Έγκλημα στην Ηλιούπολη: Η δολοφονία της ωραίας Ελένης και ο ρόλος του κουμπάρου
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Έγκλημα στην Ηλιούπολη: Η δολοφονία της ωραίας Ελένης και ο ρόλος του κουμπάρου

Η όμορφη και ζωηρή Ελένη παντρεύεται το Γρηγόρη και για κάμποσο διάστημα αφήνει πίσω της τις νεανικές τις περιπέτειες. Κάποια χρόνια αργότερα θα συνάψει σχέση με τον κουμπάρο τους και θα βρεθεί άγρια δολοφονημένη μέσα στο σπίτι της οικογένειας. 

Το πρωινό της 9ης Αυγούστου 1959, ο 32χρονος Γρηγόρης, λατόμος το επάγγελμα, κατέσφαξε την 22χρονη σύζυγό του Ελένη, και τον κουμπάρο τους Βασίλη, αφού προηγουμένως τους έπιασε απ’ αυτοφωρο σε ερωτικές περιπτύξεις μέσα στο σπίτι της οικογένειας.

Ο Γρηγόρης, ένα εργατικό παλικάρι όπως τον περιέγραφαν οι γείτονες του, παντρεύτηκε την Ελένη 5 χρόνια νωρίτερα μετά από συνοικέσιο που «έστησε» ο θετός της πατέρας. Ο τελευταίος όταν υιοθέτησε την Ελένη, που ήταν ορφανή και ιδιαιτέρως όμορφη, φρόντισε με τη βοήθεια μίας συγγενούς του να την αναθρέψει και να της δώσει τα εφόδια να ζήσει. Ωστόσο, η Ελένη ήταν αρκετά ζωηρή για τα δεδομένα της εποχής και φρόντισε να την παντρέψει γρήγορα, προκειμένου όπως έλεγε στους φίλους του, να μην… παραστρατήσει.

Όταν εμφανίστηκε στην πόρτα του ο Γρηγόρης, ο θετός πατέρας της Έλενας δε δίστασε καθόλου να δώσει την κόρη του σε αυτό τον εργατικό νέο. Το ζευγάρι απέκτησε άμεσα το πρώτο του παιδί, ένα κοριτσάκι και λίγο καιρό αργότερα η Ελένη έφερε στον κόσμο το μικρό Γιώργο, που την ημέρα του φονικού ήταν μόλις 10 μηνών.

Με την έλευση των δύο παιδιών οι ανάγκες του σπιτιού είχαν γιγαντωθεί και ο Γρηγόρης δούλευε σκληρά για να τα φέρει βόλτα και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της συζύγου του. Η Ελένη άρχισε να γκρινιάζει λέγοντας πως από την οικονομική ένδεια καταδικάστηκε «να περπατά μισόγυμνη». «Τι να γίνει, δουλεύω νύχτα μέρα. Τι να κάνω παραπάνω;» της έλεγε ο Γρηγόρης κι εκείνη απαντούσε πως θα μπορούσε να δουλέψει κι εκείνη για να βοηθήσει. «Όχι θα τα βολέψω εγώ. Δεν θέλω εσύ να πας πουθενά» απαντούσε ο Γρηγόρης, που στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να την αφήσει να δουλέψει.

Η Ελένη έπιασε δουλειά ως νοσοκόμα σε κλινική. Τα παιδιά της τα άφηνε δίπλα στο παντοπωλείο του πατέρα της και αυτή ξεκινούσε από το πρωί και γύριζε στις τρεις το μεσημέρι, έπαιρνε τα παιδιά της και φρόντιζε στη συνέχεια το νοικοκυριό του σπιτιού. Η Ελένη είχε όμως ένα ακόμη εμπόδιο να αντιμετωπίσει. Ο θετός πατέρας της είχε ξαναπαντρευτεί και η γυναίκα του δεν δεχόταν την κατάσταση μέσα στο σπίτι, ζητώντας να σταματήσει η Ελένη τη δουλειά και να φροντίσει εκείνη τα παιδιά της.

Η δουλειά και η κουμπαριά

Όμως, η Ελένη δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για να μείνει μέσα στο σπίτι. Της άρεσε η ελευθερία, την οποία είχε βρει με τη δουλειά, ενώ στο μεταξύ γνώρισε και τον Βασίλη. Μάλιστα τον είχε συστήσει ως συνάδελφο της στον Γρηγόρη και αποφάσισαν να το κάνουν κουμπάρο στο δεύτερο παιδί τους. Από την ημέρα δε που αποφασίστηκε η κουμπαριά, ο Βασίλης κυκλοφορούσε ελεύθερα μέσα στο σπίτι της οικογένειας χωρίς να γεννηθούν απορίες στη γειτονιά ή να υπάρξει η παραμικρή παρεξήγηση.

Σταδιακά οι επισκέψεις του άρχισαν να γίνονται απογευματινές ώρες, από την στιγμή δηλαδή που επέστρεφε η Ελένη από τη δουλειά της μέχρι την ώρα που επέστρεφε και ο Γρηγόρης από τη δική του. Κάποιες φορές μάλιστα ο Γρηγόρης έτυχε να γυρίσει νωρίτερα στο σπίτι, έβρισκε εκεί τον κουμπάρο τους και τη γυναίκα του κάπως ξαναμμένη. Τότε άρχισε να έχει υποψίες και να μη βλέπει με καλό μάτι το Βασίλη, αναζητώντας αφορμή για να τον απομακρύνει από το σπίτι του.

«Δεν τον θέλω για νονό του παιδιού μας. Έχω άλλον καλύτερoν. Τι να τον κάνουμε αυτόν. Θέλουμε ένα νονό που να μπορεί να βοηθήσει μια μέρα και το παιδί μας» είπε στην Ελένη κι εκείνη απάντησε: «Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν θα είσαι καλά να θες να προσβάλουμε τον άνθρωπο στα καλά καθούμενα. Άφησε τα αυτά τώρα και βλέπουμε αργότερα τι θα γίνει. Ξέρεις πως ο πατέρας μου δεν μπορεί να παίρνει τα παιδιά στο σπίτι και πρέπει να βρούμε μία υπηρέτρια».

Αυτός ήταν ο καημός της Ελένης που έβλεπε τη νέα γυναίκα του πατέρα της να δυσανασχετεί με την παρουσία των παιδιών της στο σπίτι τους. «Δεν είσαι καλά μου φαίνεται. Να κάτσεις και να μη δουλεύεις και να φροντίσεις τα παιδιά σου. Θα γυρίζεις έξω στους δρόμους για να δίνουμε τα λεφτά που θα βγάζεις την δούλα; Δεν είσαι καλά να φροντίζεις εσύ τα παιδιά σου και να αφήσεις τις δούλες» φώναζε ο Γρηγόρης.

Όμως, της είχε μεγάλη αδυναμία και με τα πολλά τον έπεισε να πάρουν υπηρέτρια. Το χρέος ανέλαβε η δεκατετράχρονη Βασιλική, η οποία το μεσημέρι περιοριζόταν με τα παιδιά μέσα στην κουζίνα, και άφηνε στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού την Ελένη με τον κουμπάρο της. Ο Γρηγόρης μερικές φορές τους είχε βρει μαζί, όχι όμως η στάση που να προδίδει πως είχαν ερωτικές σχέσεις. «Τον βλέπω και αναστατώνονται τα άντερα μου, να δω πότε θα κρατήσουν τα νεύρα μου. Βαστώ, βαστώ μα ως πότε; Μου φαίνεται πως μια μέρα το κακό θα γίνει μ’ αυτό το μάσκαρα που θέλει να μου διαλύσει το σπίτι μου. Ξέρεις δεν είναι καλός άνθρωπος, όπως έχω μάθει. Έχει διαλύσει τρία σπίτια και τώρα έβαλε στο μυαλό του να διαλύσει και το δικό μου. Μα δεν θα του το χαρίσω αυτό, θα μου το πληρώσει» έλεγε στους φίλους του ο Γρηγόρης.

Η ημέρα του φονικού

Το πρωί της Κυριακής ο Γρηγόρης έφυγε νωρίς από το σπίτι για να πάει στην Αθήνα να διευθετήσει μία δουλειά του. Είπε στην γυναίκα του πως θα επιστρέψει αργά το βράδυ και να μην τον περιμένει για φαγητό. Όμως η δουλειά του τελείωσε νωρίτερα και γύρω στη 1:30 το μεσημέρι άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. Εκεί αντίκρισε την Ελένη και τον κουμπάρο πάνω στο κρεβάτι να «ασχημονούν». Ο Γρηγόρης έγινε έξω φρενών, άρπαξε από την κουζίνα το μαχαίρι που είχαν για το κόψιμο του κρέατος και μαινόμενος μπήκε στο δωμάτιο. Έξαλλος από το θέαμα που είχε αντικρίσει ρίχτηκε πάνω στην γυναίκα του και την τραυμάτισε στο λαιμό. Εκείνη προσπάθησε να τρέξει προς την πόρτα και να φτάσει στο σπίτι του πατέρα της για να ζητήσει βοήθεια. Η αιμορραγία δεν την άφησε να κάνει πολλά βήματα και σωριάστηκε νεκρή μέσα σε μια λίμνη αίματος.

Ο Γρηγόρης δε νοιάστηκε για την τύχη της γυναίκας του, αφού ήξερε ότι της είχε καταφέρει θανατηφόρο χτύπημα. Τώρα στόχος του ήταν ο κουμπάρος, με τον οποίο έπρεπε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του. Του κατάφερε ένα χτύπημα και σήκωσε το μαχαίρι για να του καταφέρει και δεύτερο. Όμως ο Βασίλης ξέφυγε και βγήκε στο δρόμο με το Γρηγόρη να τον καταδιώκει και να τον φτάνει λίγα μέτρα πιο κάτω.

Του επιτέθηκε και τον χτύπησε με λύσσα για να τον ξεκάνει. Οι γείτονες κοίταζαν παγωμένοι τους δύο άντρες να παλεύουν και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν το Γρηγόρη για να του πάρουν το μαχαίρι. Κάποιοι μάλιστα δεν ήθελαν να τον εμποδίσουν να φέρει σε πέρας το φονικό του έργο, αφού το έβλεπαν σαν μια δίκαιη τιμωρία για το κακό που έκανε ο κουμπάρος στο σπιτικό του. Εννοούσα στην φύλακας που περνούσε εκείνη τη στιγμή από το σημείο αντιλαμβάνεται τον καβγά, αφήνει κάτω το ταψί με το μεσημεριανό φαγητό της οικογένειας του και πήγε να χωρίσει τους δυο άντρες.

«Έχει διαλύσει τρία σπίτια και το δικό μου τέσσερα το παλιόσκυλο αυτό. Ξεκαθάρισα τους λογαριασμούς μου, δεν θα ζήσει, γιατί τον έχω κάνει κομμάτια όπως του άξιζε. Τον έβγαλα από τη μέση για να μη διαλύσει κι άλλο σπίτι» φώναζε ο Γρηγόρης, ενώ ο Βασίλης κατακρεουργημένος άφηνε την τελευταία του πνοή.

Λίγες ώρες αργότερα, όταν ο Γρηγόρης βρέθηκε στο σταθμό της χωροφυλακής, δήλωσε μετανιωμένος για την πράξη του, εξηγώντας τους αστυνομικούς ότι βρισκόταν εκτός εαυτού. «Αυτό που είδα με έκανε να αναστατωθώ και να μη σκέφτομαι τι κάνω. Έχασα τα λογικά μου. Δε σκεφτόμουν παρά μονάχα πως να εκδικηθώ για την προσβολή που μου είχε γίνει. Την γυναίκα μου την αγαπούσα γι’ αυτό και έκανα τόσες υποχωρήσεις, μα την στιγμή εκείνη που την έβλεπα στην αγκαλιά ενός άλλου χάθηκαν όλα και αγάπη και παιδιά. Δεν έβλεπα παρά μόνο τον εαυτό μου που οι δύο αυτοί σιχαμένοι τον είχαν ξεκουρελιάσει και ήθελα να εκδικηθώ. Να τους ξεκάνω και τους δύο, ήθελα να τους τιμωρήσω για ότι μου είχαν κάνει».

Η διάψευση της υπηρέτριας

Την ύπαρξη παράνομου δεσμού μεταξύ της Ελένης και του Βασίλη διέψευσε η δεκατετράχρονη υπηρέτρια του σπιτιού. «Καθόντουσαν ήσυχοι. Δεν τους είδα να είναι πιασμένοι από τα χέρια, όπως κάνουν εκείνοι που αγαπιούνται. Δεν φιλιόντουσαν, δεν κάνανε τίποτε άλλο, φίλοι ήσαν όπως λένε. Ο κύριος και η κυρία βρισκόντουσαν στο σπίτι όταν χτύπησε η πόρτα και φάνηκε ο κουμπάρος. Τον καλωσόρισαν και οι δύο και η κυρία μου είπε να πάω δίπλα στον πατέρα της να πάρω φακές και λάδι. Μα δεν είχα φτάσει καλά καλά στην πόρτα και την βλέπω να βγαίνει καταματωμένη, να τρέχει προς το μπακάλικο, να τρεκλίζει σε μια στιγμή, να πιάνεται από μια καρέκλα που ήταν απέξω και να πέφτει κάτω ξερή» περιέγραψε η Βασιλική.

Η δίκη του 32χρονου λατόμου έγινε λίγους μήνες αργότερα με τις καταθέσεις των μαρτύρων να είναι πλήρως αντιφατικές μεταξύ τους. Ο δικηγόρος του ζευγαριού κατέθεσε πως, λίγο πριν το έγκλημα, είχαν αποφασίσει να χωρίσουν κοινή συναινέσει, αλλά και πως η Ελένη του είχε εκμυστηρευτεί ότι ο κατηγορούμενος την χτυπούσε και της είχε προτείνει να αρχίσει να εκδίδεται. «Εγκληματικό τύπο» χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο η πεθερά του, λέγοντας στο δικαστήριο ότι στο παρελθόν είχε απειλήσει πως θα την σκοτώσει στην περίπτωση που δεν του έδινε αλκοόλ, ενώ ο πατέρας της περιέγραψε τον 32χρονο ως έναν άνθρωπο οκνηρό και χαρτοπαίκτη.

Ωστόσο, η αδελφή της Ελένης είπε στους δικαστές πως το θύμα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά και πως η αδελφή της είχε σχέση και με τον πατριό τους ο οποίος «την είχε διακορεύσει σε ηλικία 14 ετών». Τη σχέση της Ελένης με τον πατριό της επιβεβαίωσε και η πρώην σύζυγος του, η οποία ισχυρίστηκε πως τους είχε συλλάβει επ’ αυτοφώρω. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Γρηγόρη για το διπλό φονικό, αλλά του αναγνώρισε ελαφρυντικά καταδικάζοντας τον σε κάθειρξη 19 ετών.