ΕΛΛΑΔΑ

Υπέρ του ανακριτή των «στημένων» οι δικαστές

Υπέρ του ανακριτή των «στημένων» οι δικαστές

Απόλυτη «προστασία» στον 9ο τακτικό ανακριτή Γ. Κασίμη ο οποίος τάχθηκε κατά της προφυλάκισης του καταζητούμενου για μια ακόμη φορά Μάκη Ψωμιάδη παρέχει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.

Την ώρα που η κοινή γνώμη απορεί για την ποινική μεταχείριση του συγκεκριμένου μεγαλοπαράγοντα του ποδοσφαίρου ο οποίος έπειτα από τρίμηνη φυγοδικία, συνέληφθη, οδηγήθηκε ενώπιον του ανακριτή κ. Κασίμη και τον άφησε ελεύθερο, οι συνάδελφοι του, συνδικαλιστές δικαστές όχι μόνο τον στηρίζουν αλλά επιτίθενται και σε όσους -ακόμα και θεσμικούς παράγοντες- επέκριναν τις ενέργειες του.

Μεταξύ των θεσμικών παραγόντων είναι προφανώς και ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος ο οποίος ως αρμόδιος για το χώρο του ποδοσφαίρου, είχε εκφράσει δημοσίως τις ενστάσεις-αντιρρήσεις του για το δόκιμο της απόφασης.

Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρει επί λέξει:

«Με αφορμή όσα, τελευταία, έχουν ειπωθεί, ακόμα και από θεσμικούς παράγοντες, σχετικά με τη διαφωνία Ανακριτή στην πρόταση Εισαγγελέα, για το αν θα πρέπει να επιβληθούν προσωρινή κράτηση ή περιοριστικοί όροι σε κατηγορούμενο υπόθεσης ευρύτερου ενδιαφέροντος , το Δ.Σ. , κατά τη συνεδρίασή του της 11-10-2011, αποφασίζει ομόφωνα , ως ακολούθως:

Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε σε εκείνους που γνωρίζουν και λησμονούν και να πληροφορήσουμε τους υπόλοιπους, που δεν γνωρίζουν αλλά εκφέρουν άποψη σαν να γνωρίζουν, τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1, 2 του Συντάγματοςτου1975,ηΔικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας και υπόκεινται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. Διατύπωση συνεπειών της συνταγματικής αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας (αρχής συναγομένης υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952 από τα άρθρα 87, 88 παρ. 1, 90 αυτού, συνδυαζόμενα) περιέχουν και τα άρθρα 177 του ΚΠοινΔ και 340 εδ. α του ΚΠολΔ. Κατά το πρώτο οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφασίζουν κατά την δική τους πεποίθηση, ακούοντας, για τον σκοπό αυτόν, την φωνή της συνειδήσεώς τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση, που προκύπτει από τις συζητήσεις, για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, για το αξιόπιστο των μαρτύρων και για την αξία των λοιπών αποδείξεων. Κατά το δεύτερο, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί(Διοικητική Ολομέλεια Αρείου Πάγου 18/1993).

Όσοι, συνεπώς, επιμένουν να φιλολογούν γύρω από το θέμα αυτό ,θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι πρώτον δεν έχουν γνώση του φακέλλου της υπόθεσης που σχολιάζουν και δεύτερον δεν έχουν τη δυνατότητα και την ευχέρεια να αξιολογήσουν τις απόψεις των Δικαστικών Λειτουργών, που εκφράστηκαν, διότι αυτός ο θεσμικός ρόλος ανήκει σε άλλους αρμοδιότερους .

Όσον αφορά στο αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του καθενός να εκφράζει άποψη επί παντός επιστητού ,θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση το δικαίωμα του Δικαστικού Λειτουργού να έχει την ΔΙΚΗ ΤΟΥ αυθεντική άποψη επί της υποθέσεως, κρίνοντας μόνο με γνώμονα τη συνείδησή του και το Νόμο. Στοιχείο απαραίτητο ,που αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα της Δικαστικής Λειτουργίας για κάθε έλληνα πολίτη (έστω και αν αυτός είναι ο πλέον σεσημασμένος κακοποιός), όταν βρίσκεται ενώπιον των Δικαστηρίων.

Στις δύσκολές εποχές που ζούμε, η τήρηση των παραπάνω κανόνων αποτελεί μονόδρομο για εμάς και ίσως, τη μοναδική ουσιαστική ασφάλεια που απολαμβάνουν σήμερα οι πολίτες».