ΚΟΣΜΟΣ

Ο τελευταίος επιζών της βαθύτερης θαλάσσιας διάσωσης στην ιστορία θυμάται την εμπειρία στην άβυσσο

ypovryxio
Αρχείου AP

Ο Ρότζερ Μάλινσον αναφέρει ότι φοβάται για την τύχη των πέντε επιβατών που εγκλωβιστεί στο υποβρύχιο Titan, το οποίο έχει εξαφανισθεί από την Κυριακή (18/06) στον Ατλαντικό, ενώ επιχειρούσε κατάδυση στο ναυάγιο του Τιτανικού.

Ο τελευταίος επιζών της βαθύτερης επιτυχημένης θαλάσσιας διάσωσης στην ιστορία φοβάται για την τύχη των πέντε επιβατών του μικρού βαθυσκάφους Titan. Το 1973, ο Ρότζερ Μάλινσον διασώθηκε μαζί με τον συνεργάτη του ενώ έκαναν κατάδυση, αφότου πέρασαν 84 ώρες παγιδευμένοι σε βάθος 1.575 μέτρων κάτω από το νερό, στα ανοικτά των ακτών της Ιρλανδίας σε ένα υποβρύχιο πλάτους 2,5 μέτρων. Ο Μάλινσον σημείωσε πως το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία επικοινωνία από το αγνοούμενο σκάφος είναι δυσοίωνο σημάδι, μιλώντας στη New York Post.

«Αυτό είναι φρικτό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έχουν εκπέμψει κάποιο σήμα· έχω ένα φρικτό προαίσθημα ότι μπορεί να συνέβη κάτι σοβαρό», ανέφερε ο 85χρονος στο Sky News. Τα σχόλια αυτά έρχονται ενόσω η αμερικανική και η καναδική ακτοφυλακή αγωνίζονται να διασώσουν τους επιβάτες του βαθυσκάφους Titan της OceanGate Expeditions, το οποίο βρίσκεται σε βάθος 12.000 ποδιών στον πυθμένα της θάλασσας, στα ανοικτά των ακτών του Νιουφάουντλαντ. Οι αξιωματούχοι ενημέρωσαν χθες (20/06) ότι το πλήρωμα –αν είναι ακόμη ζωντανό– έχει περίπου 40 ώρες οξυγόνου.

Πριν από πενήντα χρόνια, ο Μάλινσον και ο Ρότζερ Τσάπμαν –35 και 28 ετών τότε– τοποθετούσαν ένα υπερατλαντικό τηλεφωνικό καλώδιο 150 μίλια ανοικτά των ακτών του Κορκ στην Ιρλανδία, σε ένα μικρό υποβρύχιο με το όνομα «Pisces III». Ξαφνικά, η καταπακτή του μηχανοστασίου άνοιξε κατά λάθος από το πλοίο επιφανείας, στο οποίο ήταν προσδεδεμένοι. Πάνω από ένας τόνος νερού άρχισε να εισρέει στο αυτόνομο πίσω μέρος του υποβρυχίου και αφού οι δύο άνδρες κρέμονταν από το πλοίο επιφανείας για λίγα λεπτά, το σχοινί πρόσδεσης έσπασε και έπεσαν στον πυθμένα της θάλασσας με ταχύτητα περίπου 40 μιλίων / ώρα.

«Ήταν πολύ τρομακτικό, σαν ένα καταδυτικό βομβαρδιστικό stuka με τους κινητήρες που ούρλιαζαν και τους μετρητές πίεσης να περιστρέφονται», είχε τονίσει το 2013, μιλώντας στο BBC.

«Πέρασαν περίπου 30 δευτερόλεπτα μέχρι να φθάσουμε στον πυθμένα. Απενεργοποιήσαμε τον μετρητή βάθους στα 500 πόδια, καθώς θα μπορούσε να σκάσει, πήραμε μαξιλάρια και κουλουριαστήκαμε για να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τραυματισμούς. Καταφέραμε να βρούμε ένα λευκό πανί για να βάλουμε στο στόμα μας, ώστε να μην δαγκώσουμε τη γλώσσα μας».

Οι δύο άνδρες κατάφεραν να επικοινωνήσουν και να ενημερώσουν ότι επέζησαν από την πρόσκρουση, αλλά ότι τα αποθέματα οξυγόνου μειώνονται λεπτό προς λεπτό. Προκειμένου να μειώσουν τη χρήση οξυγόνου, σταμάτησαν να μιλούν και προσπάθησαν να μείνουν όσο πιο ακίνητοι μπορούσαν, ενώ, απέφυγαν να φάνε το μοναδικό σάντουιτς και να πιουν τη λεμονάδα που είχαν μαζί τους. «Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, απλώς πιάναμε ο ένας το χέρι του άλλου και το σφίγγαμε για να δείξουμε ότι είμαστε καλά», υπογράμμισε ο Μάλινσον.

Στην επιφάνεια, τα συνεργεία διάσωσης αντιμετώπισαν μία σειρά από τεχνικά προβλήματα. Τρία υποβρύχια μεταφέρθηκαν για να βοηθήσουν, αλλά τα δύο τέθηκαν εκτός λειτουργίας έπειτα από ηλεκτρικές βλάβες. Τρεις ημέρες μετά το ατύχημα, το εναπομείναν υποβρύχιο διάσωσης μπόρεσε να συνδέσει έναν ειδικά σχεδιασμένο γάντζο και ένα σχοινί ρυμούλκησης στο «Pisces III» και να το ανεβάσει στην επιφάνεια. Μόλις έφθασε εκεί, χρειάσθηκαν άλλα 30 λεπτά για να ανοίξει η καταπακτή της καμπίνας.

«Είχαμε 72 ώρες ζωής όταν ξεκινήσαμε την κατάδυση και έτσι, καταφέραμε να κερδίσουμε άλλες 12,5 ώρες. Όταν κοιτάξαμε στη φιάλη, μας είχαν απομείνει 12 λεπτά οξυγόνου», είχε τονίσει ο –εκλιπών– Τσάπμαν.

Ο Μάλινσον σημείωσε ότι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της επιβίωσής τους ήταν η ικανότητα εκείνου και του συνεργάτη του να φροντίζουν ο ένας τον άλλον καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας. «Φροντίζαμε ο ένας τον άλλον και νομίζω ότι αυτό ήταν ένα σημαντικό σωτήριο στοιχείο», δήλωσε.

Σχετικές ειδήσεις