ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Φιλόξενες» οι αγορές ομολόγων για τις μη χρηματοπιστωτικές ελληνικές επιχειρήσεις

«Φιλόξενες» οι αγορές ομολόγων για τις μη χρηματοπιστωτικές ελληνικές επιχειρήσεις
Pixabay

Συνολικά 14,5 δισ. ευρώ έχουν αντλήσει οι μη χρηματοπιστωτικές ελληνικές επιχειρήσεις από τις αγορές ομολόγων, ξένες και εγχώριες, την τελευταία οκταετία.

Η ακαθάριστη αξία των τίτλων που έχουν εκδοθεί από ελληνικές, μη χρηματοπιστωτικές, επιχειρήσεις, μέσω θυγατρικών τους, σε διεθνείς αγορές από το 2013 έως σήμερα ανέρχεται σε περίπου 11,7 δισ. ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι διεθνείς αγορές έχουν καταστεί σημαντική πηγή χρηματοδότησης επενδύσεων και αναχρηματοδότησης χρέους για μεγάλες, κυρίως βιομηχανικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Η αξία των υφιστάμενων εκδόσεων, δηλαδή αν συνυπολογιστούν οι εκδόσεις, οι λήξεις και οι αποπληρωμές, ανέρχεται σε περίπου 6,2 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στην εγχώρια αγορά, από την έναρξη λειτουργίας της το 2017 μέχρι και τις 14.6.2021 έχουν πραγματοποιηθεί εκδόσεις ομολόγων από ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνολικού ύψους περίπου 2,8 δισ. ευρώ, με το υφιστάμενο υπόλοιπο να ανέρχεται σε περίπου 2,3 δισ. ευρώ.

Κατά τη διάρκεια του 2020 και του διαστήματος Ιανουαρίου-Ιουνίου του 2021, μετά τη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς, παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση στην εκδοτική δραστηριότητα μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στις αγορές ομολόγων διεθνώς, εξέλιξη που επηρέασε θετικά και τις σχετικές εκδόσεις ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.

Το 2020, τρεις ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις άντλησαν, μέσω έκδοσης ομολόγων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, κεφάλαια συνολικής ονομαστικής αξίας 610 εκατ. ευρώ, με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 4,4%, ενώ το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2021 τρεις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις άντλησαν συνολικά 1,475 δισ. ευρώ με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 2,88%.

Επίσης, στην εγχώρια αγορά πραγματοποιήθηκαν τρεις εκδόσεις το 2020, μέσω των οποίων αντλήθηκε συνολικά 1 δισ. ευρώ με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 2,8%, και δύο εκδόσεις το 2021 ύψους 300 εκατ. ευρώ με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 2,2%.