ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το λαθρεμπόριο ο μεγάλος κερδισμένος από το ράλι της τιμής των καυσίμων

Σήμερα στα 2,071 ευρώ ανά λίτρο που πληρώνουμε για την απλή αμόλυβδη βενζίνη στην Ελλάδα οι φόροι αν
Σήμερα στα 2,071 ευρώ ανά λίτρο που πληρώνουμε για την απλή αμόλυβδη βενζίνη στην Ελλάδα οι φόροι αναλογούν στο 1,12 ευρώ της τιμής.
unsplash.com

Σήμερα στα 2,071 ευρώ ανά λίτρο που πληρώνουμε για την απλή αμόλυβδη βενζίνη στην Ελλάδα οι φόροι αναλογούν στο 1,12 ευρώ της τιμής. Δηλαδή στο 54% της τελικής τιμής του καυσίμου. Η υπερφορολόγηση αυτή έχει οδηγήσει τη χώρα μας να έχει την έβδομη πιο ακριβή απλή αμόλυβδή βενζίνη στην ΕΕ των 27, συμπεριλαμβανομένων των φόρων. Εάν εξαιρεθούν οι φόροι, η τιμή της απλής αμόλυβδης στην Ελλάδα υποχωρεί δραματικά και η χώρα μας βρίσκεται να κατατάσσεται 9η σε σύνολο 27 χωρών, ως προς την τιμή του καυσίμου προ τελών και φόρων.

Αυτό συμβαίνει διότι σήμερα ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στη βενζίνη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 0,70 ευρώ ανά λίτρο ή σε 700 ευρώ ανά χιλιόλιτρο βενζίνης και είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, ενώ επιβαρύνεται πρόσθετα και από ΦΠΑ της τάξεως του 24%. Η δραματική αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα καύσιμα και άλλα ενεργειακά προϊόντα στα χρόνια των Μνημονίων οδήγησέ σε μεγάλη άνοδο των εσόδων από ΕΦΚ, η οποία, όμως, δεν ήταν διατηρήσιμη, καθώς η κατανάλωση καυσίμων προσαρμόστηκε σε χαμηλότερο επίπεδο λόγω της αύξησης των τιμών τους και την ύφεση της οικονομίας.

Και αυτό επαναλαμβάνεται δυστυχώς και σήμερα. Αν ο ΦΠΑ μειωνόταν από το 24% στο 13%, η τιμή της βενζίνης θα μειωνόταν κατά 10 λεπτά το λίτρο ή κατά 5 ευρώ ανά γέμισμα. Αυτή η μείωση θα διαχεόταν στο σύνολο της οικονομίας και θα επιδρούσε στη συγκράτηση του μεταφορικού κόστους και ως εκ τούτου στη συγκράτηση των αυξήσεων σε πολλά προϊόντα και υπηρεσίες.

Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε εάν ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στη βενζίνη μειωνόταν κατά 0,10 ευρώ ανά λίτρο βενζίνης, από τα 0,70 ευρώ σήμερα στα 0,60 ευρώ. Και στις δύο περιπτώσεις το κέρδος θα διαχεόταν σε όλη την κοινωνία. Και κυρίως οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ανασάνουν και να μην αναζητούν τρόπους για το πως να μετακυλήσουν τα κόστη τους στους πελάτες τους.

Σύμφωνα με επίσημη απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κυβέρνηση δεν έχει απευθυνθεί στις Βρυξέλλες, από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης έως και σήμερα, με αίτημα μείωσης των φόρων στα καύσιμα. Και αυτό δείχνει πως δεν έχει προσεγγίσει με σοβαρότητα το συγκεκριμένο θέμα και δεν έχει διαβουλευθεί για το πως θα μπορούσε να εφαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο.

Και εδώ προκύπτει το ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση επιμένει να μην υιοθετεί τις πρακτικές που έχουν ακολουθήσει με αποτελεσματικό τρόπο άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι οποίες μείωσαν προσωρινά το ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης στα καύσιμα;

Ειδικά από τη στιγμή πως η κυβέρνηση γνωρίζει αφενός πως σύντομα ο πληθωρισμός θα ανέλθει σε διψήφια ποσοστά και αφετέρου πως η παρέμβαση μέσω της νομισματικής πολιτικής θα αργήσει.

Αντί λοιπόν να μειώσει προσωρινά είτε το ΦΠΑ, είτε και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης στα καύσιμα, αναλαμβάνοντάς ένα δημοσιονομικό κόστος που δεν θα ξεπερνούσε για ένα εξάμηνο τα 350 εκατ. ευρώ, επικαλείται τις αγορές και δημοσιονομικούς κινδύνους που δεν υπάρχουν και θεσμοθετεί μέτρα που ούτε ανακόπτουν τον πληθωρισμό , ούτε αναπτυξιακά είναι.

Σε κάθε περίπτωση ακόμη και εάν η κυβέρνηση βλέπει δημοσιονομικές «τρύπες» από το μέτρο αυτό θα μπορούσε πάντα να προχωρήσει σε αύξηση του αναλογικού συντελεστή ΕΦΚ στα τσιγάρα από το 26% στο 32% και του ΕΦΚ στον λεπτοκομμένο καπνό από το 170 ευρώ στα 186 ευρώ ανά φορολογική μονάδα. Με την αύξηση αυτή – που θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών κατά 50 λεπτά ανά πακέτο 20 τσιγάρων και 50 λεπτά ανά συσκευασία γραμμαρίων λεπτοκομμένου καπνού-, θα εξασφάλιζε τα έσοδα που πιθανότατα θα έχανε βραχυπρόθεσμα από τη μείωση της φορολογίας στα καύσιμα.

Το λαθρεμπόριο ευημερεί

Μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως όταν η τελική τιμή του καυσίμου επιβαρύνεται με φόρο κατά 54%, τα κίνητρα για το λαθρεμπόριο καυσίμων είναι τεράστια. Η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης σήμερα στην Ελλάδα, προ φόρων και τελών είναι στα 0,94 ευρώ ανά λίτρο. Η μέση τιμή διάθεσης του καυσίμου είναι 2,071 ευρώ. Οπότε, όποιος κάνει λαθρεμπόριο βενζίνης βάζει στη τσέπη του καθαρά 1,13 ευρώ ανά λίτρο.

Στον ένα τόνο καυσίμου ο εκάστοτε επιτήδειος βγάζει 1.130 ευρώ παράνομου κέρδους. Ακόμη και εάν νοθεύσει το καύσιμο κατά 10% ή 20% έχει κέρδος 100 ή 200 ευρώ ανά τόνο.

Το κίνητρο λοιπόν για τους λαθρεμπόρους και τους φοροκλέπτες είναι μεγαλύτερο όσο η τιμή του καυσίμου διατηρείται στα ύψη.

Αντιθέτως, μια μείωση των φόρων η οποία θα οδηγούσε σε πτώση της τελικής τιμής του καυσίμου θα καθιστούσε λιγότερο επικερδή την παράνομη δραστηριότητά. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό και θα φρέναρε το λαθρεμπόριο και θα αύξανε την κατανάλωση καυσίμου. Οπότε, το κράτος θα έβγαινε κερδισμένο. Αν και αυτό είναι κάτι γνωστό στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, προκαλεί έκπληξη η ένταση με την οποία αποκρούουν τις προτάσεις κομμάτων και παραγωγικών φορέων για μείωση της φορολογίας καυσίμων και περιορισμό του λαθρεμπορίου.