ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το ΣτΕ κρίνει την συνταγματικότητα του Ειδικού Φόρου Ακινήτων

Η συνταγματικότητα του Ειδικού Φόρου Ακινήτων αναμένεται να κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η συνταγματικότητα του Ειδικού Φόρου Ακινήτων αναμένεται να κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
INTIME

Η συνταγματικότητα του Ειδικού Φόρου Ακινήτων αναμένεται να κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ο συγκεκριμένος φόρος επιβάλλεται, με συντελεστή 15% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, στην περίπτωση που νομικό πρόσωπο έχει στην ιδιοκτησία του ακίνητο στην Ελλάδα αλλά δεν δηλώνει τους πραγματικούς δικαιούχους του και δεν εμπίπτει σε κάποιες συγκεκριμένες απαλλαγές που προβλέπει ο νόμος.

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα κρίσιμα ζητήματα αρχικά σε πενταμελή σύνθεση, έκρινε πως η επιβολή του εν λόγω φόρου προσβάλλει τον πυρήνα της περιουσίας των φορολογουμένων και παραβιάζει πληθώρα θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος αλλά και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Κι αυτό διότι, ο κύκλος των υπόχρεων προσώπων είναι ασαφής ενώ, με τη θέσπιση του ειδικού αυτού φόρου, ο νομοθέτης εστίασε στην πάταξη της φοροδιαφυγής και όχι στον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας, η οποία προκύπτει από την κατοχή ακίνητης περιουσίας.

Εξάλλου, επισημάνθηκε ότι παρότι οι εταιρείες που δηλώνουν στη φορολογική αρχή τη μετοχική σύνθεσή τους μπορούν υπό προϋποθέσεις να επιτύχουν την απαλλαγή από το φόρο, η δυνατότητα αυτή αποκλείεται όταν μέρος έστω των μετοχών ανήκουν σε «offshore» εταιρείες, δηλαδή σε εταιρείες που βρίσκονται σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Η ρύθμιση αυτή προσομοιάζει με αμάχητο τεκμήριο φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής και δεν είναι συνταγματικά ανεκτή.

Κατά την αντίθετη γνώμη του Πρόεδρου, ο φόρος επιβαρύνει ουσιαστικά μόνο τις εταιρείες εκείνες που επιδιώκουν να αποκρύψουν τους πραγματικούς δικαιούχους, δυσχεραίνοντας έτσι το ελεγκτικό έργο της φορολογικής αρχής και άρα η επιβολή του δεν παραβιάζει το Σύνταγμα.

Λόγω σπουδαιότητας και ύπαρξης αντίθετης νομολογίας, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του αρμόδιου τμήματος.