Ελληνική δικαιοσύνη: Μύθοι – ημίμετρα – πραγματικότητα και προοπτικές
Για ποιο λόγο η Ελληνική Δικαιοσύνη αποτελεί διαχρονικά δυσεπίλυτο πρόβλημα του Ελληνικού Κράτους;
Έχουμε αναρωτηθεί για ποιο λόγο η Ελληνική Δικαιοσύνη αποτελεί διαχρονικά δυσεπίλυτο πρόβλημα του Ελληνικού Κράτους και, παρά τις προσπάθειες, δεν καταφέρνουμε να επιταχύνουμε ουσιαστικά τους ρυθμούς της, με αποτέλεσμα η Χώρα μας να βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των Χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο χρόνο έκδοσης τελεσίδικής απόφασής;
Σε αυτό το κείμενο, θα επιχειρήσω να αναδείξω ότι εμπεδωμένες απόψεις, πεποιθήσεις και στερεότυπα για την οργάνωση και απονομή της Δικαιοσύνης που βασίζονται σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραποιημένες πληροφορίες, και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, οδηγούν σε αποφάσεις, που απλοποιούν ή παραβλέπουν κρίσιμα στοιχεία της πραγματικότητας με αποτέλεσμα τα μέτρα, που κατά καιρούς λαμβάνονται να εμφανίζονται άτολμα και αλυσιτελή.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω επιγραμματικά τον στρατηγικό σχεδιασμό της Κυβέρνησης για ταχύτερη και καλύτερη Δικαιοσύνη και τις προοπτικές, που δημιουργούνται για την κοινωνία και την οικονομία μας, εφόσον επιτευχθεί αυτός, ο εθνικός –επιτρέψτε μου την έκφραση-στόχος.
Πρόθεσή μου είναι να μοιραστώ κάποιες σκέψεις που εύχομαι να προκαλέσουν προβληματισμό και συζήτηση, χρησιμοποιώντας παραδείγματα οικεία όχι μόνο στους νομικούς της πράξης, αλλά και τους πολίτες.
Παράδειγμα 1ο
Από τα πρώτα χρόνια θεσμικής συγκρότησης του Κράτους μας μέχρι σήμερα, πλήθος υποθέσεων επισωρεύονται στα Δικαστήρια, με συνέπεια να παρατηρούνται μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης. Ασφαλώς τα αίτια είναι πολλά και σύνθετα και δεν πρέπει να καταφεύγουμε στην υπεραπλουστευμένη εκδοχή ότι ο Έλληνας είναι αμφισβητίας, φίλερις και δικομανής.
Η αύξηση των οργανικών θέσεων και η πρόσληψη Δικαστών θεωρούταν διαχρονικά η λύση του προβλήματος.
Η Ελλάδα σε σχέση με τον πληθυσμό της διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό Δικαστών, σε σύγκριση με τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σύμφωνα με την έκθεση της CEPEJ, η μέση αναλογία δικαστών ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα ανέρχεται στο 36,5% έναντι 17,6% των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Παράδειγμα 2ο
Το δίκαιό μας προβλέπει ένδικα βοηθήματα, ενστάσεις και ένδικα μέσα σε κάθε στάδιο της διαγνωστικής δίκης, τα οποία εξαντλούν συνήθως οι διάδικοι, με συνέπεια η δίκη να εξελίσσεται σε μια ατέρμονη διαδικασία.- Η πρόβλεψη αυτών των δικονομικών δυνατοτήτων, θεωρείται ότι εκπληρώνει πληρέστερα τη συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας.
Στην πραγματικότητα επιφέρει σημαντική καθυστέρηση, που ουσιαστικά αποδυναμώνει ή και αναιρεί στην πράξη το παραπάνω δικαίωμα, καθώς διευκολύνει τον κακόπιστο διάδικο ο οποίος επιχειρεί να διαφύγει από τις συνέπειες δεσμευτικής δικαστικής απόφασης.
Παράδειγμα 3ο
Το 2012 οι δικαστικοί σχηματισμοί στη Χώρα μας πλησίαζαν τους 430, εκ των οποίων 301 Ειρηνοδικεία χωρίς στελέχωση και με μικρή δικαστική ύλη, που εξέδιδαν μονοψήφιο αριθμό αποφάσεων το χρόνο. Για περισσότερο από έναν αιώνα ιδρύονταν δικαστήρια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές ανάγκες, με επίκληση τη υποχρέωση του Κράτους να παρέχει πρόσβαση σε όλους τους πολίτες στη Δικαιοσύνη. Είναι όμως γνωστό ότι στην πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις εκπληρώνονταν πολιτικές υποσχέσεις προς τις τοπικές κοινωνίες.
Παράδειγμα 4ο
Τις τελευταίες δεκαετίες επικράτησε η αντίληψη ότι το Κράτος Δικαίου ενισχύεται, εφόσον ο δικαστικός έλεγχος καταλαμβάνει το σύνολο της κρατικής, κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι υπήχθησαν στη δικαιοδοτική εξουσία των δικαστών, όχι μόνο οι ποινικές υποθέσεις και το σύνολο των ιδιωτικών διαφορών, αλλά και κάθε φύσεως αντιδικία με φορείς της κρατικής εξουσίας, δίχως πρόβλεψη για εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, με συνέπεια την ασύμμετρη υπερφόρτωση του δικαστικού έργου.
Οι παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις, που ακούσια ή εκούσια αγνοούσαν την πραγματική κατάσταση στη Δικαιοσύνη, οδήγησαν σε εσφαλμένες αποφάσεις, που επέτειναν τα προβλήματα.
Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς επιχειρήθηκε να ληφθούν μέτρα. Ήταν όμως ελάχιστα σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος, αποσπασματικά, ενίοτε επιβλήθηκαν από εξωγενείς παράγοντες κι εν τέλει αποδείχθηκαν ατελέσφορα.
Παρά τις προσπάθειες, αντί να συγκλίνουμε, αποκλίναμε ακόμη περισσότερο από τις Ευρωπαϊκές Χώρες, ιδιαίτερα στον χρόνο απονομής της Δικαιοσύνης.
Αναφέρω προσπάθειες που αντιστοιχούν στα παραπάνω παραδείγματα:
Το 2012 για την εξοικονόμηση υλικών και ανθρώπινων πόρων, καταργήθηκαν 150 Ειρηνοδικεία, χωρίς καμία μελέτη και δίχως κριτήρια, ενόσω μάλιστα βρισκόταν σε πλήρη εφαρμογή ο νόμος 3869/2010 για τη ρύθμιση των χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ο οποίος –υπενθυμίζω- εν μέσω κρίσης προκάλεσε την ανάγκη πρόσληψης 600 περίπου νέων δικαστών – Ειρηνοδικών το 2016, που μια πενταετία αργότερα μετά την κατάργηση του νόμου βρέθηκαν με ελάχιστο δικαστικό έργο!
Επιχειρήθηκε πολλές φορές απλούστευση των δικονομικών διαδικασιών, όπως με το νόμο 2915/2001 που κατάργησε τον Εντεταλμένο Δικαστή και την προδικαστική απόφαση, η οποία δικαίως ενοχοποιήθηκε για τη διαιώνιση των πολιτικών δικών κι επέβαλε υποχρέωση υποχρεωτικής συνδιαλλαγής πριν την συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς οι διάδικοι δίχως καν να προσπαθήσουν να λύσουν συμβιβαστικά τη διαφορά βεβαίωναν την αδυναμία εξωδικαστικής επίλυσης για να συνεχιστεί η δίκη.
Επίσης οι μονομελείς συνθέσεις και η διεύρυνση της αρμοδιότητας των Μονομελών Δικαστηρίων, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και αποδείχθηκαν ημίμετρο, καθώς αν και υπήρχε ικανός αριθμός δικαστών δεν υπάρχει ο αναγκαίος αριθμός δικαστικών υπαλλήλων, αλλά και εισαγγελέων. Η χώρα μας αν και έχει την μεγαλύτερη αναλογία δικαστών σε σχέση με τον πληθυσμό της έχει μια από τις χειρότερες αναλογίες στην ΕΕ σε δικαστικούς υπαλλήλους και Εισαγγελείς.
Ακόμη και η διαμεσολάβηση, θεσμός που δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες για αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, καίτοι ο νομοθέτης την κατέστησε υποχρεωτική και όρο του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής, επειδή αντιμετωπίστηκε, όχι ως ευκαιρία επίλυσης της διαφοράς, αλλά σαν προϋπόθεση για τη συνέχιση της αντιδικίας, δεν έχει μέχρι σήμερα ικανοποιητικά αποτελέσματα, καθώς λιγότερο από το 5% των υποθέσεων επιλύονται με διαμεσολάβηση, από αυτές, που υπάγονται υποχρεωτικά σε αυτή και δυνητικά θα μπορούσαν εξωδίκως να επιλυθούν.
Βούληση της Κυβέρνησης είναι η βελτίωση και επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, ώστε να καταστεί πυλώνας ευημερίας και ανάπτυξης.-
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις και μέτρα για το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αξιοποιώντας σημαντικά κονδύλια, που για πρώτη φορά το Ελληνικό Κράτος δίδει για τη Δικαιοσύνη.
Τα μέτρα, που επιγραμματικά αναφέρω παρακάτω, λειτουργούν συμπληρωματικά κι ενισχυτικά μεταξύ τους, στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδιασμού με συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιάγραμμα, που εξικνείται έως το πέρας της τρέχουσας κυβερνητικής περιόδου.
Οι παρεμβάσεις μας διαρθρώνονται συστηματικά σε τρία επίπεδα.
Επίπεδο πρώτο: Οργάνωση και θεσμικές μεταρρυθμίσεις
Με την τεχνική συνδρομή της Π.Τ η Ελληνική Δικαιοσύνη απέκτησε δικαστικό χάρτη. Ένα συνεκτικό κείμενο κανόνων, που λειτουργούν ως νόμος πλαίσιο και ρυθμίζουν σε 3 άξονες την οργάνωση και λειτουργία της Ελληνικής Δικαιοσύνης:
Άξονας 1ος. Ενοποίηση πρώτου βαθμού με κατάργηση των Ειρηνοδικείων. Πλέον το σύνολο των υποθέσεων πρώτου βαθμού κατανέμεται με ορθολογικά και αντικειμενικά κριτήρια σε 2.100 δικαστές.
Άξονας 2ος. Η νέα δικαστική χωροταξία. Οι δικαστικοί σχηματισμοί πρώτου βαθμού στην Επικράτεια περιορίστηκαν σε 113 από 217 δίχως να περιοριστεί, αντίθετα διευρύνθηκε και αναβαθμίστηκε, η πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη.
Καταφέραμε επιπλέον με το δικαστικό χάρτη το 57% των Δικαστηρίων μας να είναι πλέον παραγωγικά δικαστήρια με βάση τα διεθνή πρότυπα, έναντι μόλις 6% πριν την εφαρμογή του Χάρτη.
Άξονας 3ος. Η διαχείριση των προμηθειών και επισκευών δικαστικών κτηρίων από το ΤΑΧ.ΔΙΚ.
Από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις ξεχωρίζουμε ιδιαίτερα τη νέα δικονομία του ΣτΕ, τη μεταφορά ήσσονος νομικής και αποδεικτικής δυσχέρειας υποθέσεων στους δικηγόρους και το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αντικαθιστά το νόμο 4335/2015. Παρά τις διαβεβαιώσεις της τότε Κυβέρνησης και των εκπροσώπων των θεσμών για επιτάχυνση, ο 4335/2025 συνδέθηκε με τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους.
Ο νέος Κώδικας προβλέπει, μεταξύ άλλων τον ορισμό δικασίμου εντός έξι μηνών από την κατάθεση της αγωγής, την κατάργηση της επανασυζήτησης της υπόθεσης, την αξιοποίηση για πρώτη φορά, του χρόνου της προδικασίας με προέλεγχο της υπόθεσης από τον φυσικό δικαστή, που εκδίδει και την οριστική απόφαση, την σύντμηση των προθεσμιών και τη λειτουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τον επαναπροσδιορισμό, συζήτηση και έκδοση απόφασης το αργότερο έως το τέλος του 2028 των πάνω από 35.000 ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που έχουν προσδιοριστεί έως και το 2037!
Παράλληλα, συνεχίζουμε τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές. Έως τέλος του χρόνου προγραμματίζουμε να έχει ψηφιστεί η αναμόρφωση του Κληρονομικού Δικαίου, το σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του θεσμού της Δικαστικής μέριμνας και ο Κώδικας Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών.
Επόμενη νομοθετική πρωτοβουλία η πλήρης αναμόρφωση του θεσμού της άσκησης νομικών επαγγελμάτων, των εξετάσεων για λήψη άδειας ασκήσεως νομικού επαγγέλματος και των προαγωγών των Δικηγόρων.
Επίπεδο δεύτερο: Κτηριακές και ψηφιακές υποδομές
Με σκοπό την παροχή αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας στους Έλληνες Δικαστές, Δικηγόρους και Δικαστικούς Υπαλλήλους βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα, το οποίο αντλεί συνολικά 550εκ ευρώ από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και Εθνικούς Πόρους, ενώ ανακοινώνεται τις επόμενες ημέρες ένα άλλο πρόγραμμα επισκευών δικαστικών μεγάρων με πόρους του ΤΑΧ.ΔΙΚ 60εκ ευρώ.
Προχωράμε επίσης με τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Δικαιοσύνης, συνολικού προϋπολογισμού 220 εκ ευρώ, με στόχο τη μείωση της γραφειοκρατίας και την εξοικονόμηση χρόνου και δαπανών.
Επίπεδο τρίτο: Ανθρώπινο δυναμικό
Επενδύουμε ιδιαίτερα στο ανθρώπινο δυναμικό. Στην εκπαίδευση και μετεκπαίδευση των δικαστών μας. Η επιμόρφωση των 950 πρώην Ειρηνοδικών, μέσω της Σχολής Δικαστών, η μεγαλύτερη επιμόρφωση εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών που έγινε ποτέ στον ευρωπαϊκό δικαιϊκό χώρο, προσέδωσε αναμφισβήτητα ποιοτική υπεραξία στη Δικαιοσύνη. Επιπλέον με συνεχείς ετήσιες προσλήψεις και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, ενισχύουμε τον κλάδο των δικαστικών υπαλλήλων.
Τα πρώτα στοιχεία από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι θετικά. Ήδη στο πρώτο εξάμηνο εφαρμογής του Δικαστικού Χάρτη, δηλαδή από 16.9.2024 έως 31.3.2025, ο ρυθμός εκκαθάρισης των Πρωτοδικείων αυξήθηκε από 89% που ήταν στο ίδιο χρονικό διάστημα πριν την εφαρμογή του στο 94%, ενώ ο χρόνος έκδοσης πρωτόδικης απόφασης περιορίζεται εντός 500 ημερών, έναντι των 700, που απαιτούνταν πριν την εφαρμογή του Δικαστικού Χάρτη. Ακόμη πιο εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία από τα 2 μεγαλύτερα Πρωτοδικεία της Χώρας. Στην Αθήνα ο δείκτης εκκαθάρισης μετά την εφαρμογή του Χάρτη από 15.9.2024 έως 31.3.2025 αυξήθηκε κατά 15 μονάδες κι έφθασε στο 101% από 86% το αντίστοιχο διάστημα ένα έτος πριν την εφαρμογή του ενώ ο χρόνος έκδοσης οριστικής απόφασης μειώθηκε κατά 27%. Από 1870 ημέρες περιορίστηκε στις 1367. Στη Θεσσαλονίκη ο δείκτης εκκαθάρισης έφτασε το εντυπωσιακό 104% από το 88,6% και ο χρόνος έκδοσης οριστικής απόφασης από 332 ημέρες μειώθηκε στις 253.
Επισημαίνω ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή του χάρτη και των μεταρρυθμίσεων. Με την ολοκλήρωση προσβλέπουμε σε σημαντικά καλύτερους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης.
Στόχος μας να καταστήσουμε το δικαστικό μας σύστημα διαφανέστερο και αποτελεσματικότερο, ώστε ο πολίτης να επανακτήσει την εμπιστοσύνη του στη Δικαιοσύνη.
Σε ένα κράτος δικαίου όπου η Δικαιοσύνη λειτουργεί σε προβλέψιμο περιβάλλον, υπό την έννοια ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σε εύλογο χρόνο και εφαρμόζονται, δημιουργούνται οι κατάλληλες δομικές προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική σταθερότητα.
Εργαζόμαστε ώστε το τέλος του 2027 ο χρόνος έκδοσης τελεσίδικης απόφασης στη χώρα μας να πλησιάζει το μ.ο των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή 700 περίπου ημέρες από 1492, που απαιτούνται σήμερα με βάση τα στοιχεία της Cepej του 2022.
Η υπερβολική βραδύτητα δεν είναι απλώς μια οργανωτική ανεπάρκεια. Συνιστά κατ’ ουσίαν παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Πλήττει κυρίως τους ασθενέστερους, ενώ επιδρά αρνητικά στην προσέλκυση των επενδύσεων, στην επιχειρηματικότητα και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το κείμενο, εκφράζοντας την βαθύτατη πεποίθησή μας για την δικαιοσύνη που καθοδηγεί τις αποφάσεις μας. Η Δικαιοσύνη δεν είναι πεδίο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, αλλά διαλόγου, συνεργειών και συνθέσεων για να επιτευχθεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση και να εξασφαλιστούν ουσιαστικές και διαρκείς μεταρρυθμίσεις που θα υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και θα ενδυναμώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους Θεσμούς.
*Ο Ιωάννης Μπούγας είναι υφυπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής Φωκίδας, δικηγόρος, ΔΝ, πιστοποιημένος διαμεσολαβητής, μέλος της Παγκόσμιας Ένωσης Δικηγόρων