Ανοίγοντας το στρατιωτικό μπαούλο ενός Ήρωα του Υψώματος 731
Ανοίγοντας το στρατιωτικό μπαούλο ενός ήρωα του 1940
Πηγή: Newsbomb.gr
ΕΘΝΙΚΑ

Ανοίγοντας το στρατιωτικό μπαούλο ενός Ήρωα του Υψώματος 731

Το Έπος του 1940 ανήκει πρωτίστως, στους Ήρωες του. Πολλοί από αυτούς, «έπεσαν» στη φονικότερη και πιο ηρωική μάχη, αυτή του υψώματος 731. Κάποιοι, όμως επέζησαν.

Ανήκει στους χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες που στο άκουσμα της επιστράτευσης λόγω της επίθεσης ενός υπέρτερου, τεράστιου αντιπάλου, έφυγαν με το χαμόγελο στα χείλη για το μέτωπο. Και έγραψαν ένα από τα πιο χρυσά κεφάλαια όχι μόνο στην Ιστορία του έθνους μας, αλλά και σε αυτή όλων των υπερήφανων εθνών που αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Η πιο συγκλονιστική σελίδα σε αυτό το κεφάλαιο, είναι αυτή της μάχης στο Ύψωμα 731.

Τις εβδομάδες μετά την 28η Οκτωβρίου, για ένα διάστημα, οι μόνοι λαοί που αντιστέκονταν απέναντι στη φρίκη που απειλούσε να καταλύσει την Ευρώπη, ήταν ο αγγλικός και ο ελληνικός. Οι υπόλοιποι, είτε είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα και τους Ναζί, είτε είχαν προβάλλει συμβολική -ή και καθόλου- αντίσταση.

Όχι όμως και οι Έλληνες. Τα 18 χρόνια ειρήνης από τη μικρασιατική τραγωδία δεν ήταν πολλά, για έναν πληγωμένο από τότε λαό, που γνώριζε καλά το κόστος αλλά και την αξία της λευτεριάς και, κυρίως, ότι δεν είναι καθόλου δεδομένη. Απαιτεί θυσίες -πολλές θυσίες- που όσες και να ήταν αυτές, ήταν διατεθειμένος να τις προσφέρει.

Μεταξύ των μαχητών, ήταν ο νεαρός τότε, δόκιμος ανθυπολοχαγός, Σωτήρης Τζοβαρίδης, από τη Λάρισα. Με το ξέσπασμα του πολέμου τοποθετείται Διμοιρίτης πολυβόλων, τα γνωστά ΧΟΤΣΚΙΣ, στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού.

Από την Καλαμπάκα, αρχίζει η μεγάλη προέλαση προς τη Βόρεια Ήπειρο, προκειμένου οι Έλληνες να ανακόψουν τον εισβολέα. Το βάπτισμα του πυρός δίνεται σε ελληνικό έδαφος, με τους μάλλον απροετοίμαστους για την αντιμετώπιση ενός ψυχομένου για την πατρίδα του στρατού, Ιταλούς, να αρχίζουν να έχουν τις πρώτες βαριές απώλειες.

Τα πολυβόλα που διοικεί ο Θεσσαλός ανθυπολοχαγός καταλαμβάνουν τα κατάλληλα υψώματα και τρέπουν τον εχθρό σε φυγή, με ελάχιστες απώλειες. Σειρά έχει η Κόνιτσα, την οποία οι Έλληνες ανακαταλαμβάνουν έπειτα από σκληρές μάχες 3 ημερών.

Διόραμα στο Πολεμικό Μουσείο με τους μαχητές του 1940

Ο εχθρός αφήνει πίσω του πλούσιο πολεμικό υλικό -τόσο πολύ, που οι Έλληνες χρησιμοποιούν τις χειροβομβίδες τους, αφού τις απασφάλιζαν, ως ταμπακέρες για τα τσιγάρα τους.

Ο Σωτήρης Τζοβαρίδης με τη στολή εκστρατείας

Η προέλαση του ελληνικού στρατού

Ο ενθουσιασμός είναι τεράστιος, το ηθικό ακμαιότατο αλλά εδώ αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα, ενώ ο Μουσολίνι συνειδητοποιεί ότι μάλλον δεν θα κάνει παρέλαση στην Αθήνα. Κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες ο στρατός προελαύνει μέσα στη Βόρεια Ήπειρο, όπου οι ιταλικές σφαίρες δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Τα χιόνια και η δυσκολία του εφοδιασμού προκαλούν κρυοπαγήματα, ενίοτε και αναγκαστικούς ακρωτηριασμούς, όπως αφηγείται ο Σωτήρης Τζοβαρίδης.

Οι Ιταλοί κομάντος προσπαθούν να επιφέρουν καίρια πλήγματα με νυχτερινές εφόδους -ακολουθούν μάχες σώμα με σώμα, με τις ξιφολόγχες. Εκεί, ο νεαρός ανθυπολοχαγός πέφτει στο έδαφος και ενώ πάει ο Ιταλός εχθρός να τον αποτελειώσει, ο σύντροφος του δίπλα προλαβαίνει την τελευταία στιγμή και εξοντώνει τον επιτιθέμενο.

Η κραυγή ΑΕΡΑ αντηχεί στα βουνά της Πίνδου και δεν αργεί να αποτελέσει το σύνθημα της νίκης από εκεί, μέχρι την τελευταία άκρη της χώρας όπου φτάνουν τα ευχάριστα νέα.

Η προέλαση συνεχίζεται και επόμενος στόχος είναι το στρατηγικό ύψωμα 897, κοντά στην Κλεισούρα – εδώ, ο ελληνικός στρατός θα πρέπει να είναι αυτός που θα διασπάσει τις αμυντικές, πια, γραμμές του εχθρού. Τα πολυβόλα συμβάλλουν τα μέγιστα στις πολύωρες μάχες όπου «έβαλλον», δε «άνευ τριπόδων, διότι ο εχθρός είχε αποψιλώσει το έδαφος».

Ο εχθρός «μα και πάλι ακούει ΑΕΡΑ» και τα ελληνικά στρατεύματα είναι ασυγκράτητα. Παρά τις μεγάλες απώλειες, «η πίστις και η αγάπη προς την πατρίδα προηγούνται παντός ανθρωπίνου αισθήματος». Νέες μάχες εκ του συστάδην, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που πολεμούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, σχεδόν πάντα, υπέρτερους εχθρούς και εισβολείς και οι Ιταλοί υποχωρούν και από την Κλεισούρα.

Η προέλαση συνεχίζεται, αλλά ο εφοδιασμός γίνεται όλο και πιο σπάνιος. Η τροφή δυσεύρετη, για νερό οι φαντάροι λιώνουν το χιόνι. Μουλάρια πια δεν υπάρχουν, ψόφησαν όλα από τις κακουχίες και οι στρατιώτες αναγκάζονται να διασχίζουν τα κρύα ποτάμια με τα πόδια, με το νερό να φτάνει μέχρι τον λαιμό, κι αυτοί να συγκρατούν πάνω από το κεφάλι τους μόνο το όπλο τους, για να μην βραχεί και χαλάσει.

Ανοίγοντας το στρατιωτικό μπαούλο του ήρωα του 1940 - Δείτε φωτογραφίες:

Η Μάχη στο Ύψωμα 731

Ο Μουσολίνι ρίχνει πια ό,τι έχει. Το φάσμα της ήττας και της έκθεσης στον σύμμαχό του, τον Χίτλερ, είναι πιο ορατό από ποτέ. Ξεκινάει η εαρινή επίθεση, στις 9 Μαρτίου 1941.

Κάπου εδώ, είναι που θα συμβεί αυτό που έχει χαρακτηριστεί και ως «Θερμοπύλες της εποχής μας» – μόνο που αυτή τη φορά το αποτέλεσμα ήταν νικηφόρο. Η μάχη για το ύψωμα 731.

Ο Σωτήρης Τζοβαρίδης, στα γεράματα πια, περιγράφει τα δραματικά, όσο και ένδοξα γεγονότα, εκεί, στο ύψωμα 731, με μια ανάσα.

Τα ιταλικά βομβαρδιστικά πασχίζουν να το ισοπεδώσουν, ωστόσο ο ανθυπολοχαγός πυροβολικού κι άλλοι 90 άνδρες εκείνη τη στιγμή το υπερασπίζονται μέχρι τελευταίας ρανίδας.

«Ο εχθρός επιτίθεται βέβαιος ότι δεν υπάρχει ζώσα ψυχή στο ύψωμα, δέχονται όμως από τα πολυβόλα μου καταιγισμό πυρός και τρέπονται εις άτακτο φυγή, εγκαταλείποντες μεγάλο αριθμό νεκρών και τραυματιών. Ο εχθρός επιχειρεί διαδοχικές επιθέσεις αψηφώντας δια τας τρομακτικάς απώλειας, θέλει πάση θυσία να καταλάβει το ύψωμα, μας πλησιάζει στα 30-35 μέτρα, δέχεται βροχή χειροβομβίδων και ριπές πολυβόλων και οπλοπολυβόλων, οι σωροί των νεκρών μεγαλώνουν, οι τραυματίες των ζητούν απεγνωσμένως βοήθεια, το ίδιο πάντοτε αποτέλεσμα για αυτούς, ο βομβαρδισμός συνεχίζεται σφοδρώς, τα δέντρα ξεριζώνονται, οι νεκροί μας και τραυματίες αυξάνουν, κόλαση πυρός και σιδήρου επικρατεί, το ύψωμα αλλάζει σχήμα, η αντίστασης και η πίστης μας στον αγώνα ακλόνητες, οι Ιταλοί συνεχίζουν τας επιθέσεις των, το ίδιο πάντα δια αυτούς αποτέλεσμα, οι σωροί των νεκρών και τραυματιών των αυξάνουν τρομακτικά».

Μέσα σε αυτή την κόλαση, ο θαρραλέος ανθυπολοχαγός αποδεικνύεται και επτάψυχος. Επιβιώνει, χάρη στον τραυματισμό του, και ενώ δίπλα του οι συμπολεμιστές του πέφτουν νεκροί. Το μέτωπο δεν θα σπάσει όμως, η εαρινή επίθεση έχει αποτύχει, ο ελληνικός στρατός κρατάει τις θέσεις του, στα απελευθερωμένα εκείνη τη στιγμή χώματα της Βορείου Ηπείρου.

Και περιγράφει: «Περί την 17η ώραν μαζί με τον άλλον ανθυπολοχαγό, προκειμένου να αποφύγουμε τα σφοδρά πυρά όπλων του εχθρού καλυφθήκαμε κάτω από μια μεγάλη χωματόπετρα, ξαφνικά ένα βλήμα όλμου πέφτει επάνω στην πέτρα την οποία διαλύει, ο ανθυπολοχαγός είναι νεκρός, εγώ χάρις στο κράνος σώζομαι με ελαφρά αιματώματα, όμως τα θραύσματα νέου βλήματος με τραυματίζουν στο κεφάλι υποστάς συγχρόνως εγκεφαλική διάσειση, θεωρούμαι ήδη νεκρός, τη νύχτα περισυλλέγομαι υπό των τραυματιφορέων και μεταφέρομαι εις το ορεινό χειρουργείο και από εκεί στα Ιωάννινα και μετά στας Αθήνας, όπου θεραπευθείς εν μέρει είχον την ατυχία να αντικρίσω την 27/4/41 την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και την έπαρσιν της σημαίας των εις τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως».

Τα παράσημα που έλαβε λόγω της προσφοράς του

«Η Παναγία ήταν από πάνω μας»

Στο σημείο αυτό, πάντα αναφέρεται σε μια υπερβατική, βαθιά θρησκευτική στιγμή, που θεωρεί ότι έζησε, εκεί, στην κόλαση πυρός, ατσαλιού και θανάτου του υψώματος 731. Ήταν η ιστορία που πάντα προκαλούσε τις πιο έντονες απορίες στον γράφοντα, τον εγγονό του.

«Τη γλίτωσαν πολλοί Έλληνες τότε, ξέρεις γιατί Σωτηράκη… Γιατί είχαμε την Παναγία από πάνω μας και μας προστάτευε».

«Δηλαδή, παππού, πώς την είχατε από πάνω σας, τι έκανε», ρώταγε με παιδική αφέλεια ο εγγονός.

«Να, έτσι (άνοιγε διάπλατα τα χέρια), κάλυπτε τον ουρανό και οι βόμβες ή έπεφταν μακριά από εμάς, ή έπεφταν σε εμάς αλλά δεν έσκαγαν», απαντούσε.

Το πιο περίεργο είναι ότι προέκυψαν πολλές περιγραφές της υπερβατικής αυτής εντύπωσης της παρουσίας της Παναγίας, στον ουρανό. Περιγραφές, πανομοιότυπες, από άλλους επιζώντες ήρωες του υψώματος 731. Από ανθρώπους, που μάλλον δεν είναι φυσιολογικό ότι επέζησαν από εκεί.

Ομαδική παράκρουση, μέσα στις ακραίες συνθήκες της έντασης της μάχης, της φρίκης, των συνεχών εκρήξεων από παντού και του θανάτου, ή αναπαραγωγή μιας φαντασίωσης ενός ατόμου, από στόμα σε στόμα, που καταλήγει να γίνει «πραγματικότητα» για όλους; Ή μήπως… απλά ένα «θαύμα», σαν και αυτό που λέγεται ότι έχει συμβεί, τουλάχιστον σε δύο ακόμα, κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, κατά την οποία η «Υπερμάχος Στρατηγός» επενέβη;

Δεν έχει και τόση σημασία και ο εγγονός Σωτήρης δεν επεδίωξε να μάθει ποτέ μια τελική απάντηση, που άλλωστε, δεν υπάρχει.

Σημασία έχει, ότι αυτός ο λαός και αυτή η πατρίδα για να επιβιώσουν, έχουν περάσει από αρκετά υψώματα 731. Και είναι ακόμα εδώ.

Η τελευταία Υποστολή

Ένας εκ των τελευταίων ηρώων του 731 δεν είναι όμως πια εδώ από το 2008, οπότε και άφησε την τελευταία του πνοή σε βαθιά γεράματα, έχοντας αποκτήσει 2 κόρες με τη σύζυγο που τον λάτρευε, την Καλλιόπη, 4 εγγόνια και αν ζούσαν έως σήμερα, θα έβλεπαν και δισέγγονα.

Η οικογένεια Τζοβαρίδη

Ο αποστρατευθείς ως Υποστράτηγος, ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού, μάλλον λογική επιλογή καθώς μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, πολέμησε στον αδελφοκτόνο εμφύλιο, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά και στο στήθος, με μια μεγάλη ουλή να τον συνοδεύει για πάντα. Μετέπειτα, βρέθηκε και στην Κύπρο, λίγα χρόνια πριν την εισβολή του Αττίλα, όπου διετέλεσε κρυφός αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, για την άμυνα του νησιού.

Ο δύσκολος έρωτας στα χρόνια του πολέμου, με την αγαπημένη του Καλλιόπη

Έλαβε πολλές διακρίσεις και παράσημα, κάποια εκ των οποίων χάρισε στο Πολεμικό Μουσείο, όπου εκτίθενται στην πτέρυγα για το 1940.

Τα τιμητικά διπλώματα:

«Να την αγαπάτε την Ελλάδα», ήταν τα τελευταία λόγια που έγραψε στη διαθήκη του προς τη Θεανώ και την Ιωάννα.

Θάφτηκε με τιμές ήρωα πολέμου, με ειδικό άγημα του Γενικού Επιτελείου Στρατού και τη σημαία στο φέρετρο. Επικεφαλής του αγήματος ήταν κατά σύμπτωση ο υποδιοικητής του 951 Τάγματος Στρατονομίας, όπου μέχρι πριν λίγους μήνες υπηρετούσε ο εγγονός του. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», τον ρωτάει ο υποδιοικητής. «Ήταν ο παππούς μου κύριε υποδιοικητά», απαντά ο εγγονός του, αυθόρμητα προβλεπόμενα. Ο υποδιοικητής βγάζει το πηλίκιό του, της επίσημης στολής που φόραγε. Του δίνει το χέρι. «Συγχαρητήρια, αγόρι μου. Συγχαρητήρια».

Η νεκρώσιμος ακολουθία και η ταφή έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί, η τελευταία φτυαριά χώματος πέφτει στο φέρετρο, ο Σωτήρης έχει προλάβει να πετάξει μέσα, ως αποχαιρετιστήριο, το δικό του στρατιωτικό πηλίκιο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όχι νωρίτερα κι ούτε αργότερα, ακούγεται από κάπου, σίγουρα εκτός του νεκροταφείου Βύρωνα, το εμβατήριο υποστολής της σημαίας. Ο χαρακτηριστικός, και μάλλον πένθιμος ήχος, στον οποίο μέσα στα στρατόπεδα όλοι οι ένστολοι και πολίτες «κοκκαλώνουν» για να χαιρετίσουν για τελευταία φορά μέσα στη μέρα, τη σημαία. Έτσι έκανε εκεί και το στρατιωτικό άγημα, που ετοιμαζόταν να αποχωρήσει. Έτσι έκανε και η οικογένεια που βρισκόταν πάνω από τον τάφο.

Οι ένστολοι όμως αρχίζουν να κοιτάζονται μεταξύ τους, ενώ στρέφονται προς κάπου μη προσανατολισμένα, αφού δεν μπορούν να καταλάβουν από πού έρχεται το εμβατήριο. Εκεί, δεν υπάρχουν στρατόπεδα. Και σίγουρα, δεν ήταν και η ώρα της υποστολής της σημαίας.

Η πατρίδα, μάλλον αποχαιρέτησε τον Υποστράτηγο Σωτήριο Τζοβαρίδη, με τον τρόπο που θα ήθελε. Και θα άρμοζε.

Μια από τις τελευταίες φωτογραφίες

Οι αφηγήσεις του σε αφιέρωμα της εφημερίδας «Ελευθερία», της Λάρισας:

Διαβάστε επίσης

Ο πιλότος του «ΖΕΥΣ», Χρ. Γιακουμής μιλά αποκλειστικά στο Newsbomb.gr

28η Οκτωβρίου 1940: Αθλητισμός και αντίσταση - Άγνωστες ιστορίες

28η Οκτωβρίου: Έλληνες στρατιώτες αναχωρούν για το μέτωπο

Η οικογένεια Κοκκώνη φτιάχνει ελληνικές σημαίες από τον 19ο αιώνα

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ