ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Δούκας: Το θέμα δεν είναι η δόση αλλά πώς θα πάψουμε να σερνόμαστε

Δούκας: Το θέμα δεν είναι η δόση αλλά πώς θα πάψουμε να σερνόμαστε

«Όταν θες να διατηρήσεις τα κεκτημένα σου με παρακάλια, και αρνείσαι να κοιτάξεις την νέα πραγματικότητα κατάματα, έχεις χάσει την ανεξαρτησία σου», τονίζει σε δήλωσή του ο Πέτρος Δούκας.

«Για να φύγει η Πατρίδα μας μπροστά, το θέμα δεν είναι, απλά, το αν "πήραμε τη δόση μας", αλλά το πως θα πάψουμε να σερνόμαστε. Το πως θα προσελκύσουμε επενδύσεις ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα», αναφέρει ο πρώην υπουργός.

Αναλυτικά η δήλωση του κ. Δούκα:

«Η εποχή που καταφέρναμε να πληρωνόμαστε περισσότερο από την αξία αυτών που παράγαμε, και να καταναλώνουμε, με δανεικά, ακόμα περισσότερα, πέρασε ανεπιστρεπτί!

Τα διαθέσιμα εισοδήματά μας δεν μπορεί πλέον να μην είναι αντίστοιχα με την αξία όλων αυτών που παράγουμε. Τα τελευταία 30 χρόνια, συντηρούσαμε ένα επίπεδο διαβίωσης χάρις τα ελλείμματα που χρηματοδοτούσε το διεθνές τραπεζικό σύστημα, χάρις στις εισροές ενισχύσεων από διάφορα Κοινοτικά προγράμματα, καί από τον δανεισμό των Ελληνικών τραπεζών από την διεθνή διατραπεζική αγορά! Αυτά 'κόπηκαν', και πρέπει πλέον να ζούμε ανάλογα με την αξία αυτών που παράγουμε (και λίγο λιγότερο γιά να μπορούμε να αποπληρώνουμε τα χρέη μας).

Όταν θες να διατηρήσεις τα κεκτημένα σου με παρακάλια, και αρνείσαι να κοιτάξεις την νέα πραγματικότητα κατάματα, έχεις χάσει την ανεξαρτησία σου.

Για να φύγουμε λοιπόν μπροστά, χρειάζεται παραγωγή περισσότερου και μεγαλύτερης αξίας έργου! Αυτό, με τη σειρά του χρειάζεται (1) αυτοί που δολεύουν, να δολεύουν πιό αποτελεσματικά (κυρίως στο Δημόσιο τομέα), και (2) περισσότερες επενδύσεις!

Για κάθε νέα δουλειά κάποιος πρέπει να ριψοκινδυνεύσει τις αποταμιεύσεις του και τα κεφάλαιά του σε αμοιβές προσωπικού, ασφαλιστικές εισφορές, νοίκια, μηχανήματα, εξοπλισμό, εγκαταστάσεις, μάρκετινγκ, προώθηση των προϊόντων του, κλπ.

Για να υπάρξει όρεξη για επενδύσεις, απαιτείται μιά υποφερτή ψυχολογία, αίσθημα στοιχειώδους οικονομικής ασφάλειας, λειτουργικές υποδομές αλλά και ελάφρυνση των φορολογικών επιβαρύνσεων.

Και μιά αίσθηση στοιχειώδους αξιοκρατίας: το αν θα "πας καλά" θα εξαρτάται από την δουλειά σου, τον ιδρώτα σου, τις ικανότητές σου, την προσφορά σου στην ανοικτή αγορά, και όχι από το αν εξασφάλισες κάποια κομματική προστασία, ή ειδικά προνόμια από το Κράτος!

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗΣ

Όσον αφορά τους φόρους, ποιός σοβαρός επενδυτής θα φέρει τα λεφτά του σε μιά χώρα με τόσο βαρείς (40-45%) φορολογικούς συντελεστές και με τεράστιες αυξήσεις τα τελευταία τρία χρόνια στα τιμολόγια ηλεκτρικού και φυσικού αερίου, αλλά και με τέτοια, υπερφορολόγηση των ακινήτων (άσε την παντελή έλλειψη ρευστότητας και τραπεζικού δανεισμού);

Η δε υπερφορολόγηση των ακινήτων έχει φοβερές επιπτώσεις τις οποίες οι περισότεροι δεν έχουν αντιληφθεί! Η υπερφορολόγηση,

1. Μειώνει την απόδοση των ακινήτων και άρα την αξία τους. Έστω και αν κάποιος αγοράσει ένα ακίνητο φθηνότερα, που θα βρει διαθέσιμο ρευστό να πληρώσει όλα τα χαράτσια;

2. Οι Έλληνες έχουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του επενδεδυμένο σε ακίνητα, θεωρώντας τα ασφαλέστερη επιλογή. Πέφτοντας η αξία των ακινήτων, πέφτει και η περιουσία των Ελλήνων με όλες τις συνέπειες γιά την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Προφανώς και ξοδεύεις μικρότερο ποσοστό από τα εισοδήματά σου, όταν μειώνεται η αξία της περιουσίας σου!

3. Έχει αφανισθεί η οικοδομική δραστηριότητα (και τα αντίστοιχα φορολογικά έσοδα) και η απασχόληση στον κλάδο αυτό (με τα αντίστοιχα ασφαλιστικά έσοδα),

4. Οι δανειζόμενοι υποθηκεύουν ακίνητά τους γιά να δανειστούν από τις τράπεζες. Όταν πέφτει η αξία των ακινήτων τους, οι τράπεζες ζητάνε 'διπλάσια' ακίνητα γιά τον ίδιο δανεισμό, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η παροχή δανείων και η ρευστότητα, ενώ και οι τράπεζες καταγράφουν μεγαλύτερες ζημίες!

Και κάτι άλλο:

5. Η υπερφορολόγηση των ακινήτων σε συνδυασμό με την ύφεση, αναγκάζει πολύ κόσμο να πουλήσει 'κοψοχρονιάς'. Κερδισμένοι βγαίνουν, αθόρυβα, οι 'έχοντες και κατέχοντες'. Αναδιανομή από την αστική τάξη στους πλούσιους του εξωτερικού (ή και σε εκείνους τους πολύ λίγους Έλληνες που έχουν παραμείνει πλούσιοι)».