Γλυκιά γεύση, πικρή διάθεση: Πώς το αυξημένο σάκχαρο σχετίζεται με την κατάθλιψη

Γιατί η ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό “όπλο” για την ψυχική μας υγεία

Γλυκιά γεύση, πικρή διάθεση: Πώς το αυξημένο σάκχαρο σχετίζεται με την κατάθλιψη

Είναι πλέον καλά τεκμηριωμένο βιβλιογραφικά, ότι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.

Ειδικότερα, η συχνότητα κατάθλιψης φαίνεται να είναι διπλάσια στους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2. Το αποτέλεσμα αυτό μοιάζει απολύτως λογικό, καθώς η διάγνωση μιας χρόνιας νόσου, όπως ο διαβήτης, προκαλεί εύλογο άγχος για το μέλλον, φόβο για τις επιπλοκές και γενικότερα μια ψυχική επιβάρυνση που μπορεί να επηρεάζει αρνητικά τη διάθεση.

Είναι όμως πράγματι, ο ψυχολογικός αντίκτυπος της διάγνωσης, η κύρια αιτία του αυξημένου επιπολασμού της κατάθλιψης στους ανθρώπους με διαβήτη; Ή μήπως πρέπει να στραφούμε βαθύτερα στην ίδια την βιολογία της νόσου με βασικά χαρακτηριστικά το διαταραγμένο μεταβολισμό της γλυκόζης και την αντίσταση στην ινσουλίνη στον εγκέφαλο;

Αρχικά, να υπενθυμίσουμε ότι, η ινσουλίνη είναι η βασική ορμόνη που οδηγεί τη γλυκόζη (σάκχαρο) του αίματος να περάσει μέσα στα κύτταρα και να χρησιμοποιηθεί από αυτά ως ενέργεια. Η ινσουλινο-αντίσταση είναι μια κατάσταση κατά την οποία τα κύτταρα δεν ανταποκρίνονται σωστά στην ινσουλίνη με αποτέλεσμα η γλυκόζη να συσσωρεύεται στο αίμα. Βασικό αίτιο της αντίστασης στην ινσουλίνη είναι η παχυσαρκία, καθώς το περίσσιο λίπος δεν είναι απλώς αποθηκευμένη ενέργεια, αλλά επιπρόσθετα, απελευθερώνει ουσίες που προκαλούν φλεγμονή και επηρεάζουν τη φυσιολογική δράση της ινσουλίνης.

Μελέτες δείχνουν ότι η κατανάλωση πολλών σακχάρων και τροφών που ανεβάζουν απότομα το σάκχαρο, αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης. Μάλιστα, όσοι καταναλώνουν πολλούς απλούς υδατάνθρακες έχουν επιβαρυμένη διάθεση σε σύγκριση με όσους τρώνε πιο ισορροπημένα.

Η έρευνα επικεντρώνεται σε πέντε βασικούς λόγους που εξηγούν πώς οι αυξομειώσεις στο σάκχαρο και η αντίσταση στην ινσουλίνη, επηρεάζουν τη διάθεσή μας:

  1. Η αντίσταση στην ινσουλίνη στον εγκέφαλο

Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τη γλυκόζη ως πηγή ενέργειας και για να την αξιοποιήσει διαθέτει υποδοχείς ινσουλίνης σε περιοχές που ρυθμίζουν τα συναισθήματα, τη διάθεση, το άγχος και το σύστημα ανταμοιβής. Οι υποδοχείς ινσουλίνης επιτρέπουν στα εγκεφαλικά κύτταρα να χρησιμοποιούν τη γλυκόζη (δηλαδή το σάκχαρο του αίματος) ως πηγή ενέργειας. Σε περιπτώσεις αντίστασης στην ινσουλίνη, οι υποδοχείς δεν λειτουργούν σωστά και έτσι τα κύτταρα του εγκεφάλου δεν λαμβάνουν την ενέργεια που χρειάζονται, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά η συναισθηματική ισορροπία.

  1. Η μειωμένη νευρογένεση λόγω υπεργλυκαιμίας

Ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να παράγει νέα κύτταρα μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται νευρογένεση και έχει ζωτική σημασία για τη συναισθηματική ισορροπία. Ωστόσο, στο διαβήτη, που τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι διαρκώς αυξημένα, η διαδικασία αυτή παρεμποδίζεται. Πιο συγκεκριμένα, τα μιτοχόνδρια, τα "εργοστάσια" παραγωγής ενέργειας μέσα στα κύτταρα, δεν μπορούν να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τη γλυκόζη, με αποτέλεσμα τα εγκεφαλικά κύτταρα να μην έχουν την απαραίτητη ενέργεια για να αναπτυχθούν ή να ανανεωθούν, με αρνητικό αντίκτυπο στην διάθεση.

  1. Η διαταραχή στην επικοινωνία των κυττάρων του εγκεφάλου

Ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν ένα δίκτυο από “καλώδια” που επιτρέπουν στα κύτταρα να επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτή η επικοινωνία είναι πολύ σημαντική για τη διάθεσή μας, τόσο για την αντίληψη του αισθήματος της ευχαρίστησης, όσο και για την αντιμετώπιση του στρες. Όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη, αυτά τα “καλώδια” δεν λειτουργούν σωστά. Έτσι, τα κύτταρα του εγκεφάλου δεν συνεργάζονται σωστά και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κακή διάθεση, κατάθλιψη και δυσκολία διαχείρισης του άγχους.

  1. Η υπερινσουλιναιμία από μόνη της μπορεί να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό του στρες

Σε καταστάσεις αντίστασης στην ινσουλίνη, όπως τονίσθηκε παραπάνω, η γλυκόζη (το σάκχαρο) συσσωρεύεται στο αίμα. Το σώμα, προσπαθώντας να μειώσει τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου, παράγει εσφαλμένα περισσότερη ινσουλίνη. Αυτή η υπερπαραγωγή ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, της βασικής ορμόνης του στρες. Ο οργανισμός παραμένει έτσι σε διαρκή ένταση, κάτι που εξαντλεί την ψυχική ανθεκτικότητα. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, καθώς η δυσλειτουργία της ινσουλίνης αυξάνει το στρες, το οποίο επιδεινώνει περαιτέρω την ινσουλινοαντίσταση, αυξάνοντας τον κίνδυνο για κατάθλιψη.

  1. Η χαμηλή σεροτονίνη

Σε άτομα με διαβήτη, συχνά παρατηρείται αυξημένη παρουσία μιας προφλεγμονώδους ουσίας που λέγεται TNF-α που κυκλοφορεί σε υψηλά επίπεδα στο σώμα. Η ουσία αυτή φαίνεται να μειώνει τα επίπεδα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, της ορμόνης της χαράς. Η χαμηλή σεροτονίνη έχει συσχετιστεί άμεσα με την εμφάνιση κατάθλιψης, και γι’ αυτό το λόγο τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά δρουν αυξάνοντας τα επίπεδά της σεροτονίνης στον εγκέφαλο.

Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις διαταραχές της διάθεσης, την αντίσταση στην ινσουλίνη και τα επίπεδα του σακχάρου. Συνεπώς η ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό “όπλο” για την ψυχική μας υγεία. Δεδομένου ότι η διατροφή και ο τρόπος ζωής είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το σάκχαρο και οδηγούν σε ινσουλινοαντίσταση, η ρύθμιση του σακχάρου και του βάρους έχει ευεργετικό αποτέλεσμα όχι μόνο στη σωματική μας υγεία, αλλά και την ψυχική!

Η Ευτυχία Μαρκοπούλου είναι Κλινική Διαιτολόγος και ακαδημαϊκή ερευνήτρια στο εργαστήριο μεταβολικής ψυχιατρικής Icahn School of Medicine at Mount Sinai, New York, USA

Σχόλια
Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή