Μια εικόνα που προβληματίζει: Η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» στα σκουπίδια
Οι παλιές εγκυκλοπαίδειες δεν χωρούν στα σπίτια της τεχνολογίας του σήμερα
Παλιοί, χοντροί και πολλοί τόμοι, τοποθετημένοι δίπλα σε κάδους απορριμμάτων: Μια εικόνα που συναντούμε όλο και συχνότερα, στην εποχή της κοινωνίας που αντικαθιστά τα βιβλία με συσκευές τεχνολογίας.
Ο θεατρικός συγγραφέας Μάνος Λαμπράκης δημοσιεύει στο προφίλ του στο facebook μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα: Τόμοι της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», μιας έκδοσης που υπήρχε σε πάρα πολλά ελληνικά σπίτια και συμβόλιζε πολλά περισσότερα από «μια εγκυκλοπαίδεια», είναι τοποθετημένοι μέσα σε πλαστική σακούλα γνωστού πολυκαταστήματος, δίπλα σε κάδους απορριμμάτων.
«Η απόρριψη της ‘Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους’ της Εκδοτικής Αθηνών - ενός έργου που συνιστούσε κάποτε το corpus της εθνικής αυτοσυνείδησης και το επίσημο κείμενο της κρατικής επιθυμίας να ιστοριοποιήσει το είναι του -αποκαλύπτει, με τη βουβή της σκηνή των κάδων, τη βαθύτερη ειρωνεία της νεοελληνικής νεωτερικότητας: το έθνος, που κάποτε αυτοπαρουσιαζόταν ως υποκείμενο της Ιστορίας, καθίσταται τώρα αντικείμενο απορριπτόμενης μνήμης, ένα παλιό χαρτί ανάμεσα στα κουτιά του delivery», σχολιάζει ο συγγραφέας και επισημαίνει: «Η ειρωνεία δεν είναι απλώς πολιτισμική, είναι οντολογική: εκεί όπου η Ιστορία εγγυόταν το νόημα, η λήθη το αποκαλύπτει ως κενό».
«Η πράξη του πετάγματος είναι μια ειρωνική αποκήρυξη του ίδιου του υλικού της εθνικής γνώσης: το έθνος πετάει τη μνήμη του επειδή δεν μπορεί να την ‘φορτώσει’ - ούτε στο σπίτι, ούτε στο tablet. Έτσι, το σκουπίδι δεν είναι η λήξη της ιστορίας, αλλά η μεταγραφή της σε άλλη μορφή: σε δεδομένα, σε memes, σε αποσπάσματα χωρίς σώμα», αναφέρει συμπυκνώνοντας το σήμερα.
Το κείμενο του Μάνου Λαμπράκη:
Η απόρριψη της ‘Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους’ της Εκδοτικής Αθηνών - ενός έργου που συνιστούσε κάποτε το corpus της εθνικής αυτοσυνείδησης και το επίσημο κείμενο της κρατικής επιθυμίας να ιστοριοποιήσει το είναι του -αποκαλύπτει, με τη βουβή της σκηνή των κάδων, τη βαθύτερη ειρωνεία της νεοελληνικής νεωτερικότητας: το έθνος, που κάποτε αυτοπαρουσιαζόταν ως υποκείμενο της Ιστορίας, καθίσταται τώρα αντικείμενο απορριπτόμενης μνήμης, ένα παλιό χαρτί ανάμεσα στα κουτιά του delivery
Ο τόμος που λειτουργούσε ως επιτομή του ιστορικού συνεχούς, αποκομμένος από την ευσέβεια των αναγνωστών και την προστατευτική σκόνη της βιβλιοθήκης, μεταμορφώνεται σε υλικό-σκουπίδι, απογυμνωμένος από το συμβολικό του κεφάλαιο, από το δικαίωμα να ερμηνεύει το ίδιο του το παρελθόν.
Η ειρωνεία δεν είναι απλώς πολιτισμική, είναι οντολογική: εκεί όπου η Ιστορία εγγυόταν το νόημα, η λήθη το αποκαλύπτει ως κενό.
Η πράξη του «πετάγματος» δεν είναι λοιπόν ένα μεμονωμένο επεισόδιο αποστροφής προς το βαρύ βιβλίο. Είναι μια νέα πολιτική της ύλης, μια αισθητική της απαξίωσης που εντάσσεται στον ύστερο καπιταλισμό του πνεύματος. Το αντικείμενο-βιβλίο, άλλοτε φορέας κύρους και επιστημονικής αυθεντίας, χάνει την αυταξία του την ίδια στιγμή που χάνει την ορατότητά του μέσα στη ψηφιακή παντοκρατορία του άυλου λόγου. Ο νεοέλληνας δεν αρνείται πια το περιεχόμενο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους». Αρνείται τη μορφή της, το μέγεθός της, τη βαρύτητα που δηλώνει, το υλικό της βάρος που δεν μπορεί να καταναλωθεί σε οθόνη.
Η πράξη του πετάγματος είναι μια ειρωνική αποκήρυξη του ίδιου του υλικού της εθνικής γνώσης: το έθνος πετάει τη μνήμη του επειδή δεν μπορεί να την «φορτώσει» —ούτε στο σπίτι, ούτε στο tablet. Έτσι, το σκουπίδι δεν είναι η λήξη της ιστορίας, αλλά η μεταγραφή της σε άλλη μορφή: σε δεδομένα, σε memes, σε αποσπάσματα χωρίς σώμα.
Κι όμως, η πιο σαρδόνια ειρωνεία βρίσκεται αλλού: το έθνος δεν γνωρίζει ότι μέσα στον κάδο που απορρίπτει βρίσκεται η μόνη του αληθινή αυτοπροσωπογραφία. Οι τόμοι με τα εμβλήματα και τις εικονογραφίες, τα χρυσά γράμματα και τις προλογικές υποκλίσεις προς το ελληνικό θαύμα, αποτελούν τον καθρέφτη ενός πολιτισμού που εξάντλησε τη ρητορική του εαυτού του.
Το πέταγμα της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» είναι η τελική της αυτοπαρωδία - το εθνικό αφήγημα που δεν καίγεται ούτε λογοκρίνεται, αλλά απλώς δεν αντέχεται αισθητικά.
Και ίσως εκεί, μέσα στον σιδερένιο θόρυβο των κάδων, να τελείται η ύστατη πράξη του ελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι: το έθνος να μετατρέπει το αρχείο του σε απόρριμμα, για να ξαναβρεί, ειρωνικά, τη μόνη του αυθεντικότητα —την ικανότητα να στέκεται πάνω στα ερείπια της ίδιας του της αφήγησης.