ΚΟΣΜΟΣ

Στρατιωτικές δαπάνες: Σε ποιες χώρες θα αυξηθούν;

Στρατιωτικές δαπάνες: Σε ποιες χώρες θα αυξηθούν;

Το Ινστιτούτο Ερευνών Προβλημάτων Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI) δημοσίευσε την περιοδική επισκόπηση των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών για το έτος 2012.

Συνολικά οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 0,5% σε σχέση με το 2011, αλλά σε ορισμένες χώρες και περιοχές συνεχίζουν να αυξάνονται. Μεταξύ των ηγετών βρέθηκε η Ρωσία, της οποίας οι αμυντικές δαπάνες το 2012 αυξήθηκαν σχεδόν κατά 16%, ή κατά περισσότερο από 12 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται μεταξύ των ηγετών στη μείωση των αμυντικών δαπανών. 18 από τις 31 χώρες, οι οποίες ανήκουν στην ΕΕ ή/και είναι μέλη του ΝΑΤΟ, - μείωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες κατά περισσότερο από 10%. Οι λόγοι αυτής της σύσφιξης του ζωναριού δεν είναι ενιαίοι. Πρώτα απ’ όλα, η οικονομία πιέζεται από τη συνεχιζόμενη κρίση, δεύτερον, – η πολυετής απουσία πραγματικής στρατιωτικής απειλής.

Η κατάρρευση αρχικά της οργάνωσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και στη συνέχεια της ΕΣΣΔ οδήγησαν στο γεγονός, ότι η απειλή του μεγάλου πολέμου στην Ευρώπη προφανώς πήγε σε δεύτερη μοίρα. Αυτό προκάλεσε μία γενική μείωση των στρατιωτικών δαπανών (ειδικά του στρατού ξηράς), με λίγες εξαιρέσεις. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να αυξάνονται οι εκστρατευτικές δυνατότητες των ΕΔ των ευρωπαϊκών χωρών – αποβατικά πλοία, δυνάμεις υποστήριξης, μεταγωγικά αεροσκάφη και άλλα μέσα υποστήριξης της δράσης σε μεγάλη απόσταση από το έδαφός τους.

Σημαντική μείωση των δαπανών για την απόκτηση σύγχρονων μέσων δεν επιτυγχάνεται. Με κάθε νέα γενιά τα οπλικά συστήματα γίνονται όλο και πιο ακριβά. Αυτό, από τη μία πλευρά, απαιτεί αύξηση των δαπανών, ενώ από την άλλη – αναγκάζει σε περιορισμό του όγκου των αγορών, αυξάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, ακόμα περισσότερο την αξία της κάθε στρατιωτικής μονάδας.

Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ασίας αυξήθηκαν σε ένα χρόνο κατά 3 και πλέον τοις εκατό. Μεταξύ των ηγετών της αύξησης – η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, το Βιετνάμ και η Ινδονησία. Οι συνεχιζόμενες πολιτικές διαμάχες και συγκρούσεις στην περιοχή, σε συνδυασμό με την ανησυχητική για πολλούς αύξηση της ισχύος της Κίνας, αποτελούν άριστο κίνητρο για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Την κατεύθυνση, αναμφισβήτητα, δίνει η Κίνα: το 2012 οι στρατιωτικές της δαπάνες αυξήθηκαν κατά 11,5 δισεκατομμύρρια δολάρια, ή κατά 7,5%, πλησιάζοντας το όριο των 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων (δεύτερη θέση μετά τις ΗΠΑ).

Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας συνεχίζουν να αυξάνονται για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια στη σειρά, με ένα μικρό διάλειμμα το 2010, όταν ο στρατιωτικός προϋπολογισμός μειώθηκε μερικώς. Σήμερα, δαπανώντας για την άμυνα περισσότερα από 90 δισεκατομμύρια δολάρια (περίπου 60 δισεκατομμύρια με την ισοτιμία), η Ρωσία καταλαμβάνει την τρίτη θέση στον κόσμο σε αυτόν τον δείκτη μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η αύξηση κατά περίπου 16% αποτελεί ρεκόρ για τις μεγάλες δυνάμεις. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτού του γεγονότος με κάποια «ειδική επιθετικότητα της Μόσχας» θα ήταν λανθασμένη. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός, ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Ρωσίας, στην πραγματικότητα, αποτελεί επιστροφή σε ένα κανονικό επίπεδο για μία τέτοια μεγάλη δύναμη. Σε μια σειρά κατευθύνσεων η Ρωσία είναι υποχρεωμένη σήμερα να ξοδεύει πολλά χρήματα για αναβάθμιση. Αυτό είναι απαραίτητο για να αντισταθμιστεί η καταστροφική υποχρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών των δεκαετιών 1990 και 2000 και οι συνέπειές της.

Τέλος, η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σύνολο διαφορετικών στρατιωτικών απειλών. Και αν ο πόλεμος στην Ευρώπη σήμερα δεν ανήκει προφανώς σε αυτό το σύνολο, τότε η κατάσταση στην Κεντρική Ασία και στην Άπω Ανατολή δεν υπόσχεται εύκολη ζωή στο δεύτερο μισό της τρέχουσας και στην επόμενη δεκαετία.

Εν τω μεταξύ, χρήματα απαιτούνται πρακτικά για όλα – από την αγορά νέων διηπειρωτικών πυραύλων μέχρι την στρατιωτική εξάρτηση. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους του τρέχοντος κρατικού προγράμματος εξοπλισμών, μπορούμε να προβλέψουμε την περαιτέρω αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Ρωσίας. Προς το τέλος της δεκαετίας οι δαπάνες μπορούν να φτάσουν τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, εάν δεν συμβούν κάποιες μεγάλες οικονομικές αναταράξεις.