ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Λαγκάρντ: Σταδιακή η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής

Η  επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ
AP

Οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα είναι σταδιακή, επανέλαβε σήμερα η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο Ευρωκοινοβούλιο, καθώς εντείνονται οι εκτιμήσεις για αύξηση των επιτοκίων τις τράπεζας από φέτος.

Σε δηλώσεις σχεδόν πανομοιότυπες με τα σχόλιά της πριν από μια εβδομάδα, η Λαγκάρντ είπε ότι τα ρίσκα για τον πληθωρισμό είναι ανοδικά, αλλά η ΕΚΤ στοχεύει να διατηρήσει την ευελιξία της και οι αποφάσεις που θα λάβει τον Μάρτιο θα εξαρτηθούν από τα εισερχόμενα στοιχεία.

«Οποιαδήποτε προσαρμογή στην πολιτική μας θα είναι σταδιακή» τόνισε η Λαγκάρντ στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. «Χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ να διατηρήσουμε την ευελιξία και την προαιρετικότητα κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Στόχος μας είναι ένας ρυθμός πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα, και για να το πετύχουμε θα αναλάβουμε δράση την κατάλληλη στιγμή», είπε.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο, ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.

Η πανδημία έδειξε ότι, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία ως προς τον σχεδιασμό και τη διενέργεια των αγορών στοιχείων ενεργητικού έχει βοηθήσει στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και έχει καταστήσει πιο αποτελεσματικές τις προσπάθειες του Διοικητικού Συμβουλίου για επίτευξη του στόχου του. Εντός των ορίων της εντολής του Διοικητικού Συμβουλίου, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία θα συνεχίσει να αποτελεί στοιχείο της νομισματικής πολιτικής, όποτε παράγοντες που απειλούν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής διακυβεύουν την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών, συνεχίζει η ανακοίνωση.

Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση νέου κατακερματισμού στις αγορές που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP μπορούν ανά πάσα στιγμή να προσαρμοστούν με ευελιξία ως προς τον χρόνο, τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και τις χώρες. Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για την αντιμετώπιση αρνητικών διαταραχών που σχετίζονται με την πανδημία.

Στο πλαίσιο της σταδιακής μείωσης των αγορών στοιχείων ενεργητικού που αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο του 2021 και με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής παραμένει συμβατή με τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού στον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου μεσοπρόθεσμα, οι καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme - APP) θα διενεργούνται με μηνιαίο ρυθμό 40 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και 30 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο. Από τον Οκτώβριο και μετά, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει τη διενέργεια καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος APP σε μηνιαίο ρυθμό 20 δισ. ευρώ για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για την ενίσχυση της διευκολυντικής επίδρασης των επιτοκίων πολιτικής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι οι καθαρές αγορές θα λήξουν λίγο πριν αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.

Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει επίσης να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο, μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και πάντως για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.