολούσε με μεγάλη ψυχραιμία», κάτι που σε συνδυασμό με τα τραύματα στα ζωτικά όργανα «δείχνει μια εκτέλεση που ήταν προμελετημένη και όχι ένα τυχαίο περιστατικό».
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στο βιντεοληπτικό υλικό, το οποίο –όπως είπε– «ήταν καθοριστικό για την πορεία των ερευνών». Η επεξεργασία του υλικού, σε συνδυασμό με τις άρσεις τηλεφωνικού απορρήτου, οδήγησε στον εντοπισμό των δύο κατηγορουμένων. Ακολουθώντας τη διαδρομή ενός δικύκλου, η αστυνομία κατέληξε στην πολυκατοικία της οδού Πάτμου, όπου καταγράφηκαν οι κρίσιμες κινήσεις: το σκούτερ που συνδέεται με τη δολοφονία μπήκε στο υπόγειο γκαράζ και λίγο αργότερα βγήκε άλλη μηχανή μεγάλου κυβισμού, με αναβάτη που έφερε διαφορετικά ρούχα αλλά την ίδια σωματοδομή.
Από το υλικό προέκυψε επίσης πως το ίδιο σκούτερ είχε εμφανιστεί τόσο την ημέρα της δολοφονίας όσο και την προηγούμενη, ξεκινώντας και επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο. «Αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση αποδεικνύει επιτήρηση του χώρου και όχι τυχαία παρουσία», σχολίασε η εισαγγελέας. Την παραμονή του εγκλήματος, από τις 08:30 έως τις 08:34, το δίκυκλο καταγράφηκε σε θέση που επέτρεπε την παρακολούθηση της εταιρείας του θύματος, ενώ λίγο αργότερα επέστρεψε στο υπόγειο πάρκινγκ, απ’ όπου δεκατρία λεπτά μετά εξήλθε μηχανή μεγάλου κυβισμού. Ο 45χρονος φερόμενος ως εκτελεστής χρησιμοποιούσε αντίστοιχη μηχανή και είχε τοποθετήσει παράνομα φιμέ προστατευτικό τζάμι στην πινακίδα της.
Για την ημέρα της δολοφονίας, η εισαγγελέας περιέγραψε ότι ο κατηγορούμενος πήγε αρχικά στο γκαράζ με τη BMW του και στη συνέχεια εξήλθε με μικρότερο μηχανάκι, το οποίο εντοπίστηκε σε δρόμους γύρω από το σημείο του εγκλήματος. Στις 08:00 παρέμεινε σταθμευμένο στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ στις 08:23, τη στιγμή που ο Στάθης σταθμεύει το όχημά του, «ο δράστης τον πλησιάζει και τον πυροβολεί με δύο πιστόλια», πριν διαφύγει με κατεύθυνση προς το Μαρούσι. Η μηχανή καταγράφηκε να επιστρέφει στο υπόγειο πάρκινγκ μόλις οκτώ λεπτά μετά.
Η εισαγγελική λειτουργός αναφέρθηκε και σε ένα τρίτο πρόσωπο, με το οποίο οι δύο κατηγορούμενοι είχαν εμπλακεί σε παλαιότερη υπόθεση. Τις επίμαχες ημέρες υπήρξαν μεταξύ τους τηλεφωνικές επικοινωνίες, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε το πώς απομακρύνθηκαν τα οχήματα μετά τη δολοφονία. Όπως υπογράμμισε, «λίγες ώρες μετά την ανθρωποκτονία καταγράφεται η είσοδος των δύο κατηγορουμένων με λευκό αυτοκίνητο σε πάρκινγκ και η έξοδός τους σε σύντομο χρόνο, ο καθένας με διαφορετικό όχημα».
Κατά την έρευνα στο κινητό του 45χρονου εντοπίστηκαν δύο φωτογραφίες με πιστόλια ίδιου τύπου με εκείνα της δολοφονίας, οι οποίες είχαν σταλεί μέσω διαδικτυακής εφαρμογής. Παράλληλα, σε άλλο κινητό ενεργοποιήθηκε λογαριασμός Google με διαφορετικά στοιχεία, από τον οποίο δημιουργήθηκε ψεύτικο προφίλ στο Facebook. «Το προφίλ αυτό», ανέφερε η εισαγγελέας, «αναζήτησε την επόμενη ημέρα το λογαριασμό του θύματος, προφανώς για τη συλλογή πληροφοριών».
Για τον δεύτερο κατηγορούμενο, η εισαγγελέας ανέπτυξε εκτενώς τα στοιχεία που, κατά την κρίση της, αναδεικνύουν τη σταθερή και στενή επικοινωνία που είχε με τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος εμφανίζεται ως ο εκτελεστής. Σύμφωνα με όσα τόνισε: «Αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον αδελφό. Οι επικοινωνίες τους καταδεικνύουν το βαθμό οικειότητας που είχαν και τη μεταξύ τους σχέση. Να αναφέρουμε και το εξής το Σεπτέμβριο του 2024 και ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν κρατούμενος ήταν έγκλειστος επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Είχε δε επιλεγεί η αυτόματη εξαφάνιση των μηνυμάτων μέσα σε πέντε λεπτά από τη στιγμή που αυτές διαβάζονταν».
Παράλληλα, η εισαγγελέας υπογράμμισε ότι από τις καταγραφές των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, λίγο μετά τη δολοφονία, προέκυψαν ευρήματα που – όπως υποστήριξε – συνδέονται με προσπάθεια απόκρυψης των οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν στο έγκλημα. Ειδικότερα σημείωσε: «Έχουν συχνή επικοινωνία και την ημέρα της δολοφονίας όσο και την ημέρα της παραλαβής του αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία. Και οι δυο για να παραπλανήσουν τις αρχές εξασφάλισαν ψευδή στοιχεία για το σκούτερ. Έχουν άλλωστε και κοινό ποινικό παρελθόν, είχαν κατηγορηθεί και οι δυο ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που δικάστηκε για την απαγωγή του Περικλή Παναγόπουλου».
Το θύμα
Η εισαγγελέας προχώρησε επίσης σε αναφορά στο προφίλ του θύματος, περιγράφοντας την επαγγελματική και προσωπική του πορεία. «Ηταν ένας τοπογράφος μηχανικός. Η κυρία επαγγελματική του ενασχόληση ήταν στη Μύκονο. Εκτός από την επαγγελματική του ενασχόληση ως τοπογράφος, είχε αναπτύξει και επιχειρηματική δραστηριότητα έχοντας αγοράσει κάποια ακίνητα. Είχε μετακομίσει πρόσφατα, κι ένας από τους λόγους που μετακόμισε ήταν η ασφάλειά του γιατί εκεί γειτνίαζε με πολιτικό πρόσωπο. Δέχθηκε μια πρώτη επίθεση από δύο πιτσιρικάδες. Έγινε και δεύτερο συμβάν και το θύμα ήταν πλέον αγχωμένο. Ζητούσε από τους φίλους του να τον συνοδεύουν. Η χήρα του θύματος ανέφερε ότι δεν της είχε μεταφέρει ποτέ απειλές. Όμως φαίνεται από τις κινήσεις του ότι κάτι τροφοδοτούσε τους φόβους και την ανησυχία του. Το μόνο άτομο με το οποίο είχε έρθει σε διένεξη είναι ο γνωστός μεσίτης της Μυκόνου.» είπε μεταξύ άλλων η εισαγγελέας.
Διαβάστε επίσης