Όταν η Μνήμη Απαιτεί Ρόλο στο Παρόν
Η πλειονότητα των νέων αρχαιολόγων απασχολείται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε έργα υποδομής – οδικούς άξονες, δίκτυα οπτικών ινών, οικοδομικά έργα
Η Ελλάδα κατέχει μια από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές κληρονομιές στον κόσμο. Από τα μυκηναϊκά ανάκτορα και τα ιερά της Εποχής του Σιδήρου έως τους κλασικούς ναούς, τα ελληνιστικά θέατρα και τα ρωμαϊκά μνημεία, κάθε γεωγραφική της περιοχή είναι ένα ανοιχτό πεδίο ιστορικής μνήμης, παγκόσμιας σημασίας και διαρκούς επιστημονικής αναζήτησης.
Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον εντυπωσιακό πολιτισμικό πλούτο, κρύβεται μια μεγάλη αντίφαση: η διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς βασίζεται σε ανθρώπους που εργάζονται υπό συνθήκες επισφάλειας, υποτίμησης και θεσμικής αδιαφορίας. Ο αρχαιολόγος του σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα πλαίσιο που δεν ανταποκρίνεται ούτε στη σημασία του αντικειμένου του, ούτε στη δημόσια αποστολή του επαγγέλματός του.
Η πλειονότητα των νέων αρχαιολόγων απασχολείται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε έργα υποδομής – οδικούς άξονες, δίκτυα οπτικών ινών, οικοδομικά έργα. Η λεγόμενη «σωστική» αρχαιολογία επιβάλλεται όχι από επιστημονικές ανάγκες, αλλά από τα χρονοδιαγράμματα των εργολαβιών. Ο αρχαιολόγος καλείται να εντοπίσει, να ανασκάψει, να αξιολογήσει και να αποδώσει πολιτισμική αξία σε ερείπια αιώνων... εντός ημερών.
Τα στατιστικά είναι αμείλικτα. Σύμφωνα με τον Σύλλογο Εκτάκτων Αρχαιολόγων, πάνω από το 70% των επαγγελματιών του κλάδου εργάζονται με συμβάσεις έργου. Συχνά χωρίς πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, χωρίς σταθερότητα, χωρίς προοπτική διορισμού ή ακαδημαϊκής ανέλιξης. Το κράτος, ενώ στηρίζεται σε αυτούς, δεν τους ενσωματώνει θεσμικά. Αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμο προσωπικό, παρότι αποτελούν τον κορμό της πολιτιστικής διαχείρισης.
Η ιδέα ότι η αρχαιολογία είναι ένας μη παραγωγικός τομέας δεν αντέχει στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ (2022), ο πολιτιστικός τουρισμός συνεισφέρει πάνω από 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ της χώρας. Το 2019, περισσότεροι από 12 εκατομμύρια επισκέπτες πέρασαν από τα ελληνικά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, με έσοδα άνω των 90 εκατομμυρίων ευρώ. Και αυτά είναι μόνο τα άμεσα οικονομικά οφέλη.
Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο τουρισμός, είναι και παιδεία. Είναι μνήμη, ταυτότητα, εθνική αυτογνωσία. Η επένδυση στην αρχαιολογία δεν είναι πολυτέλεια· είναι στρατηγική επιλογή που ορίζει τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη. Και αυτή η επένδυση αρχίζει με το αυτονόητο: την αναγνώριση του ρόλου του αρχαιολόγου, όχι ως εργαλείου της εργολαβίας, αλλά ως θεσμικού λειτουργού της πολιτιστικής δημοκρατίας.
Αν η Ελλάδα θέλει να συνεχίσει να προβάλλει το παρελθόν της ως στοιχείο εθνικής υπερηφάνειας και διεθνούς επιρροής, τότε οφείλει να φροντίσει και το παρόν των ανθρώπων που το προστατεύουν. Η αρχαιολογία δεν είναι απλώς καταγραφή του χθες. Είναι πράξη ευθύνης για το σήμερα και επένδυση στο αύριο.