MEDIA

Δέσποινα Μπεμπεδέλη: «Βγήκε φήμη ότι είχε σκοτωθεί ο άνδρας μου, τον έψαχναν στα νοσοκομεία»

Δέσποινα Μπεμπεδέλη: «Βγήκε φήμη ότι είχε σκοτωθεί ο άνδρας μου, τον έψαχναν στα νοσοκομεία»

Συγκλονίζει η ηθοποιός Δέσποινα Μπεμπεδέλη για τα όσα έζησε την περίοδο της τουρκικής εισβολής, το 1974 στην Κύπρο - Η πρωταγωνίστρια στη σειρά Famagusta μίλησε για τη γνωριμία της με τη Χαρίτα Μάντολες

Η Νίκη Λυμπεράκη συνάντησε τη Χαρίτα Μάντολες και τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Η δημοσιογράφος ταξίδεψε ως την Κύπρο για να γνωρίσει και να ακούσει από κοντά τη γυναίκα-σύμβολο της Μεγαλονήσου, που εξακολουθεί -όπως η ίδια λέει- να είναι 27 ετών, ακριβώς όσο ήταν την 20η Ιουλίου του 1974, τότε που βίωσε την απόλυτη φρίκη, αυτόπτης μάρτυρας της εν ψυχρώ δολοφονίας των ανθρώπων της και της καταστροφής της πατρίδας της, της Κερύνειας. Η περιγραφή της ανατριχιαστική…

Ανατριχιαστική ήταν όμως και η ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη στη σειρά «Famagusta». Η Νίκη Λυμπεράκη συνομίλησεμε τη σπουδαία ηθοποιό που επέστρεψε στην τηλεόραση για να ενσαρκώσει υποδειγματικά τη Χαρίτα Μάντολες και καθήλωσε τους τηλεθεατές με τον συναρπαστικό της μονόλογο, αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια στην πρεμιέρα της σειράς.

«Ο γενέθλιος τόπος μου είναι η Ελλάδα. Η Κύπρος είναι η πατρίδα μου. Είμαι εδώ από το 1968. Πήρα την κυπριακή υπηκοότητα λόγω γάμου και τη ζωή μου την έχτισα εδώ. Εδώ εδραίωσα την θεατρική και επαγγελματική πορεία μου. Εδώ οργανώθηκε η ζωή μου οικογενειακά. Έχω δύο εγγονές. Είναι δύο οι πατρίδες μου. Μου λένε ότι είμαι ερωτική μετανάστης. Ήξερα ότι αυτή η σχέση με τον Στέλιο θα με οδηγούσε εδώ. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Δηλώνω από την αρχή ότι μέσα από αυτή την τραγωδία είμαστε μια οικογένεια από εκείνες που κατά τις συνθήκες ήμασταν τυχεροί. Δεν γράψαμε νεκρούς, δεν έχουμε την αγωνία την προσωπική και την ατομική των αγνοουμένων. Δεν ξεριζωθήκαμε από πατρίδες αλλά βίωσα τον πόλεμο. Ο άντρας μου πήγε να πολεμήσει ως έφεδρος. Πέρασα αγωνίες γιατί βγήκε φήμη ότι είχε σκοτωθεί, τον έψαχναν στα νοσοκομεία. Ήταν μια παρεξήγηση ως προς το όνομα αλλά πέρασα μεγάλη αγωνία. Είχα μείνει με τα δύο μωρά μου. Αλλά ξέρετε τι αγαλλίαση είναι μετά από όλο αυτό το άγχος να τον βρίσκω μπροστά μου; Είναι πολύ μεγάλη ευτυχία αυτό, να ξαναγυρίζει ο άνθρωπος που φοβάσαι ότι δεν θα τον ξαναδείς. Είναι ένα απερίγραπτα πολύτιμο δώρο.

«Δεν ξεχνιούνται ποτέ. Και πώς να ξεχαστούν όταν αυτό που συνέβη πριν από 50 χρόνια το βιώνουμε μέχρι και σήμερα; Ο αγώνας υπάρχει, η λύση δεν ήρθε. Δεν μπορείς να ξεχάσεις. Οι άνθρωποι που ζουν πιστεύουν ότι θα γυρίσουν πίσω. Αυτό το έζησα έντονα όταν γνώρισα από κοντά την Μάντολες. Ζήσαμε πολλές ώρες μαζί. Την άκουσα, φιλέψαμε, σμίξαμε ψυχικά και πνευματικά. Την άφηνα να μου μιλάει συνεχώς, έχει μια σοφία και καρτερία απίστευτη. Η Μάντολες διηγούταν το πιο τραγικό περιστατικό χωρίς εξάρσεις. Όχι πως είχε μαλακώσει μέσα της το συναίσθημα απλά ο χρόνος της πέρασε ένα φίλτρο σοφίας. Ήταν 27 χρονών, τώρα είναι 80 παρά κάτι. Όλα αυτά τα χρόνια αγωνίζεται. Βρήκε τους νεκρούς της, ό,τι βρήκε και από εκεί και πέρα δεν σταματάει να αγωνίζεται για την επιστροφή των λειψάνων και είναι ένα αξιοθαύμαστο και αξιοσέβαστο πρόσωπο. Χαίρομαι που κάτω από αυτές τις συνθήκες τη γνώρισα και φίλεψα μαζί της.»

«Η Μάντολες είναι μια σύγχρονη τραγική μορφή. Πριν από πολλά χρόνια, το 1978 ανεβάσαμε ένα θεατρικό και η παράσταση ξεκινούσε με μια φράση ομαδική μετωπικά προς τον κόσμο: "Σήμερα ήρθαμε εδώ να ζητήσουμε να θάψουμε τους νεκρούς μας που αρνήθηκαν οι εχθροί να μας παραδώσουν”. Δεν θα ξεχάσω τι συνέβη στην Επίδαυρο. Χιλιάδες κόσμος σηκώθηκε όρθιο, έκλαιγε και φώναζε “Η Κύπρος ζει”. Ακριβώς το ίδιο πράγμα συμβαίνει εδώ και 50 χρόνια. Ζητάμε τους νεκρούς, τα λείψανά τους. Άλλοι τα βρήκαν, άλλοι δεν τα βρήκαν και άλλοι βρήκαν ελάχιστα. Σαν την περίπτωση της Μάντολες. Είπε “τα βρήκαμε τα κοκαλούθκια”. Ξέρετε τι σημαίνει να καλείται ο συγγενής εκεί που έχει γίνει η ταυτοποίηση των λειψάνων και να της λένε “αυτός ο σκελετός είναι ο άντρας σου ή το παιδί σου;”. Αδιανόητο! Παρόλα αυτά ζητούν να βρουν τα λείψανά τους από το να είναι αγνοούμενοι ή αιχμάλωτοι κάπου», είπε η Δέσποινα Μπεμπεδέλη.