Συνάντηση Τραμπ-Πούτιν: Πώς το αίτημα για τις ρωσικές εκκλησίες στην Ουκρανία αλλάζει τις ισορροπίες
Η γεωπολιτική διάσταση του αιτήματος για ασφάλεια για τις ρωσικές ορθόδοξες εκκλησίες και η στρατηγική της Μόσχας
Η αναφορά που αποδόθηκε στον Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Αλάσκα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη διασύνδεση θρησκείας και πολιτικής. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των New York Times, που επικαλείται Ευρωπαίους αξιωματούχους και αναδημοσιεύτηκε από την Ukrainska Pravda, ο Ρώσος πρόεδρος ζήτησε δύο πράγματα στο πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας. Από τη μία την αναγνώριση της ρωσικής γλώσσας ως επίσημης στην Ουκρανία και από την άλλη την «ασφάλεια για τις ρωσικές ορθόδοξες εκκλησίες».
Οι εκκλησιαστικές ισορροπίες στην Ουκρανία
Η Ουκρανία διαθέτει δύο βασικά εκκλησιαστικά σώματα που αποτελούν αντικείμενο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης. Από τη μία πλευρά, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (OCU), που έλαβε το 2018 Τόμο Αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από την άλλη, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό το Πατριαρχείο Μόσχας (UOC–MP), η οποία διατηρεί ισχυρά ερείσματα σε περιοχές με ρωσόφωνο πληθυσμό.
Διπλωματικές πηγές σημειώνουν ότι η Μόσχα θεωρεί την UOC–MP θεσμικό βραχίονα της ρωσικής παρουσίας στην Ουκρανία. Η αποδυνάμωσή της μετά την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της OCU ερμηνεύεται από τη ρωσική πλευρά ως πλήγμα όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτισμικό.
Τι σημαίνει το αίτημα για «ασφάλεια»
Αν το αίτημα Πούτιν ενταχθεί σε μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ή σε ευρύτερη ειρηνευτική συνθήκη, θα δημιουργήσει ένα καθεστώς προστασίας για τους ναούς, τις ενορίες και τα μοναστήρια που παραμένουν πιστά στο Πατριαρχείο Μόσχας. Εκκλησιαστικές πηγές προειδοποιούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε «διπλή κανονική αρχιτεκτονική» εντός της χώρας, με συνέπειες στην ενότητα των πιστών.
Για την ουκρανική κυβέρνηση, η αναγνώριση της UOC–MP με διεθνείς εγγυήσεις θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας στον θρησκευτικό τομέα. Η νομοθεσία που προώθησε τα τελευταία χρόνια για τον περιορισμό των δεσμών με τη Μόσχα θα έμπαινε σε αμφισβήτηση.
Γεωπολιτική διάσταση
Διπλωματικοί αναλυτές θεωρούν ότι η Ρωσία επιχειρεί μέσω του αιτήματος να εξασφαλίσει έναν θεσμικό δίαυλο επιρροής μέσα στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως στρατιωτικών εξελίξεων. Η Εκκλησία, με τη δύναμη του συμβολισμού και την κοινωνική επιρροή της, μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο πολιτισμικής επιρροής σε μια χώρα που παλεύει να οικοδομήσει νέα εθνική ταυτότητα.
Παράλληλα, μια τέτοια πρόβλεψη σε διεθνές συμφωνητικό θα συνιστούσε έμμεση αναγνώριση της Ρωσικής Εκκλησίας ως ισότιμου συνομιλητή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Εσωτερικές συνέπειες στην Ουκρανία
Η αποδοχή ενός τέτοιου αιτήματος θα μπορούσε να εντείνει τις αντιπαραθέσεις μεταξύ κοινοτήτων που έχουν επιλέξει διαφορετική εκκλησιαστική αναφορά. Θέματα ιδιοκτησίας ναών, μοναστηριακής περιουσίας και λειτουργικών δικαιωμάτων θα αποκτούσαν νέο βάρος, καθώς θα υπήρχε πλέον νομική και διεθνής διάσταση.
Διπλωματικές πηγές επισημαίνουν ότι μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να αποτελέσει «αγκάθι» για την κοινωνική συνοχή της Ουκρανίας. Το κράτος θα βρισκόταν σε θέση να συνυπάρχει με δύο Εκκλησίες, εκ των οποίων η μία θα χαίρει εγγυημένης προστασίας από τη Ρωσία.
Η ρωσική απαίτηση για ασφάλεια των εκκλησιών, εφόσον επιβεβαιωθεί, εισάγει μια νέα διάσταση στη συζήτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μετατρέπει το θρησκευτικό ζήτημα σε παράγοντα διαπραγμάτευσης και ενισχύει τον ρόλο του Πατριαρχείου Μόσχας ως φορέα πολιτικής επιρροής.
Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που χορήγησε την αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Εκκλησία, μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ευθεία πρόκληση στο κανονικό του κύρος. Η νομιμοποίηση της UOC–MP με διεθνείς εγγυήσεις θα σήμαινε πρακτικά την υπονόμευση της εκκλησιαστικής αυτονομίας της Ουκρανίας.
Διπλωματικές πηγές προειδοποιούν ότι η αποδοχή ενός τέτοιου όρου θα άφηνε ανοιχτό ένα μόνιμο παράθυρο ρωσικής επιρροής μέσα στην Ουκρανία, καθιστώντας την Εκκλησία μέσο πολιτικού ελέγχου. Αντιθέτως, η ενίσχυση της αυτοκεφαλίας υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει η μόνη σταθερή βάση για την εκκλησιαστική τάξη και για την αποτροπή περαιτέρω εργαλειοποίησης της πίστης σε γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις.
Η εξέλιξη αυτού του αιτήματος θα δείξει αν η θρησκεία θα αποτελέσει παράγοντα ειρήνευσης ή αν θα μετατραπεί σε διαρκές μέσο πίεσης.