Η φρικτή δολοφονία της 16χρονης στη Βέροια το 1962: «Την αγαπούσα παράφορα κι εκείνη με απέκρουε»
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Η φρικτή δολοφονία της 16χρονης στη Βέροια το 1962: «Την αγαπούσα παράφορα κι εκείνη με απέκρουε»

Ένα φρικιαστικό έγκλημα που διαπράχθηκε εν ψυχρώ με θύμα μια 16χρονη χωρική που εκτελέστηκε με αλλεπάλληλες μαχαιριές, αναστάτωσε τους κατοίκους των ορεινών χωριών της Βέροιας το Νοέμβριο του 1962.

Τραγικό θύμα του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν η όμορφη Χρυσούλα, που έχασε τη ζωή της για λόγους ερωτικής αντιζηλίας. Εκείνο το μεσημέρι η Χρυσούλα βρισκόταν μαζί με τον αρραβωνιαστικό της, τον Κωνσταντή στο διπλανό χωριό. Είχε πρόβα του φορέματος που θα φορούσε στο γάμο τους.

Στο δρόμο της επιστροφής το ζευγάρι συνάντησε έναν 31χρονο συγχωριανό τους, ο οποίος τους πρότεινε να προχωρήσουν όλοι μαζί προς το χωριό, πηγαίνοντας από ένα μονοπάτι για να γλιτώσουν τις λάσπες, που είχε αφήσει η χθεσινοβραδινή βροχή. Ήδη, ο Κώστας Σ. είχε αρχίσει να συζητά με τον αρραβωνιαστικό της Χρυσούλας και επιβράδυνε συνεχώς το βηματισμό του. Ο πραγματικός του ρόλος, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν να φυλάει «τσίλιες».

Ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά τους ο Νίκος Ζ. και ο Μερκούριος Μ.,που για ώρα κάθονταν κρυμμένοι πίσω από την πυκνή βλάστηση του μονοπατιού. «Ή παρατάς τη Χρυσούλα ή δεν κανείς βήμα παραπέρα» είπαν στον Κωνσταντή και στάθηκαν απειλητικά μπροστά του. Ταυτόχρονα, πετάχτηκαν δυο ακόμη άνδρες από άλλο σημείο του δάσους. Ο Απόστολος Κ. και ο Νίκος Β., οι οποίοι άρπαξαν βίαια τη Χρυσούλα και άρχισαν να τη σέρνουν.

Η ξαφνική αυτή επίθεση πάγωσε το μνηστήρα της Χρυσούλας όποιος ένιωσε ανίσχυρος μπροστά στην επίθεση από τόσους άντρες. Εκείνη τη στιγμή ένας ακόμη συγχωριανός τους που ακολουθούσε το ίδιο μονοπάτι και είδε το σκηνικό, όρμηξε προς τους δύο άντρες για να σταματήσει την επίθεση. Ο Κωσταντής αναθάρρησε και όρμησε να επιτεθεί κι εκείνος μαζί με τον περαστικό.

Την ώρα της άγριας συμπλοκής, όταν οι γροθιές έπεφταν βροχή, ακουγόταν από το βάθος της χαράδρας οι απελπισμένες κραυγές της Χρυσούλας που καλούσε σε βοήθεια. Αμέσως, ο Νικος Ζ. και ο Μερκούριος Μ. σταμάτησαν το γρονθοκόπημα στο μνηστήρα της και χάθηκαν στο δάσος, ενώ ο μνηστήρας της και ο περαστικός που τον βοηθούσε έτρεξαν προς το μέρος της. Προσπαθούσαν να κινηθούν προς το σημείο που άκουσαν τις φωνές, οι οποίες λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σταμάτησαν απότομα. Οι δύο άντρες άρχισαν μανιωδώς να αναζητούν την Χρυσούλα, την οποία βρήκαν τελικά σε βάθος περίπου 250 μέτρων. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό. Η νεαρή κοπέλα κείτονταν σε μια άμορφη μάζα, αιμόφυρτη με σκισμένα τα ρούχα της. Την είχαν ρίξει μέσα στη χαράδρα. Οι δύο άντρες κατέβηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τον γκρεμό για να ανασύρουν το ζεστό ακόμη πτώμα της.

Ο μισός λαιμός της ήταν κομμένος και σε όλο το σώμα της είχε πληγές από μαχαίρι. Στο πρόσωπο, το στήθος, την πλάτη, τα χέρια. Οι δολοφόνοι της εξαφανίστηκαν αμέσως μετά το έγκλημα και το μόνο που είχε απομείνει στον τόπο της τραγωδίας ήταν το παπούτσι του Αποστόλη. Ο Κωσταντής έπλυνα πρόχειρα το σώμα της μνηστής του, το σήκωσε στους ώμους και πήρε το δρόμο για το χωριό. Φτάνοντας άφησε το άψυχο κορμί της Χρυσούλας μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της μητέρας της. Ο σπαραγμός τους ήταν τόσος που ξέχασαν να ειδοποιήσουν την χωροφυλακή. Το έγκλημα διαδόθηκε αστραπιαία στο χωριό και αμέσως έφτασε η αστυνομία.

Παράφορο ερωτικό πάθος ήταν αυτό που οδήγησε το δολοφόνο της Χρυσούλας να την σκοτώσει. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της προανάκρισης, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Από τις καταθέσεις προέκυψε ότι ο Αποστόλης είχε επιχειρήσει τον περασμένο Αύγουστο να απαγάγει την Χρυσούλα. Την είχε μεταφέρει με τη βία έξω από το χωριό αλλά τον κυνήγησε η αδελφή του και η θεία του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την νεαρή κοπέλα. Από την νεκροψία αλλά και την αυτοψία στον τόπο του εγκλήματος οι αρχές συμπέραναν ότι η Χρυσούλα έδωσε μάχη προκειμένου να αποφύγει το θάνατο. Δράστης του εγκλήματος ήταν ο Αποστόλης, ενώ ο Νίκος Ζ. βοήθησε στην ακινητοποίησή της.

Περίπου 55 ώρες μετά τη δολοφονία της Χρυσούλας, οι αρχές έφτασαν στην σύλληψη του Αποστόλη τον οποίο βρήκαν να κρύβεται μέσα στο δάσος. Δύο ακόμη από τους συνεργούς του συνελήφθησαν και εκείνοι σε άλλο σημείο της περιοχής. «Την αγαπούσα παράφορα αλλά εκείνη με απέκρουε, με αποτέλεσμα να εξάπτει διαρκώς το πάθος μου για εκείνη. Ιδιαιτέρως μάλιστα, μετά τον αρραβώνα της με τον Κωσταντή. Εγώ ήθελα να την απαγάγω όχι να την σκοτώσω αλλά εκείνη δε με ακολουθούσε. Τους άλλους τέσσερις τους κάλεσα απλώς για να με βοηθήσουν στην απαγωγή» είπε μετά τη σύλληψη του ο Αποστόλης.

Η δίκη των πέντε

Τον Ιούνιο του 1963 ο Αποστόλης και οι τέσσερις συνεργοί του οδηγήθηκαν στο εδώλιο του κακουργιοδικείου. Το ενδιαφέρον του κόσμου για τη δίκη ήταν τόσο μεγάλο, που κρέμονταν ακόμα και από τα παράθυρα της αίθουσας προκειμένου να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία.

«Ο δράστης όταν μαχαίρωνε τη Χρυσούλα έστριβε το μαχαίρι» είπε ο ιατροδικαστής, ο οποίος έφερε μαζί του το εκμαγείο του λαιμού της άτυχης κοπέλας για να δείξει στο δικαστήριο τι είχε συμβεί. Αν και οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ζήτησαν να μην εμφανίσει ο ιατροδικαστής το εκμαγείο, του αίτημά τους δεν έγινε αποδεκτό. Δεκατέσσερις μαχαιριές δέχτηκε η άτυχη κοπέλα. «Τα τραύματα στον αυχένα προξενήθηκαν αστραπιαία όταν το θύμα βρισκόταν σε πρυνή θέση και σπάραζε από τα προηγούμενα πλήγματα που είχαν επιφέρει την πλήρη παράλυση της. Ο δράστης συνέχιζε να την μαχαιρώνει και μετά το θάνατό της» είπε ο ιατροδικαστής.

Με δάκρυα στα μάτια κατέθεσε ο παππούς της Χρυσούλας, λέγοντας στο δικαστήριο πως τον είχε σαν πατέρα της. «Μέναμε στο ίδιο σπίτι με την κόρη μου και την εγγονή μου. Η κόρη μου έμεινε χωρίς άντρα όταν η εγγονή μου ήταν έξι μηνών. Έτσι εγώ έπαιξα το ρόλο του πατέρα για εκείνη. Όταν μεγάλωσε κι έφτασε στα 16 χρόνια, άρχισαν να μου την ζητούν τα παιδιά του χωριού. Ποτέ ο ένας και πότε ο άλλος. Ο κατηγορούμενος την ήθελε κι αυτός. Το κορίτσι όμως δεν τον ήθελε κι εμείς αποφασίσαμε να την δώσουμε σε εκείνο που θα διάλεγε η ίδια» είπε στους δικαστές.

Οι μάρτυρες υπεράσπισης του δολοφόνου της Χρυσούλας, προσπάθησαν να ρίξουν το βάρος επάνω της, λέγοντας πως είχε σχέσεις με τον άνθρωπο που την δολοφόνησε. «Πέρυσι το Πάσχα συνάντησα μόνη της τη Χρυσούλα και της είπα ότι την αγαπώ. Εκείνη τότε μου αποκρίθηκε «Τάκη δεν είσαι κανένας βλάκας. Το σπίτι μου από το σπίτι του Αποστόλη απέχει λίγα μέτρα». Κατάλαβα αλλά είχα ακόμη ελπίδες. Μια μέρα με βρήκε ο Αποστόλης. «Τάκη μου λέει, κάτι έμαθα για τη Χρυσούλα».Εγώ τότε του απάντησα: «Με συγχωρείς Αποστόλη δεν ήξερα ότι τα έχεις εσύ μαζί της»» περιέγραψε ο μάρτυρας στο δικαστήριο.

Για έρωτα της Χρυσούλας με τον Αποστόλη έκανε λόγο στην κατάθεση της και η αδελφή του βασικού κατηγορουμένου στην υπόθεση, με τον πρόεδρο να την ρωτά γιατί δεν τον αρραβωνιάστηκε, αλλά επέλεξε κάποιον άλλο. «Αιτία ήταν μια θεία της. Αυτή ήθελε να την παντρέψει με έναν κουνιάδο της για να μη χάσουν τα κτήματα. Ο αδερφός μου δεν θέλησε να την κλέψει. Αυτά τα δημιούργησε η θεία της Χρυσούλας».

Ακολούθησαν οι απολογίες των τεσσάρων συνεργών του Αποστόλη, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ περιέγραψαν ότι είχαν σκοπό μόνο να βοηθήσουν το φίλο τους να πάρει τη Χρυσούλα. Πολύ αργά το βράδυ στο βήμα ανέβηκε για να απολογηθεί ο 24χρονος Αποστόλης. «Η Χρυσούλα ήταν φίλη της αδερφής μου και ερχόταν συχνά στο σπίτι. Σιγά-σιγά, την αγάπησα. Χορεύαμε μαζί στο σπίτι μου και ένιωθα κάθε μέρα να την αγαπώ πιο πολύ. Τον περασμένο Σεπτέμβριο της εξομολογήθηκα τον έρωτα μου. Εκείνη με άκουσε προσεκτικά και ύστερα μου είπε: «Άκουσε Αποστόλη. Εγώ είμαι μικρή και ορφανή. Θέλουμε έναν άντρα στο σπίτι μας». Εγώ τότε ρώτησα τον πατέρα μου αλλά εκείνος δε μου επέτρεψε να δεχθώ να μπορέσω γαμπρός στο σπίτι της Χρυσούλας. Παρόλαυτά εξακολουθούσε να την αγαπώ. Την έβλεπα συχνά και κουβεντιάζαμε. Ένα βράδυ Χρυσούλα μου είπε να στείλω ένα φίλο μου στη μάνα της και να την ζητήσω σε γάμο. Πραγματικά έστειλα ένα φίλο μου, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε» υποστήριξε ο κατηγορούμενος.

Όταν ερωτήθηκε για την απόπειρα απαγωγής της Χρυσούλας, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τα πάντα, λέγοντας πως η νεαρή κοπέλα τον είχε ειδοποιήσει για να πάει να την κλέψει, ενώ εκείνη θα προέβαλε κάποια αντίσταση για να μη θυμώσει η μάνα της. «Την απειλούσε η μάνα της πως αν με παίρνει για άντρα της θα έχει για την προίκα της και τη μηχανή του ρεψίματος. Πήγα στο χωράφι και είπα της Χρυσούλας να φύγουμε, επειδή όμως βρισκόταν εκεί κι άλλες γυναίκες εκείνη έβαλε τις φωνές. Εγώ θύμωσα την έπιασα από το χέρι και της είπα ότι αν είναι να παρθούμε, θα παρθούμε. Διαφορετικά να φύγω. Εκείνη τη στιγμή τρέξανε γυναίκες από τα γύρω χωράφια και η Χρυσούλα φοβήθηκε και είπε πως πάω να την κλέψω».

«Με αρραβώνιασαν με έναν μπουλούκο»

Λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση του αρραβώνα της Χρυσούλας με τον Κωσταντή, ο Αποστόλης την συνάντησε στο δρόμο και της έδωσε συγχαρητήρια για τον αρραβώνα της. «Έχεις όρεξη για αστεία μωρέ Αποστόλη; Εδώ με αρραβώνιασαν με ένα μπουλούκο κι εσύ μου δίνεις συγχαρητήρια;» υποστήριξε ο Αποστόλης πως του απάντησε η κοπέλα και συμπλήρωσε: «Στις 31 Οκτωβρίου την συνάντησα τυχαία και εκείνη μου είπε πως θα πήγαινε στο διπλανό χωριό με τον αρραβωνιαστικό της. Μου ζήτησε να πάρω δυο τρεις φίλους μου και να πάμε να την κλέψουμε».

Ο κατηγορούμενος έφτασε και στην ημέρα του φόνου, λέγοντας πως πάνω στον καβγά κατάφερε να κλέψει το σουγιά του αρραβωνιαστικού της Χρυσούλας. «Η Χρυσούλα όταν είδε το επεισόδιο έβαλε τις φωνές και δεν ήθελε να έρθει μαζί μου. Εγώ την πήρα και άρχισα να κατεβαίνω προς το ρέμα. Εκείνη κάποια στιγμή μου ξέφυγε αλλά την κυνήγησα και την έπιασα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα δεν ξέρω τι έκανα. Έβγαλα το σουγιά και την χτυπούσα, την χτυπούσε συνέχεια. Ήμουν ένας άνθρωπος χωρίς αισθήσεις. Την άφησα και άρχισα να τρέχω σαν τρελός. Γελούσα, έκλαιγα, φώναζα».

Η διάσκεψη των ένορκων διήρκεσε 6 ώρες, όταν σε ένα κατάμεστο ακροατήριο ανακοινώθηκε η ετυμηγορία. Ο Αποστόλης κηρύχθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως χωρίς κανένα ελαφρυντικό, ενώ οι τρεις συνεργοί του κηρύχθηκαν ένοχοι για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία με τα ελαφρυντικά της μέτριας συγχύσεως και του πρότερου έντιμου βίου. Το δικαστήριο αποσύρθηκε ξανά και στις πέντε τα ξημερώματα ανακοίνωσε τις ποινές των κατηγορουμένων. Ο Αποστόλης καταδικάστηκε σε θάνατο, σε ποινή κάθειρξης 21 ετών και έξι μηνών καταδικάστηκαν οι δύο από τους τέσσερις συνεργούς του, ενώ οι άλλοι δύο σε ποινές φυλάκισης πέντε ετών.