Η ΠΡΙΟΝΟΚΟΡΔΕΛΑ

Τι έκανες Αλέξη στη Βραζιλία: Πάμε για λύση τύπου «Plano Real»;

Τι έκανες Αλέξη στη Βραζιλία: Πάμε για λύση τύπου «Plano Real»;

Η σύγκριση της Ελλάδας με τη Βραζιλία, η πρόταση Καμμένου για πρόσδεση με το δολλάριο και τα συμπεράσματα από την επίσκεψη του κ. Αλέξη Τσίπρα

Άρθρο του κ. Γεωργίου Κ. Φίλη

Διδάκτωρος Γεωπολιτικής Πανεπιστημίου Ντέρναμ,

Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας & Άμυνας (www.i-sda.eu)

Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα το «newsbomb.gr» παρουσίασε στους αναγνώστες του μία πρόταση για το πώς η χώρα θα μπορούσε να επιβιώσει μίας χρεοκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη με τίτλο «Σχέδιο Β: H Ελλάδα προώρισται να ζήσει και θα ζήσει!»

Πολλοί φίλοι οι οποίοι μας έκαναν τΚην τιμή να διαβάσουν τη συγκεκριμένη ανάλυση μας εξέφρασαν το λογικό ερώτημα για το εάν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο το οποίο να καταδεικνύει πως η πρόταση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία.

Υπάρχει λοιπόν κάποιο παράδειγμα χώρας η οποία να αντιμετώπισε ίδιο ή κάποιο παρόμοιο πρόβλημα ώστε να θεωρήσουμε πως υπάρχουν κάποιες πιθανότητες επιτυχίας στη συγκεκριμένη πρόταση και για την Ελλάδα;

Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι καταφατική και ακούει σε δύο λέξεις οι οποίες είναι: «Plano Real» στα Πορτογαλικά, «Real Plan» στα Αγγλικά ή «Σχέδιο Ρεάλ» στα Ελληνικά. Το όνομα δε της χώρας που το εφάρμοσε ακούει στο όνομα… Βραζιλία. Ας δούμε με λίγα λόγια τι συνέβη στη Βραζιλία μερικά χρόνια πριν.

Η συγκεκριμένη ανάλυση γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη λόγω του ταξιδιού του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα αυτή της Λατινικής Αμερικής όπου πέρασε τις διακοπές των Χριστουγέννων, «μελετώντας», όπως μας είπαν οι συνεργάτες του, τα προβλήματα της Μπραζίλια και του Μπουένος Άιρες, και προσπαθώντας να βρει αντιστοιχίες και λύσεις που να μπορούν να εφαρμοστούν στο ζήτημα της Ελλάδας.

Κατανοώντας φυσικά το τεράστιο πολιτικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για το τι θα γίνει μίας δυνητικής εξόδους της χώρας από το ευρώ και αντιλαμβανόμενοι το ιδεολογικό κόλλημα να παραδεχτεί πως κάτι τέτοιο συνεπάγεται με τη σύνδεση, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, της δραχμής με το δολάριο, διευκολύνουμε τη κατάσταση με το να δούμε πολύ σύντομα και επιγραμματικά το τι ακριβώς έκανε η Βραζιλία τη δεκαετία του ’90… Διότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ «μελετάει» τη συγκεκριμένη χώρα, από εκείνη τη δεκαετία θα πρέπει να ξεκινήσει.

Τα τελευταία είκοσι έτη η οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί το λιγότερο ως εντυπωσιακή. Η ανάκαμψη ξεκίνησε με ένα σωστά οργανωμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων κατά τη περίοδο μεταξύ των αρχών και της μέσης της δεκαετίας του 1990, κατά την οποία πολλοί κρατικοί οργανισμοί πέρασαν σε χέρια ιδιωτών.

Μέσω του προγράμματος αυτού η Βραζιλία, μία χώρα μεγάλη με προοπτικές αλλά «κλειστή» για τη παγκόσμια οικονομία και με δεμένα τα χέρια λόγω της κρατικοδίαιτης οργάνωσής της, κατάφερε να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον δυναμικές οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη, να καταστεί μέλος των BRICS (Brazil-Russia-India-China-South Africa) και φυσικά μέλος των G-20. Πώς όμως τα κατάφερε όλα αυτά;

Το πρόβλημα…

Το κυριότερο πρόβλημα της χώρας ήταν ο μεγάλος πληθωρισμός, ο οποίος για τριάντα και πλέον έτη εξανέμιζε στην κυριολεξία την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αλλά και δεν μπορούσε να δημιουργήσει ένα σταθερό μακροοικονομικό αλλά και μικροοικονομικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις ώστε να επενδύσουν σε μία χώρα στην οποία λόγω ακριβώς της διακύμανσης των τιμών δεν ήταν δυνατόν να επεξεργαστούν αξιόπιστα επιχειρησιακά σχέδια.

Όπως γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα της Βραζιλίας ήταν βαθιά συστημικό και είχε να κάνει με το γεγονός πως οι τιμές προσαρμόζονταν σε καθημερινή βάση σύμφωνα με τις μεταβολές στους δείκτες τιμών αλλά και την ισοτιμία του τοπικού νομίσματος του με το αμερικανικό δολάριο.

Η λύση…

Το «Σχεδίο Ρεάλ» το οποίο εξαγγέλθηκε την άνοιξη του 1994 αποτελούσε μία φιλόδοξη προσπάθεια με αντικειμενικό στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού, μέσω της εισαγωγής ενός νέου νομίσματος και της σύνδεσής του με το δολάριο έτσι ώστε να αποκτήσει μία σταθερή αξία. Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό το σχέδιο αυτό από την αρχή δεν συγκέντρωσε και πολλούς… θαυμαστές στο εσωτερικό της χώρας. Εν συντομία το πρόγραμμα είχε ως εξής:

Tο νέο νόμισμα το Real (στον πληθυντικά Reais) εισήχθη την 1η Ιουλίου 1994, με σκοπό να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό, μέσω της σύνδεσής (pegging) του με το αμερικανικό δολάριο. Η σταθερή δε ισοτιμία που επιλέχθηκε ήταν 1:1. O πληθωρισμός όπως ήταν φυσικό έπεσε σε μονοψήφια επίπεδα αλλά όχι τόσο γρήγορα ώστε να αποφευχθεί η ανατίμηση του νομίσματος.

Η ανατίμηση πολύ απλά σήμαινε πως τα προϊόντα της Βραζιλίας θα ήταν πολύ πιο ακριβά από άλλες ανταγωνιστικές χώρες, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές να αντιμετωπίζουν πρόβλημα και κατά συνέπεια να αυξάνεται το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας (δηλαδή οι εισαγωγές να υποσκελίζουν τις εξαγωγές).

Όμως η χώρα τελικά δεν αντιμετώπισε έλλειψη ρευστού αφού οι «αγορές» αντιμετώπισαν τις αλλαγές αυτές θετικά αφού ο πληθωρισμός τελικά τιθασεύτηκε με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη εισαγωγή κεφαλαίων. Πέραν όμως της «καλής θέλησης» των αγορών η κυβέρνηση της χώρας έβαλε και αυτή το χεράκι της αφού προχώρησε σε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό την συστολή των σπαταλών, ενώ αύξησε και τα επιτόκια.

Το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων κινήσεων ήταν διττό: Από τη μία να συγκρατήσει τον πληθωρισμό για αρκετά έτη, αλλά και να προσελκύσει ρευστότητα από επενδυτές οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν τις υψηλές αποδόσεις. Η αύξηση της εισροής κεφαλαίων στην ουσία βοήθησε την Βραζιλία να αναχρηματοδοτήσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και να αυξήσει εντυπωσιακά το αποθεματικό της σε συνάλλαγμα ενώ μπόρεσε να χρηματοδοτήσει και τα αναπτυξιακά έργα, μέσω ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.

Σε γενικές γραμμές το «Σχέδιο Ρεάλ» υπήρξε ένας θρίαμβος της Βραζιλίας, με αποτέλεσμα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα 25 εκατομμύρια περίπου πολίτες να είναι σε θέση να αναβιβαστούν στην μεσαία τάξη της χώρας, και να ξεφύγουν από τη φτώχια. Όμως, η διατήρηση ελλειμματικών ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών για τη Βραζιλία υπήρξε ένα σοβαρότατο ζήτημα το οποίο όπως ήταν φυσικό επιδεινώθηκε κατά τη κρίση του 1997 στις Ασιατικές αγορές αλλά και κατά τη πτώχευση της Ρωσίας τον Αύγουστο του 1998.

Έτσι τον Νοέμβριο του 1998, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ρευστότητας λόγω των ελλειμμάτων η Μπραζίλια έλαβε 41,5 δισεκατομμύρια δολάρια δάνεια από το… Δ.Ν.Τ. (σκεφτείτε το μέγεθος της χώρας και αντιπαραβάλλετε το συγκεκριμένο ποσό με αυτά που έχει λάβει και έχει λαμβάνειν η Ελλάδα), ενώ έχοντας πλέον σταθεροποιήσει τη κατάσταση με τον πληθωρισμό η κεντρική τράπεζα τον Ιανουάριο του 1999, ανακοίνωσε την αποδέσμευση του Real από τη σταθερή ισοτιμία με το δολάριο σε μία κίνηση με την οποία αποσκοπούσε στην διολίσθηση του νομίσματος – φυσικά με ελεγχόμενες κινήσεις. Στόχος της διολίσθησης ήταν να μειωθεί το κόστος των Βραζιλιάνικων προϊόντων και να αυξηθούν οι εξαγωγές. Πράγματι, οι εξαγωγές αυξήθηκαν με αποτέλεσμα η Βραζιλία να έχει μία σημαντική εισροή συναλλάγματος και να βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η συγκεκριμένη αυτή κίνηση – τη σωστή στιγμή – βοήθησε την Βραζιλία να κερδίσει σε αξιοπιστία προς το εξωτερικό αφού με την αύξηση των εξαγωγών της το χρέος επί του Α.Ε.Π για το 1999 έκλεισε στο 48%, πιάνοντας τον στόχο του Δ.Ν.Τ.. Πλέον οι «αγορές» πείστηκαν πως ακόμα και με μία μη κεντρικά ελεγχόμενη ισοτιμία ο πληθωρισμός στη χώρα νικήθηκε, οι εξαγωγές αυξάνονται και η οικονομία της χώρας σταθεροποιήθηκε.

Το αποτέλεσμα…

Έτσι, το 2000 η Βραζιλία αναπτύχθηκε με ρυθμούς 4,4%, και παρά τους αρχικούς φόβους για το πώς θα επηρεαστεί η χώρα από τη κατάρρευση της Αργεντινής το 2001, αλλά και από την άνοδο στην εξουσία του αριστερού Λουίς Ιγνάσιο Λουλα ντα Σίλβα (2002), η δυναμική συνεχίστηκε. Το 2004, η ανάπτυξη άγγιξε το 5,7% και το 2007 το 6,1%. Τα δύσκολα χρόνια από το 2008 και μετά, η Βραζιλία φαίνεται για την ώρα να τα περνάει χωρίς μεγάλες απώλειες ενώ είναι χαρακτηριστικό πως η εμπιστοσύνη των «αγορών» προς τη χώρα αυτή αντικατοπτρίζεται στην ανατίμηση του Real σε σχέση με άλλα νομίσματα.

Το να αναφερθούμε περεταίρω στη θέση της Βραζιλίας ως ενός παγκοσμίου επιπέδου εξαγωγέα θα ήταν πλεονασμός, αρκεί μόνο να υπογραμμίσουμε κάποια ενδεικτικά σημεία: H χώρα αποτελεί τον δεύτερο παγκοσμίως προορισμό Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (Foreign Direct Investment) υπολειπόμενη μόνο από την… Κίνα. Εταιρίες όπως η γνωστή σε όλους μας Embraer αποτελεί παγκόσμιο ηγέτη στην κατασκευή μεσαίου και μικρού μεγέθους αεροσκαφών, υπολειπόμενη μόνο από τη Boeing και την Airbus. Η Petrobras φιλοδοξεί να κυριαρχήσει στην αγορά ενέργειας ενώ η χώρα αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σε αρκετά αγροτικά προϊόντα όπως βοδινό κρέας, κοτόπουλο, καφέ, χυμό πορτοκάλι, και ζάχαρη ενώ προσφάτως έχουν ανακαλυφθεί μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στα ανοιχτά των ακτών της, δηλαδή στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της χώρας. Τέλος δεν είναι τυχαίο πως η οικονομική της ανάπτυξη την έχει οδηγήσει το κλαμπ των G-20, έχει αυξήσει το «ειδικό της βάρος» στο Δ.Ν.Τ. ενώ αποτελεί αναπόσπαστο μέλος των BRICS. Φυσικά, η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν περιορίζεται μόνο στον στενά οικονομικό τομέα, οι σχετικά πρόσφατη έναρξη συνεργασίας της χώρας με την Γαλλία στον εξοπλιστικό τομέα, με κορύφωση τη κατασκευή υποβρυχίου πυρηνικής πρόωσης, μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι…

Το μήνυμα…

Το παράδειγμα της Βραζιλίας είναι χαρακτηριστικό και συναφές με αυτή της χώρας μας αναφορικά με το ζήτημα του τι θα έπρεπε να συμβεί για να βγει η χώρα από ένα φαύλο κύκλο που οδηγούσε όχι στο πουθενά… αλλά στον μαρασμό.

Η Μπραζίλια, στην ουσία είχε το ίδιο πρόβλημα το οποίο θα αντιμετωπίσει η Αθήνα εάν και εφόσον βγει από το ευρώ: Την αντιμετώπιση ενός πολύ υψηλού πληθωρισμού (φυσικά στη δικιά μας περίπτωση θα είναι υπερπληθωρισμός).

Η «συνταγή» επιβίωσης είναι η ίδια με τη περίπτωσή μας, δηλαδή η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος και η σύνδεσή του με το δολάριο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα αλλά και η απόδοση οικονομικής βοήθειας προς τη χώρα έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση, κατόπιν θα πρέπει να υπάρξει μία διολίσθηση με ελεγχόμενο τρόπο έτσι ώστε το νέο νόμισμα νε κινηθεί σε φυσιολογικά επίπεδα σε σχέση με το δολάριο, και αυξηθούν οι εξαγωγές (όλα αυτά έχουν να κάνουν με τη διαπραγματευτική δεινότητα της χώρας και με τη πραγματικότητα της οικονομίας - να υπενθυμίσουμε μόνο την επιτυχημένη υποτίμηση της δραχμής τη δεκαετία του 1950 επί υπουργίας Μαρκεζίνη).

Το μήνυμα που πρέπει να περάσει στη χώρα μας είναι πως τελικά κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, απλά πρέπει να θέσουμε πάντα το σωστό ερώτημα και να δούμε τι μας λέει η… βιβλιογραφία, η πραγματικότητα αλλά και το ποιες είναι οι δικές μας ειδικές ανάγκες αφού κανείς δεν θα μπορεί να ισχυριστεί πως η Βραζιλία και η Ελλάδα, η συγκυρία το 1994 και το 2013 και οι αντίστοιχες επιπλοκές είναι οι ίδιες.

Η κυριότερη δε διαφορά της Ελλάδας με την όμορφη αυτή χώρα της Λατινική Αμερικής δεν είναι ούτε τα συγκριτικά μεγέθη, ούτε όμως και τα ποσά που θα πρέπει να αφιερωθούν από τη διεθνή κοινότητα ώστε να σταθεροποιηθούν οι δύο οικονομίες είναι όμοια. Είναι ενδιαφέρον να αντιληφθούμε πως τα 41,5 δισ. δολάρια που έδωσε το Δ.Ν.Τ. στη Βραζιλία για να βοηθήσει τη ρευστότητά της, για την Ελλάδα έχουν αποδειχτεί απλά «φιστίκια», αφού μιλάμε πως ένα αντίστοιχο ποσό είναι το εφάπαξ των δύο μόλις δόσεων από αυτά που χρειάζεται η χώρα μας, σύμφωνα πάντα με το Μνημόνιο ΙΙΙ.

Άρα το μέγεθος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν… μετράει αφού μία χώρα τουλάχιστον δεκαπέντε φορές μικρότερη λαμβάνει πολλαπλάσια χρήματα. Αυτό λοιπόν που μετράει είναι το κατά πόσο η κάθε χώρα είναι διασυνδεδεμένη με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (πράγμα που μας λέει πως η Ελλάδα του 2012 είναι απείρως περισσότερο από τη Βραζιλία του 1998), καθώς και το κατά πόσο μία χώρα είναι σε θέση να παράγει έτσι ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο πολύτιμο συνάλλαγμα.

Η Βραζιλία αποτελούσε ακόμα και εν τω μέσω της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε, μία χώρα που παρήγαγε, άρα είχε τη δυνατότητα να βελτιώσει το εμπορικό της ισοζύγιο μόλις θα σταθεροποιούσε τον πληθωρισμό της και θα είχε πρόσβαση στη ρευστότητα για επενδύσεις.

Ακριβώς για τον συγκεκριμένο λόγο επισημάναμε στο «ΣΧΕΔΙΟ Β΄» πως η Ελλάδα εάν δεν προχωρήσει σε δομικές αλλαγές (σαν αυτές που προβλέπει το μνημόνιο) και δεν αρχίσει να παράγει αγαθά προς εξαγωγή (βλέπε το ζήτημα των κοιτασμάτων, το οποίο όσο και να μας ξενίζει είναι σχετικά άμεσο και ανέξοδο αφού οι επενδύσει θα έρθουν από τις εταιρίες, ενώ η Ελλάδα θα βάλει μόνο τα… οικόπεδα), τότε είτε είναι στο ευρώ, είτε ακολουθήσει το σκεπτικό του Πάνου Καμμένου και μπει στο δολάριο, είτε κόψει δραχμή και τη συνδέσει με το δολάριο, σε δέκα χρόνια από σήμερα θα βρεθούμε στην ίδια και χειρότερη κατάσταση.

Με άλλα λόγια, η σύγκριση της Ελλάδας με τη Βραζιλία είναι απολύτως δόκιμη αλλά και ενδεικτική για το τι θα πρέπει η χώρα μας να κάνει εάν θα ήθελε να δει επιτέλους φως στο τούνελ, ακόμα και στη περίπτωση ενός εσκεμμένου ή «κατά λάθους» πιστωτικού γεγονότος το οποίο θα μας έβγαζε από το ευρώ.