Εκλογές 2027: La καταστασιόν très απελπιστίκ
Μπορεί οι πολιτικές δυνάμεις να μην το παραδέχονται δημοσίως, όμως η εικόνα που διαμορφώνεται ενόψει των εκλογών του 2027 μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ένα πολιτικό sudoku χωρίς λύση.
Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν, μήνα με τον μήνα, αυτό που όλοι συζητούν πίσω από τις κλειστές πόρτες των επιτελείων: ούτε αυτοδυναμία προκύπτει, ούτε σχηματίζεται στον ορίζοντα ένα βιώσιμο σενάριο κυβέρνησης συνεργασίας. Η πολιτική γεωγραφία δείχνει θρυμματισμένη και η επόμενη μέρα γίνεται πηγή άγχους όχι μόνο για τους αναλυτές αλλά και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της.
Τα σενάρια για το τι μπορεί να ακολουθήσει είναι πλέον περισσότερα από τα κόμματα που διεκδικούν είσοδο στη Βουλή. Πρόωρες εκλογές πριν την ώρα τους, αλλαγές στον εκλογικό νόμο – ναι, ξανά –, διπλές και ίσως τριπλές κάλπες, κυβερνήσεις «ειδικού σκοπού», πρωθυπουργοί κοινής αποδοχής, τεχνοκράτες, μεταβατικοί και εφεδρικοί.
Ένα πραγματικό όργιο σεναριολογίας, στην οποία όλοι συμμετέχουν: τα κόμματα τα διαρρέουν, τα κανάλια τα αναπαράγουν, οι παράγοντες τα σχολιάζουν… και στο τέλος της ημέρας όλοι τα ξορκίζουν ως ανεύθυνα!
Το αδιέξοδο
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η πρόσφατη διατύπωση του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι «η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη» λειτούργησε σαν ηλεκτροσόκ. Η δήλωση ενόχλησε — εύλογα — το Μέγαρο Μαξίμου, όμως η αλήθεια είναι ότι το σχόλιο του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ πατάει πάνω σε μια σκληρή πραγματικότητα: το μόνο ρεαλιστικό σενάριο συγκυβέρνησης αυτή τη στιγμή, αυτό ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, έχει αρχίσει ήδη να αποδομείται εκ των έσω. Η αντίδραση του πράσινου στρατοπέδου σε μια ενδεχόμενη σύμπλευση με τη ΝΔ δείχνει ότι το πολιτικό κλίμα όχι μόνο δεν ωριμάζει προς συνεργασίες, αλλά οδεύει προς ακόμη μεγαλύτερη πόλωση. Κι ας λένε κάποιοι ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Μια χαρά υπάρχουν και τα ζούμε.
Τα δε σενάρια περί «προοδευτικού πόλου» που θα επιχειρούσε να σχηματίσει κυβέρνηση απέναντι στη ΝΔ, στερούνται πολιτικής σοβαρότητας. Η διαφορά της Νέας Δημοκρατίας από το δεύτερο κόμμα μοιάζει — προς το παρόν — αγεφύρωτη· το περίφημο “double score” υποχρεώνει τον οποιονδήποτε συνδυασμό κεντροαριστερών δυνάμεων να παραδεχθεί πως η αριθμητική απλώς δεν βγαίνει.
Άλλος πρωθυπουργός;
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα όταν συνυπολογιστούν οι πληροφορίες και οι δηλώσεις που κυκλοφορούν σχετικά με το τι δεν θα δεχθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης την επομένη των εκλογών. Αν ισχύει ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα συναινέσει σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος — δηλαδή τον Κυριάκο Μητσοτάκη — τότε μιλάμε για έναν επιπλέον κόμπο σε ένα ήδη μπερδεμένο πολιτικό κουβάρι. Διότι, μέχρι νεωτέρας, το πρώτο κόμμα παραμένει η ΝΔ· όποιος λοιπόν βάζει εξαρχής «βέτο» στο αυτονόητο, ουσιαστικά πυροδοτεί συνθήκες ακυβερνησίας.
Ο φόβος της πολιτικής αστάθειας είναι υπαρκτός, και ίσως ισχυρότερος από κάθε άλλη προεκλογική περίοδο των τελευταίων ετών. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα που θα κρίνει τη στάση των κομμάτων την επομένη των εκλογών δεν είναι μόνο «ποιος θα κυβερνήσει», αλλά «ποιος θα χρεωθεί την ευθύνη ότι δεν κυβερνήθηκε η χώρα». Διότι, στο τέλος, κάποιος θα μείνει με τον μουντζούρη. Κάποιος θα κατηγορηθεί ότι προτίμησε να υπηρετήσει προσωπικές γραμμές, πείσματα και κομματικές εμμονές αντί να επιτρέψει τον σχηματισμό κυβέρνησης σε μια περίοδο που η χώρα δεν αντέχει παρατεταμένο κενό εξουσίας.
Ποιος θα μείνει με τον μουντζούρη;
Και αυτός ο “μουντζούρης” δύσκολα ξεπλένεται. Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα πολιτικών που έχασαν όχι από λάθη διακυβέρνησης, αλλά από την εντύπωση ότι «έπαιξαν» με τη χώρα για μικροκομματικούς λόγους. Το 2027, λοιπόν, δεν θα κριθεί μόνο η δύναμη των κομμάτων· θα κριθεί και η πολιτική τους ωριμότητα. Και το στοίχημα είναι μεγάλο — ίσως το μεγαλύτερο της τελευταίας δεκαετίας.