Δίκη Χρυσής Αυγής: Προσχεδιασμένη εκτέλεση η δολοφονία Φύσσα, είπε η εισαγγελέας
«Δεν είναι τα 20 χτυπήματα που έχουν σε συνηθίσει στα διαπροσωπικά εγκλήματα, ήταν εκτέλεση, επιτέλεση ενός έργου», σημείωσε η Εισαγγελέας
Η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα εξελίχθηκε σε μια πλήρη χαρτογράφηση της εγκληματικής λειτουργίας της οργάνωσης, με επίκεντρο την ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που οδήγησε στην αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής.
Η εισαγγελέας ξεκίνησε την αγόρευσή της περιγράφοντας τη βραδιά της 17ης Σεπτεμβρίου 2013. Ο Παύλος Φύσσας, μαζί με τη σύντροφό του και φίλους, βρέθηκε στην καφετέρια «Κοράλλι» στο Κερατσίνι για να παρακολουθήσει ποδοσφαιρικό αγώνα. Τίποτα δεν προμήνυε το έγκλημα που θα ακολουθούσε. Σε διπλανό τραπέζι κάθονταν μέλη της Χρυσής Αυγής, μεταξύ των οποίων ο Μιχάλαρος και ο Τσαλίκης, πρόσωπα γνωστά για τη δράση τους στην Τοπική Οργάνωση Νίκαιας.
Η συγκεκριμένη τοπική, όπως ανέδειξε η εισαγγελέας, είχε κεντρικό ρόλο στην εγκληματική δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής. Από το 2011 λειτουργούσε με αυστηρή στρατιωτική ιεραρχία, με πυρηνάρχη τον Γιώργο Πατέλη, ο οποίος απαιτούσε τυφλή πειθαρχία, υπακοή στις εντολές της ηγεσίας και πλήρη ευθυγράμμιση με την ιδεολογία και τις πρακτικές της οργάνωσης. Τα γραφεία της Τοπικής Οργάνωσης δεν ήταν απλώς πολιτικός χώρος, αλλά «ορμητήριο», όπως προέκυψε από έγγραφα, βίντεο και μαρτυρίες: εκεί οργανώνονταν τάγματα εφόδου, γίνονταν στρατιωτικές ασκήσεις, βιντεοπροβολές με στόχο τον φανατισμό και σχεδιάζονταν επιθέσεις.
Η εισαγγελέας παρέθεσε πλήθος περιστατικών βίας που προηγήθηκαν της δολοφονίας Φύσσα: επιθέσεις σε μετανάστες, σε αφισοκολλητές πολιτικών κομμάτων, σε συνδικαλιστές, ακόμη και σε πολίτες για «παραπτώματα» όπως η ακρόαση τραγουδιών που δεν άρεσαν στη Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά, όπως τόνισε, συγκροτούσαν μια στρατηγική τρόμου και επιβολής, με στόχο την «κατάκτηση του πεζοδρομίου», όπως ομολογούσε ο ίδιος ο Νίκος Μιχαλολιάκος.
Ο Παύλος Φύσσας, 34 ετών, μουσικός, αντιφασίστας και ιδιαίτερα αγαπητός στη νεολαία της Νίκαιας, δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Με καλλιτεχνική και κοινωνική δράση, με στίχους που καυτηρίαζαν τον φασισμό και χλεύαζαν στελέχη της Χρυσής Αυγής, είχε μπει στο στόχαστρο. Από μαρτυρίες προέκυψε ότι το όνομά του συζητιόταν μήνες πριν τη δολοφονία, ότι ήταν «στόχος» και ότι υπήρχαν φράσεις που προϊδέαζαν για βίαιη ενέργεια σε βάρος του.
Σύμφωνα με την αγόρευση, η αναγνώριση του Φύσσα στο «Κοράλλι» έγινε νωρίς, πριν καν ξεκινήσει ο αγώνας. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια αλυσίδα τηλεφωνημάτων: από τον Άγγο προς μέλη της ομάδας ασφάλειας, από εκεί στον επικεφαλής Καζαντζόγλου, στον πυρηνάρχη Πατέλη και τελικά στον περιφερειάρχη Ιωάννη Λαγό. Η εισαγγελέας ανέδειξε με ακρίβεια το πώς λειτούργησε η ιεραρχία: καμία κίνηση δεν γινόταν χωρίς έγκριση από τα ανώτερα κλιμάκια.
Το καθοριστικό μήνυμα του Πατέλη - «Όσοι είστε κοντά, δεν θα περιμένουμε μακρινούς» - αποτέλεσε, κατά την εισαγγελέα, το σήμα κινητοποίησης του τάγματος εφόδου. Μηχανές, αυτοκίνητα, οργανωμένη μετακίνηση με συγκεκριμένο στόχο. Δεν επρόκειτο για αυθόρμητη συμπλοκή, αλλά για συντονισμένη επιχείρηση.
Η αφήγηση της εισαγγελέως για τα τελευταία λεπτά πριν τη δολοφονία ήταν ανατριχιαστική. Η παρέα του Φύσσα, παρά τις προκλήσεις, παρέμενε κατευναστική. Ο ίδιος προσπαθούσε να απομακρυνθεί. Όμως έξω από το «Κοράλλι» είχε ήδη στηθεί ο μηχανισμός της επίθεσης: ρόπαλα, στειλιάρια, απειλές, περικύκλωση. Παρά την παρουσία αστυνομικών της ΔΙ.ΑΣ., οι χρυσαυγίτες δεν υποχώρησαν.
Ο Γιώργος Ρουπακιάς εμφανίστηκε τη στιγμή που το θύμα είχε ήδη απομονωθεί. Με προσχεδιασμένη κίνηση, προσέγγισε τον Φύσσα, αιφνιδίασε τόσο το θύμα όσο και τους παριστάμενους και, με επαγγελματικό τρόπο, κατάφερε τα θανατηφόρα χτυπήματα. Όπως υπογράμμισε η εισαγγελέας, δεν επρόκειτο για ξέσπασμα οργής, αλλά για εκτέλεση: λίγα, στοχευμένα χτυπήματα, σε ζωτικά σημεία.
Καθοριστικό στοιχείο της αγόρευσης ήταν η νομική τεκμηρίωση της συνέργειας. Η εισαγγελέας εξήγησε ότι χωρίς την υποστήριξη, τον κλοιό, την καθυστέρηση και την ενθάρρυνση από τα μέλη του τάγματος εφόδου, η ανθρωποκτονία δεν θα μπορούσε να τελεστεί. Ο Ρουπακιάς δεν έδρασε μόνος. Εντάχθηκε σε έναν οργανωμένο μηχανισμό που του παρείχε τον χώρο, τον χρόνο και την ασφάλεια να σκοτώσει. «Όλοι περίμεναν κάποιον να σώσει τον Φύσσα. Στη θέα του Ρουπακιά όμως, άνοιξε ο κύκλος των χρυσαυγιτών και αγκάλιασε το θύμα και τον μαχαίρωσε. Εντελώς επαγγελματικά και καθόλου τυχαία, είναι πασιφανές ότι είχε εκπαιδευτεί. Δεν είναι τα 20 χτυπήματα που έχουν σε συνηθίσει στα διαπροσωπικά εγκλήματα, ήταν εκτέλεση, επιτέλεση ενός έργου», σημείωσε.
Συγκλονιστική ήταν και η αναφορά στις τελευταίες στιγμές του Παύλου Φύσσα.
Παρά τα θανατηφόρα τραύματα, υπέδειξε ο ίδιος τον δολοφόνο του στους αστυνομικούς, σηκώνοντας τη μπλούζα του και δείχνοντας τα τραύματα. Όπως είπε η εισαγγελέας, ο Φύσσας «εξιχνίασε τη δολοφονία του μόνος του», σε μια τραγική ειρωνεία της μοίρας.
Επικαλούμενη την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, η εισαγγελέας ανέφερε ότι επιβεβαιώνεται τόσο η δράση του Ρουπακιά ως μέλους της Χρυσής Αυγής όσο και η γνώση του Νίκου Μιχαλολιάκου για τη δολοφονία, καθώς αμέσως μετά προκύπτει τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Ιωάννη Λαγό. Η αναφορά αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του τελευταίου, ο οποίος δήλωσε: «Γι’ αυτό απορρίψατε το αίτημά μου το 2013 για να δείτε τι λέγαμε. Δεν θα τολμούσατε να τα λέτε αυτά τώρα».
Η αγόρευση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό βίας, αλλά αποτέλεσμα μιας στρατηγικής έντασης, μιας εγκληματικής οργάνωσης που λειτουργούσε με στρατιωτικούς όρους, ιεραρχία και πολιτική καθοδήγηση. Και ότι το έγκλημα αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο, αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής.