ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η Ινδία η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έως το 2030

Η Ινδία η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έως το 2030
PIXABAY

Η Ινδία θα αναδειχθεί στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο το 2030 και θα αφήσει πίσω της την Ιαπωνία και τη Γερμανία με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξής της, που έως τότε θα έχουν διπλασιάσει το ΑΕΠ της. Η πρόβλεψη ανήκει στη S&P ενώ συνάδει με την εκτίμηση της Morgan Stanley, πως μέχρι το 2031 η ινδική οικονομία θα έχει υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με τα υφιστάμενα επίπεδα.

Η πρόβλεψη της S&P Global βασίζεται στην εκτίμηση πως το ινδικό ΑΕΠ θα αυξάνεται κάθε χρόνο κατά μέσον όρο 6,3% έως το 2030, καθώς η χώρα θα εξακολουθήσει να απελευθερώνει το εμπόριο και τον χρηματοπιστωτικό τομέα της, θα προχωρήσει σε μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και θα επενδύσει στις υποδομές της και στο τεράστιο ανθρώπινο κεφάλαιό της.

Πρόκειται για τον ρυθμό ανάπτυξης που σημείωσε η ινδική οικονομία το γ΄ τρίμηνο του έτους, όταν υπερέβη οριακά την πρόβλεψη των οικονομολόγων για ανάπτυξη 6,2%. Και στο μεταξύ έχουν προηγηθεί πολύ υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης με εκείνον του β΄ τριμήνου, που έφτασε στο 13,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Ακόμη πιο εντυπωσιακός ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης που είχε καταγράψει το β΄ τρίμηνο του 2021, όταν σύμφωνα με τη Refinitiv, το ΑΕΠ της εκτοξεύθηκε κατά 20,1% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Κινητήριος δύναμη των υψηλών αυτών ρυθμών ανάπτυξης είναι η εγχώρια ζήτηση στον τομέα των υπηρεσιών.

Τις εκτιμήσεις της S&P Global συμμερίζονται οικονομικοί αναλυτές, μεταξύ των οποίων και στελέχη της Morgan Stanley, που επισημαίνουν ότι «αυτοί οι μοχλοί ανάπτυξης θα αναδείξουν την Ινδία στην τρίτη σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο και στην τρίτη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αγορά του κόσμου πριν από το τέλος της δεκαετίας». Οπως τονίζουν αναλυτές της Morgan Stanley, «η Ινδία πληροί ήδη τις προϋποθέσεις για μια εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη που θα βασίζεται στις επενδύσεις στη μεταποίηση, στην ενεργειακή μετάβαση και στην προωθημένη ψηφιακή υποδομή της χώρας». Ομοίως ο Ντιράζ Νιμ, οικονομολόγος της εταιρείας Australia and New Zealand Banking Group Research, χαρακτηρίζει «λογικές αυτές τις προσδοκίες σε ό,τι αφορά την Ινδία, που αναμένεται να σημειώσει σημαντική πρόοδο στην οικονομική ανάπτυξη και στο κατά κεφαλήν εισόδημα». Ο ίδιος επισημαίνει πως ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη δρομολογηθεί.

Σύμφωνα, άλλωστε, με τους υπολογισμούς της Morgan Stanley, το μερίδιο του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ της Ινδίας θα αυξηθεί από το 15,6% σήμερα στο 21% το 2031. Αυτό σημαίνει πως το έσοδα από τη μεταποίηση ενδέχεται να τριπλασιαστούν από το σημερινό επίπεδο των 447 δισ. δολ. στο ενάμισι τρισ. δολ. Οπως αναφέρει ο τραπεζικός κολοσσός, «οι πολυεθνικές είναι σήμερα περισσότερο αισιόδοξες από ποτέ σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στην Ινδία, και η κυβέρνηση ενθαρρύνει τις επενδύσεις τόσο οικοδομώντας τις αναγκαίες υποδομές όσο και προσφέροντας τους αναγκαίους χώρους για την ανέγερση εργοστασίων».

Ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις της Σουμέντα Ντασγκούπτα, αναλύτριας της Economist Intelligence Unit, η οποία σημειώνει πως «τα πλεονεκτήματα της Ινδίας είναι μεταξύ άλλων το χαμηλό κόστος των εργατικών, το χαμηλό κόστος της μεταποίησης, η προθυμία με την οποία δέχεται τις επενδύσεις, οι φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές αλλά και ο νεανικός πληθυσμός της που έχει μεγάλη διάθεση για κατανάλωση». Η ίδια υπογραμμίζει πως οι παράγοντες αυτοί καθιστούν την Ινδία ελκυστική ως προορισμό για την εγκατάσταση κέντρων μεταποίησης μέχρι το τέλος της δεκαετίας.

Η Morgan Stanley δεν παραλείπει, πάντως, να επισημάνει και τους παράγοντες κινδύνου που απειλούν την Ινδία όπως, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης παγκόσμιας ύφεσης. Κάτι τέτοιο θα έπληττε καίρια την Ινδία αφού η οικονομία της εξαρτάται καθοριστικά από το εμπόριο, με τις εξαγωγές να απορροφούν το 20% της παραγωγής της. Ανάμεσα στους κινδύνους αναφέρει, επίσης, την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, τις δυσάρεστες γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και τα λάθη πολιτικής που ενδέχεται να προκύψουν στην περίπτωση που αναδειχθεί νικήτρια των εκλογών κάποια «αδύναμη κυβέρνηση».