ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Έρευνα του ΕΝΑ: Μείωση πόρων και γιατρών για το ΕΣΥ εν μέσω πανδημίας

Έρευνα του ΕΝΑ: Μείωση πόρων και γιατρών για το ΕΣΥ εν μέσω πανδημίας

Το κείμενο αποτελεί επιμελημένο απόσπασμα από το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2021 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες και θα είναι διαθέσιμο στο www.enainstitute.org [Υπεύθυνη έκδοσης Δελτίου Ειρήνη-Ακριβή Νταή - Ειδικός συνεργάτης για τη θεματική «Υγεία»: Βασίλης Ζαχαρόπουλος]

Η πανδημική κρίση ανέδειξε την θέση της δημόσιας υγείας στην παγκόσμια πολιτική ατζέντα. Οι πολιτικές υγείας βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, ενώ ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ο ισχυρισμός της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών ότι η υγεία πρέπει να καταλαμβάνει υψηλή θέση στα κυβερνητικά προγράμματα και τις δημόσιες πολιτικές. Η πρόκληση αυτή, αν κι έχει παγκόσμια χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα δεν υιοθετήθηκε επί της ουσίας και στην πράξη.

Είναι κοινοτοπία να ισχυριστεί κανείς ότι η πανδημία ορίζει την κατάσταση του τομέα της υγείας και στην Ελλάδα. Η Ελλάδα αντέδρασε γρήγορα και αποτελεσματικά στη διάρκεια του πρώτου κύματος την άνοιξη του 2020.

Το βασικό μέτρο που ελήφθη ήταν ο περιορισμός της κίνησης των πολιτών και της λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας (lockdown). Το μέτρο τηρήθηκε απόλυτα από τους πολίτες, οι οποίοι πειθάρχησαν αυτοβούλως, και έτσι διακόπηκε η μετάδοση του ιού στην κοινότητα. Το καλοκαίρι του 2020 ο ιός κατ’ ουσίαν δεν κυκλοφορούσε στην ελληνική κοινότητα. Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία ώστε η ελληνική πολιτεία να προετοιμαστεί και να διαρθρώσει ορθά τα απαραίτητα μέτρα δημόσιας υγείας ενόψει του δεύτερου επιδημιολογικού κύματος, το οποίο αναμενόταν από το φθινόπωρο και ιδίως το χειμώνα.

Ανεπαρκής ενίσχυση του ΕΣΥ

Όπως όμως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αυτά τα μέτρα δεν ελήφθησαν ποτέ: το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) δεν ενισχύθηκε όπως και όσο έπρεπε, δηλαδή με μόνιμο ιατρικό και μη προσωπικό, ο αριθμός των πολυδύναμων και ειδικών ΜΕΘ δεν αυξήθηκε στο βαθμό που έπρεπε, δεν προσελήφθη το αντίστοιχο υγειονομικό προσωπικό, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) δεν εντάχθηκε όπως έπρεπε στο σχεδιασμό αντιμετώπισης της κρίσης, τα συστήματα δημόσιας υγείας που είναι αρμόδια για την επιδημιολογική επιτήρηση και ιχνηλάτηση των επαφών των κρουσμάτων δεν ενισχύθηκαν.

Χαμηλή αναλογία ιατρών/ασθενών

Σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, το ΕΣΥ δεν ενισχύθηκε με μόνιμες προσλήψεις, αλλά με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου. Μάλιστα, το σύνολο του τακτικού προσωπικού του Υπουργείου Υγείας από 76.588 τον Δεκέμβρη του 2020 ανήλθε σε μόλις 76.699 τον Γενάρη του 2021 σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (Απρίλιος 2021). Σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2020 διαπιστώνεται αρκετά μεγάλη μείωση, αφού τότε το Υπουργείο Υγείας κατέγραφε 78.820 υπαλλήλους, 1.680 περισσότερους από ό,τι ένα χρόνο μετά. Και μάλιστα ο χρόνος αυτός ήταν χρόνος μιας σφοδρής κρίσης υγειονομικού χαρακτήρα.

Ενδεικτικό το διάγραμμα που ακολουθεί, στο οποίο η σταδιακή μείωση του τακτικού προσωπικού που υπάγεται στο Υπουργείο Υγείας, στο οποίο υπάγεται για λόγους απογραφής το προσωπικό των νοσοκομείων και της ΠΦΥ, αγγίζει το 3,5%, από τα μέσα του 2019 ως σήμερα.

Σήμερα η Ελλάδα διαθέτει 6,1 γιατρούς και 3,3 νοσηλευτές ανά 1000 άτομα πληθυσμού, έναντι 3,5 και 8,8 αντιστοίχως στον ΟΟΣΑ. Τα νοσοκομεία λειτουργούν με πολύ λιγότερους νοσηλευτές ανά γιατρό από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Μείωση της δημόσιας δαπάνης υγείας το 2021

Ο προϋπολογισμός του έτους 2021 προβλέπει μείωση της δημόσιας δαπάνης (τακτικός προϋπολογισμός) για την υγεία από 1,484 δισ. ευρώ το 2020 σε 1,462 δισ. ευρώ το 2021, δηλαδή μια μείωση κατά περίπου 1,5%. Ενώ, λοιπόν, σε παγκόσμιο επίπεδο διατυπώνεται ως αναντίρρητη η ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις στον τομέα της υγείας με αύξηση της δημόσιας δαπάνης και άπαντες ομολογούν ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία δεν συνιστούν κόστος, αλλά επένδυση, εντούτοις η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να μειώσει τη δημόσια δαπάνη για την υγείας αντανακλώντας τη συνολική αντίληψή της για το κοινωνικό κράτος. Ταυτόχρονα, μειώνεται η κρατική μεταβίβαση προς τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) κατά 308 εκατ. ευρώ (από 608 εκατ. ευρώ σε 300 εκατ. ευρώ).

Η γεωγραφία επιτείνει τις ανισότητες

Οι ανισορροπίες ως προς την πρόσβαση στην περίθαλψη, όπως συμβαίνει στις αγροτικές περιοχές, επιτείνουν τις περιφερειακές ανισότητες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ισόρροπη κατανομή των πόρων και του προσωπικού στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Κατά συνέπεια, ορισμένες περιοχές έχουν τριπλάσιους ιατρούς και νοσηλευτές από άλλες. Από μία έρευνα πληθυσμού προκύπτει ότι το 2014, από το σύνολο των ατόμων που έχρηζαν περίθαλψης, μόλις το 3% των ατόμων που ζούσαν σε πόλεις δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτή, λόγω απόστασης ή έλλειψης μεταφορικού μέσου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 13% για τα άτομα που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές.

Η πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας

Λόγω της σύνθετης τοπογραφίας της, με πολλά νησιά και ορεινές περιοχές, η Ελλάδα εφαρμόζει πρόγραμμα ηλεκτρονικής υγείας (τηλεϊατρική) εδώ και δεκαετίες. Το 2016 ολοκληρώθηκε το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής, το οποίο περιλαμβάνει 43 μονάδες τηλεϊατρικής που συνδέουν 30 κέντρα υγείας σε νησιά του Αιγαίου με 12 νοσοκομεία στην περιφέρεια της πρωτεύουσας.

Επίσης, τον Αύγουστο του 2016 θεσπίστηκε με νόμο (Ν.4368/2016) η καθολική κάλυψη υγείας για όλους τους Έλληνες πολίτες, συμπεριλαμβανομένων άνω των 2 εκατ. ατόμων που είχαν απωλέσει την κάλυψή τους στη διάρκεια της κρίσης, λόγω μακροχρόνιας ανεργίας ή αδυναμίας σταθερής καταβολής εισφορών.

Ο δείκτης ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών

Παρά τις σφοδρές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2008-2009, από το 2017 διαπιστώνεται αλλαγή της τροχιάς των εξελίξεων. Το 2017 είναι το πρώτο έτος κατά το οποίο το συνολικό επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών σημείωσε πτώση, ύστερα από συνεχή αύξηση για έξι έτη. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης των Νοικοκυριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU-SILC), το 2017 στην Ελλάδα ο δείκτης ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών κατέγραψε μείωση της τάξης των 3,1 ποσοστιαίων μονάδων (από 13,1% το 2016 σε 10,0% το 2017) και συνολική μείωση 4 ποσοστιαίων μονάδων από το 2016 έως το 2019 (10,1% το 2018 και 9,1% το 2019). Πρόκειται για την πρώτη και ιδιαίτερα έντονη υποχώρηση του δείκτη από την έναρξη της κρίσης (το 2010 ανερχόταν στο 5,5%), η οποία αποδίδεται στα μέτρα που έλαβε η τότε κυβέρνηση για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη όλων των ανασφάλιστων πολιτών.

Τα νοικοκυριά πληρώνουν το 1/3 των δαπανών υγείας

Παραταύτα όμως Ελλάδα καταγράφεται το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανικανοποίητων αναγκών στην Ευρώπη μετά την Εσθονία. Μη καλυπτόμενες ανάγκες εντοπίζονται σε σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις στο 3% των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα σε ό,τι αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη.

Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα το ένα τρίτο της υγειονομικής περίθαλψής πληρώνεται απευθείας από την τσέπη των νοικοκυριών (συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών). Αυτό ανεβάζει αισθητά τον κίνδυνο των καταστροφικών ιδιωτικών δαπανών για υπηρεσίες υγείας, ιδίως στις χαμηλές εισοδηματικές ομάδες. Οι πληρωμές για φάρμακα συνιστούν το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές (13%), ακολουθούμενες από τις πληρωμές για ενδονοσοκομειακές υπηρεσίες (11%).

Οι πολιτικές επιλογές

Στο πλαίσιο αυτό τόσο ο νόμος 4667/2020, που σηματοδότησε την έναρξη υλοποίησης του κυβερνητικού σχεδιασμού για την άμεση ή έμμεση (παθητική) ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ όσο και η δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης για συγχωνεύσεις δημόσιων νοσοκομειακών μονάδων φαίνεται να είναι επιλογές που, παρά τις εμπειρίες της πανδημίας, συνιστούν αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, με ορατό κίνδυνο αντιστροφής τάσης, νέας αύξησης των ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών και έντασης των ανισοτήτων.