Οδοιπορικό Newsbomb.gr στη Βόρεια Εύβοια: Ο παράδεισος χάθηκε, η ελπίδα όχι
ΕΛΛΑΔΑ

Οδοιπορικό Newsbomb.gr στη Βόρεια Εύβοια: Ο παράδεισος χάθηκε, η ελπίδα όχι

Τo Newsbomb.gr βρέθηκε στη Βόρεια Εύβοια, σε ένα διαφορετικό οδοιπορικό, όπου συνάντησε τους Ρουμάνους πυροσβέστες, το Δήμαρχο Λίμνης-Μαντουδίου-Αγίας Άννας, Γιώργο Τσαπουρνιώτη, βοήθησε εθελοντές, έσωσε ένα άλογο, περπάτησε στα καμένα και στο τέλος της ημέρας επέστρεψε στην Αθήνα με την ελπίδα στη θέση του συνοδηγού.

Αποστολή στη Βόρεια Εύβοια, Δημήτρης Δρίζος

Η ζέστη ήταν αφόρητη. Το θερμόμετρο έδειχνε λίγο πάνω από τους 38. Η κίνηση μετά τη γέφυρα της Χαλκίδας μαρτυρική καθώς ένα αυτοκίνητο είχε μείνει από βλάβη ενώ στον κυκλικό κόμβο στο τέλος της κατηφόρας γινόταν πραγματική μάχη για το ποιος θα περάσει πρώτος.

Το οδοιπορικό του Newsbomb.gr μόλις είχε ξεκινήσει, με προορισμό τη Βόρεια Εύβοια, όπου η καταστροφική πυρκαγιά είχε μετατρέψει έναν επίγειο παράδεισο σε στάχτη.

Ένα ταξίδι, που μας έφερε μπροστά στους Ρουμάνους πυροσβέστες, το Δήμαρχος Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας, εθελοντές και μια επιστροφή στην Αθήνα για ένα καλύτερο αύριο.

Χαλκίδα, Αγία Ελεούσα, Αρτάκη...

Το τηλέφωνο, μετά την 6η κλήση προς το Δήμαρχο Μαντουδίου, Γιώργο Τσαπουρνιώτη, έκλεισε ξανά. Το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τις 11.

Ο ομολογουμένως, δύσκολος μαρτυρικός κόμβος ήταν πια παρελθόν ενώ οι πινακίδες στα δεξιά διαδέχονταν η μια την άλλη, με τη βουνοκορφή στα βόρεια του ορίζοντα να «αγκαλιάζεται» με μια τεράστια στήλη λευκού καπνού.

Αγία Ελεούσα, Αρτάκη, Ψαχνά. Η 7η κλήση προς τον κύριο Τσαπουρνιώτη, ήταν και η τυχερή.

Μετά τις απαραίτητες συστάσεις έγινε η ενημέρωση της άφιξης στο Μαντούδι.

«Έλα παλικάρι μου, στο Δημαρχείο είμαι, δεν πάω και πουθενά αλλού 8 μέρες». Να σημειωθεί πως το ταξίδι μας έγινε την Τρίτη, 10 Αυγούστου, όταν η φωτιά είχε συμπληρώσει 8 μέρες.

Οι στροφές άρχισαν να εμφανίζονται η μια πίσω από την άλλη, κάνοντας τη διαδρομή δύσκολη μεν, ευχάριστη δε, καθώς το πανέμορφο τοπίο δεν άφηνε την κούραση να εμφανιστεί.

Μια τεράστια πράσινη «αγκαλιά» από πλατάνια και δέντρα, δεν σε προϊδέαζε για το τι ακριβώς έχει συμβεί περίπου 50 χιλιόμετρα παραπέρα.

Η μουσική πότε χανόταν, πότε εμφανιζόταν, πότε παράσιτα παρεμβάλλονταν στη συχνότητα, πότε τα λάστιχα στρίγγλιζαν στην καυτή άσφαλτο στις στροφές.

Μετά από μια οδήγηση περίπου μίας ώρας και το ρολόι να έχει ξεπεράσει τις 12, φτάσαμε στο πρώτο σημείο που είχαμε κυκλώσει στο χάρτη. Στο Προκόπι.

Οι Ρουμάνοι πυροσβέστες

Μια πινακίδα που γράφει «I LOVE PROKOPI», υποδέχεται τον επισκέπτη. Στα δεξιά μας βρισκόταν το Δημοτικό Σχολείο του Προκοπίου, το οποίο τις τελευταίες ημέρες έχει μετατραπεί σε κέντρο επιχειρήσεων των Ρουμάνων πυροσβεστών αλλά και σε σταθμό συγκέντρωσης προμηθειών των πυρόπληκτων.

Δυο πυροσβέστες εμφανίστηκαν στα αριστερά, ενώ έβγαιναν από μια καφετέρια.

«Θέλετε να μου πείτε δυο κουβέντες για τη φωτιά; Γράφω ένα ρεπορτάζ για τις φωτιές, είμαι δημοσιογράφος από την Αθήνα», ήταν η πρώτη ατάκα μετά τις φωτογραφίες.

Η τύχη, ωστόσο ήταν με το πλευρό μας. Αφού αρνήθηκαν αμφότεροι, μας παρέπεμψαν στον αρχηγό τους, Florin Chirea, ο οποίος βρισκόταν στο σχολείο, μια από τις σπάνιες φορές, όπως μάθαμε, καθώς περνάει όλη την ημέρα στο μέτωπο των πυρκαγιών.

Δευτερόλεπτα αργότερα περάσαμε την πύλη του Δημοτικού Σχολείου. Στα δεξιά μας, ο σταθμός προμηθειών για την ενίσχυση των πυρόπληκτων.

Ενημερώσαμε τους δεκάδες εθελοντές για τα πράγματα που είχαμε από την Αθήνα για να αφήσουμε ως βοήθεια, οι οποίοι με τη σειρά τους μας ζήτησαν να κάνουμε λίγη υπομονή.

Λίγα μέτρα πιο μπροστά το σκηνικό θα άλλαζε άρδην, καθώς βρεθήκαμε μέσα στην καρδιά του ρουμανικού αρχηγείου.

Η κίτρινη κορδέλα στη μέση στης αυλής ξεκαθάριζε πως αν δεν έχεις δουλειά να βρίσκεσαι στην πλευρά πέρα από αυτή, καλό θα είναι να μην επιχειρήσεις να την περάσεις.

Δυο σκηνές στην άκρη, ένα φορτηγό με ένα μεγάλο δορυφορικό πιάτο και η ρουμανική σημαία να κυματίζει, επιβεβαίωναν πως όσα διαβάζαμε για τους πυροσβέστες της συμπαθέστατης χώρας των Καρπαθίων, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Ένας αξιωματικός, γύρω στα 35 και με αυστηρό ύφος, ενημερώθηκε για την άφιξή μας και το λόγο της επίσκεψής μας. Η εκ νέου δίλεπτη αναμονή ήταν απαραίτητη, ώστε να γίνει η ενημέρωση και του αρχηγού.

Ο αξιωματικός πλησίασε μαζί με έναν άλλον άντρα, κοντά στα 50, με γκρίζα μαλλιά και επιβλητικό παρουσιαστικό.

Ύψωσε το χέρι του και είπε με καθαρή φωνή «Είμαι ο Florin Chirea, αρχηγός των Ρουμάνων πυροσβεστών».

Διαβάστε ΕΔΩ όλη τη συνέντευξη του Ρουμάνου επικεφαλής στο Newsbomb.gr

Αποχαιρετώντας τους Ρουμάνους και ευχαριστώντας τους για την προσφορά τους, σταματήσαμε ξανά για να αφήσουμε τις προμήθειες που είχαμε συγκεντρώσει με τους συναδέλφους του Newsbomb.gr.

«Παλικάρι μου, σε ευχαριστούμε αλλά δεν έχουμε που να τα βάλουμε. Πήγαινέ τα στο Μαντούδι, στο Δημαρχείο. Έλα εδώ να δεις τι έχουμε μαζέψει σε παρακαλώ», μας είπε ο Γιώργος, δασοπυροσβέστης και κάτοικος Προκοπίου.

Μια κοπέλα μέσα στο ξύλινο σπιτάκι, τακτοποιούσε τα πράγματα, τα οποία είχαν στοιβαχτεί ξεπερνώντας τα δυο μέτρα σε ύψος.

«Μας στέλνουν πράγματα από παντού, απίστευτο»...

Τα επόμενα 8 χιλιόμετρα μας οδήγησαν στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μας: Στο Δημαρχείο του Μαντουδίου.

Η συνάντηση με τον ηρωικό Δήμαρχο και οι εθελοντές

Ο ποταμός Κηρεάς, είχε «αγκαζάρει» το δρόμο και μας συνοδεύει μέχρι το Δημαρχείο, όπου τα αγροτικά πάρκαραν το ένα μετά το άλλο μπροστά στα σκαλοπάτια για να πάρουν προμήθειες να μεταφέρουν στους πυρόπληκτους.

Ο κύριος Τσαπουρνιώτης μας περίμενε στο γραφείο του στον πρώτο όροφο του κτηρίου.

Μια ράμπα δίπλα από τις σκάλες μας έφερε στην ομορφότερη εικόνα του ταξιδιού: Πάνω από 20 άτομα, το μεγαλύτερο δεν ξεπερνούσε τα 28, σε μια ανθρώπινη αλυσίδα, να μεταφέρουν τα πράγματα χέρι με χέρι για να ανεφοδιάσουν τα αγροτικά.

Ο Δήμαρχος περίμενε πίσω από το γραφείο του. Το πρόσωπό του μαρτυρούσε πως οι προηγούμενες 8 ημέρες για εκείνον, έμοιαζαν σαν αιώνας. Μαύροι κύκλοι, υπερένταση και κούραση, συνέθεταν το παζλ στο πρόσωπο του Δημάρχου που είδε το 80% του Δήμου του να γίνεται στάχτη.

«Καήκαμε, ευχαριστούμε τον κόσμο, να μην ξεριζωθούμε από τον τόπο μας»

Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, ο κύριος Τσαπουρνιώτης ξεκίνησε αμέσως να μας μιλάει, σχεδόν μηχανικά, με αριθμούς, για το τι ακριβώς είχα καεί στο Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας.

«Πάνω από 355.000 στρέμματα καμένα, 300 κατοικίες καμένες, 100 μόνιμες και 200 εξοχικές, 30 επιχειρήσεις, ζημίες σε υποδομές, από τη θερμοκρασία τα αντλιοστάσια και το δίκτυο ύδρευσης έχουν υποστεί ζημιές, το γήπεδο των Κεχριών κάηκε, όπως και τρία σχολεία. Το 1/3 του Δήμου είναι εκτός ηλεκτροδότησης και ύδρευσης. Οι ανάγκες τεράστιες όπως και η ανταπόκριση της κοινωνίας, ο κόσμος στέλνει συνεχώς πράγματα. Είναι η ώρα να κάνουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο, Πολιτεία, Περιφέρεια και Δήμος ώστε να στηριχτεί η περιοχή ώστε να μην ξεριζωθούν εκατοντάδες οικογένειας. Η φωτιά ξεκίνησε από τη Δάφνη και έφτασε σε 25 λεπτά εδώ. Κατέκαψε τα πάντα στη Βόρεια Εύβοια. Δεν έχουμε στοιχεία αν είναι εμπρησμός ή όχι, είναι δουλειά της Πυροσβεστικής, η οποία ερευνά τα αίτια».

Αμέσως μετά, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Δήμαρχος έφυγε καθώς έπρεπε να μεταβεί σε ένα από τα δεκάδες χωριά που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από την πυρκαγιά.

Ο Δημήτρης Χασιώτης, υπεύθυνος του γραφείου Τύπου, προσφέρθηκε να μας κατατοπίσει για την πορεία του ταξιδιού μας αλλά και για το τι ακριβώς συνέβη τις προηγούμενες οκτώ ημέρες, με την πορεία μας να διακόπτει εκ νέου την ανθρώπινη αλυσίδα που είχε στήσει νέα επιχείρηση.

«Ο Δήμαρχος δεν είχε κοιμηθεί πέντε μέρες. Δεν ξέρει κανείς πως το έκανε. Καταλαβαίνεις τι έχει συμβεί εδώ», είπε ο Δημήτρης,.

«Οι καμπάνες χτυπούσαν (ενώ έδειχνε την εκκλησία στο δεξί μου χέρι), εγώ ήμουν στη Λίμνη και ήμουν σίγουρος πως θα καούμε. Μάζευα τα πράγματα από το Δημαρχείο εκεί. Δεν μπορείς να φανταστείς πως είχαν κατέβει οι φλόγες. Δεν ξέρω πως δεν κάηκε το χωριό».

Λίγο αργότερα παρκάραμε το αμάξι με τον κλασικό τρόπο, το πορτμπαγκαζ προς τις σκάλες, και οι τις σακούλες μια προς μια περνούσαν από την ανθρώπινη αλυσίδα, η οποία υποδέχτηκε με χαμόγελα το νέο κρίκο της.

Μέσα σε δευτερόλεπτα όλα τα ευγενέστατα παιδιά της αλυσίδας μας είχαν καταφέρει να αδειάσουν το τεράστιο πορτμπαγκάζ , με την επικεφαλής τους να μας ευχαριστεί ευχόμενη «υγεία σε όλους σας και στις οικογένειές σας».

Το δεύτερο ευχηθήκαμε και εμείς. Το είχε περισσότερη ανάγκη από εμένα.

Ο παράδεισος χάθηκε

Το σταυροδρόμι της Στροφυλιάς ήταν το τελευταίο σύνορο που το πράσινο κρατούσε την εικόνα του παράδεισου. Οι επόμενες τρεις ώρες του ταξιδιού ήταν πραγματικά δύσκολες.

Η πρώτη στροφή ήταν πραγματική γροθιά στο σαγόνι. Τα μάτια προσπαθούσαν να αντιληφθούν την απότομη αλλαγή του σκηνικού. Το σταχτί χρώμα είχε καταπιεί τα πάντα. Δέντρα απανθρακωμένα θύμιζαν πως κάποτε η κυριαρχία του πράσινου δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Μόνο που η φωτιά είχε διαφορετική άποψη.

Η μυρωδιά της στάχτης άρχισε σε δέκατα του δευτερολέπτου να καίει τα ρουθούνια, καθώς κάναμε την πρώτη στάση μας για τις απαραίτητες φωτογραφίες.

Ο ήλιος μετά βίας φαινόταν. Η πυκνή τέφρα είχε καλύψει τα πάντα, με το σκηνικό να μοιάζει βγαλμένο από ταινία ενός δυστοπικού μέλλοντος. Μόνο που ήταν πέρα για πέρα πραγματικότητα...

Περίπου 200 μέτρα από την πινακίδα που έγραφε «Λίμνη 26 χιλιόμετρα», σταμάτησε ένα λευκό αμάξι. Ένας κύριος βγήκε και κοίταξε γύρω του. Έπιασε το μέτωπό του από απόγνωση.

Ένα σπίτι στην κορυφή του λόφου είχε καεί το μισό. Η μάντρα του γκρεμισμένη, οι τοίχοι του ασπρόμαυροι και η αυλή του μια πισίνα από στάχτη.

Οι ρόδες στρίγγλισαν ξανά στο οδόστρωμα, ενώ συνεχίσαμε προς τη Λίμνη. Κεχριές, Ροβιές, Δάφνη. Μόνο στάχτη.

Οι Κουρκουλοί βρίσκονταν στα δεξιά μας.

Ένα στενός δρόμος, που μαύρισε από τη φλόγα, περιστοιχισμένος από καμένα δέντρα, κομμένους από τη φωτιά, στύλους της ΔΕΗ και το χώμα να καπνίζει.

Το μαύρο χώμα, έκαιγε. Μια ακόμη υπενθύμιση πως η φύση πονούσε . «Η φωτιά κρύβεται κάτω από το χώμα», μας είχε πει ο Ρουμάνος αρχηγός. Και ήταν η στιγμή της επαλήθευσης των λεγομένων του.

Φτάσαμε μέχρι το χωριό. Ο ιερέας του χωριού, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, έκανε μια βόλτα κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι Κουρκουλοί πιθανότατα σώθηκαν από κάποιο θαύμα που συντελέστηκε.

Ένα άλογο που το έλεγαν... Φρίξο

Περίπου 500 μέτρα πριν την πανέμορφη Λίμνη κάναμε την πιο απροσδόκητη γνωριμία. Ένα άλογο, δεμένο έξω από ένα σπίτι, το οποίο είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες του άρον-άρον, προφανώς στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν από τις φλόγες.

Αμέσως, του δώσαμε το όνομα, Φρίξο, ενώ ένα πανέμορφο λυκόσκυλο, βρισκόταν σε ένα κλουβί κάτω από τις σκάλες.

Στην αυλή του σπιτιού, μια κοπέλα, όχι πάνω από τα 25 της, η οποία φρόντιζε το καταπονημένο, από τον καύσωνα, άλογο.

«Είστε ο ιδιοκτήτης του;», είπε η κοπέλα.

«Όχι, περαστικός είμαι και είδα το άλογο και σταμάτησα. Εσείς;».

Η ευγενέστατη κοπέλα, εξήγησε πως ήταν εθελόντρια από την Αθήνα και είχε φέρει ζωοτροφές στον Μουρτιά.

Η ελπίδα είχε εμφανιστεί στο γκρίζο τοπίο.

Αφού συστηθήκαμε έπρεπε να βρούμε νερό για τον Φρίξο, που κάτω από τους 40 βαθμούς υπέφερε. Όλες οι βρύσες δεν είχαν νερό, ωστόσο τα τρία μπουκαλάκια νερό που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο βοήθησαν, έστω ελάχιστα, τον Φρίξο να ξεδιψάσει.

Το χλιμίντρισμά του μαρτύρησε την ευγνωμοσύνη του. Λίγο αργότερα μάθαμε πως το άλογο θα μεταφέρονταν με ειδικό όχημα την επόμενη ημέρα.

Ακριβώς απέναντι, ένα καμένο σπίτι, έδειχνε για ακόμη μια φορά την καταστροφική μανία της φωτιάς...

Συνεχίσαμε προς τη Λίμνη. Ή ό,τι είχε απομείνει να τη θυμίζει.

Από τύχη... ζωντανοί

Ο γραφικός παραλιακός δρόμος είχε αγκαλιαστεί από καμένα δέντρα που περιστοίχιζαν αμφιθεατρικά το χωριό. Ένα καμένο σπίτι στην είσοδο του χωριού. Ένα άλλο παραδίπλα. Ένα καμένο φορτηγάκι.

Το ρολόι έδειχνε 3:30 και η ζέστη μαζί με την μυρωδιά της τέφρας είχαν κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική.

Ένα γραφικό ταβερνάκι ήταν η ιδανική επιλογή, μετά από έξι ώρες στο δρόμο. Στο διπλανό τραπέζι τέσσερις συνάδελφοι από κάποιο τηλεοπτικό σταθμό. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ο κύριος Θανάσης, ο οποίος μου ζήτησε να μη γράψω ούτε το επώνυμό του, ούτε το όνομα του καταστήματος, ήρθε για παραγγελία.

«Δε θέλω μωρέ τέτοια, δεν μου αρέσουν. Τι θες να σου φέρω φίλε μου;».

Μέχρι να έρθει το φαγητό, το βλέμμα είχε καρφωθεί στις πλαγιές γύρω από τη Λίμνη. Το γαλάζιο της θάλασσα, ενωνόταν στο τέλος του δρόμου με το μαύρο του δάσους.

Ένα τέταρτο μετά, ο κύριος Θανάσης εμφανίστηκε με ένα πιάτο και μια παγωμένη μπύρα στο χέρι.

«Αυτή στην κερνάω εγώ, έχει και πολύ ζέστη σήμερα. Από που ήρθες;».

Η εξιστόρηση όσων είχαν αντικρίσει τα μάτια μας, δεν τον εξέπληξαν. Κούνησε το κεφάλι, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε.

«Γράψε ό,τι βλέπεις. Τι να σου πω εγώ παλικάρι μου. Εμείς Παρασκευή μπήκαμε στο πλοίο που ήρθε να μας πάρει για να πάμε στην Αιδηψό. Εγώ μένω στον Μουρτιά, έξι χιλιόμετρα από εδώ. Πέρασες από εκεί, δεν πέρασες; Όλα στάχτη έγιναν. Φύγαμε με το καράβι εγώ, ο γιος μου και η νύφη μου. Να, η φωτιά ήταν εκεί. Βλέπει το εκκλησάκι και αυτό το σπίτι; Το 2016, στις προηγούμενες φωτιές δεν κάηκαν. Ε, κάηκαν τώρα. Τι να σου πω άλλο; Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Η φωτιά ήταν πίσω από το βουνό. Στο σταυρό που σου κάνω, χρειάστηκε πέντε λεπτά να το σκαρφαλώσει και να φτάσει εδώ, στην παραλία. Δεν το έχω δει ξανά αυτό. Αν, παρ'ελπίδα, έμενε κάτι άκαυτο, η φλόγα γυρνούσε να το κάψει, λες και ήταν μαγεμένη».

Ρωτήσαμε για τους Κουρκουλούς. Πώς κατάφεραν να σωθούν. Ο κύριος Θανάσης έδειξε μια παρέα πέντε ατόμων, κοντά στο κατώφλι των 60, όλοι με άσπρα μαλλιά.

«Αυτοί εκεί, η παρέα, τους βλέπεις; Είναι όλοι από εκεί. Είναι παιδιά του δάσους. Αυτοί έσωσαν το χωριό. Ήξεραν τα κατατόπια, ήξεραν τον αέρα, πώς θα πάει η φωτιά. Έχουν δει πολλές φωτιές. Ήξεραν πως να σωθούν. Και είδες; Τα κατάφεραν. Τι να το κάνεις όμως; Θα φύγουν όλοι από εδώ φίλε. Ζούσαν από το δάσος».

Μισή ώρα αργότερα μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, με πέντε μεγάλα μπουκάλια νερό, για να αφήσουμε στο άλογο, που συναντήσαμε νωρίτερα.

Η στάχτη από τον αέρα, έφερνε νιφάδες. Θλιβερές νιφάδες. Ένα χιόνι στεναχώριας, που πλημμύριζε τα πάντα.

Νέες φωτογραφίες. Καμένα σπίτια και αμάξια.

Ο Φρίξος, μας υποδέχτηκε ξανά με χλιμίντρισμα, λίγο μετά τις 5:00 πια, δείχνοντας την ευχαρίστηση της παρουσίας μας εκεί. Ένας μεγάλος κουβάς νερό, ήταν ευπρόσδεκτος για το σταχτί άλογο, τον οποίο ήπιε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Δυο μπουκάλια στην άκρη για τον επόμενο καλό Σαμαρείτη που θα τον έβγαζε ο δρόμος σε αυτή την αυλή, ήταν απαραίτητα.

Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω ένα εργοστάσιο, φτιαγμένο από μέταλλο. Η πελώρια μεταλλική κατασκευή είχε λιώσει, με τα φύλλα σιδήρου να έχουν γυρίσει προς τα μέσα, αφήνοντας τεράστια κενά που σου επέτρεπαν να δεις το εσωτερικό.

Ήταν η τελευταία φωτογραφία του ταξιδιού.

Γιατί. Πώς. Τι.

Στάχτη και ήλιος ενώνονταν, με το πορτοκαλί χρώμα του ουρανού να δημιουργεί μια απόκοσμη εικόνα. Μια ζοφερή πραγματικότητα που βιώσαμε για τρεις ώρες. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί και θα τη βιώνουν για χρόνια..

Το βλέμμα χάθηκε αριστερά και δεξιά στον άδειο δρόμο, όπου δεν είχε περάσει αμάξι για ώρα.

Ένας κόμπος στραγγάλιζε το λαιμό. Εικόνες που σε κάνουν να νιώθεις μικρός μπροστά σε ένα έγκλημα που όμοιό του η φύση δεν είχε γνωρίσει.

Πέρα από τα καμένα δέντρα, τα νεκρά ζώα και το έγκλημα που συντελέστηκε. Πόσοι άνθρωποι είδαν τις παιδικές τους αναμνήσεις να γίνονται στάχτη; Πόσοι άνθρωποι ένιωσαν να πεθαίνει ένα κομμάτι του εαυτού τους; Πόσοι άνθρωποι κάθισαν στις οθόνες τους, στα σπίτια τους, στα κινητά τους και έβλεπαν τα χωριά τους να γίνονται στάχτες; Πόσοι άνθρωποι έκλαψαν χωρίς καν να έχουν καταγωγή από την Εύβοια;

Γιατί; Πώς; Τι;

Αντί επιλόγου

Η ώρα είχε πάει πια 7. Στο Μαντούδι, τα αγροτικά συνέχισαν να πηγαινοέρχονται με προμήθειες, με την ανθρώπινη αλυσίδα να έχει ανανεωθεί από άλλα νεαρά παιδιά.

Ένα χιλιόμετρο μακριά τα πανύψηλα πλατάνια και ο Κηρέας, μας υποδέχτηκαν ξανά. Σε ένα ξύλινο πάγκο, ένας ηλικιωμένος πουλούσε μέλι. Ήταν η τελευταία στάση του ταξιδιού

«Καλησπέρα θείε. Μέλι θέλω».

Κοντά στα 70 και χαμογελαστός, έδειξε τις ποικιλίες του. Από έλατο, από θυμάρι, ανάμεικτο.

«Από την Αθήνα είσαι;», ρώτησε, καταλαβαίνοντας προφανώς πως οι γνώσεις για τα μέλια ήταν περιορισμένες.

«Ναι, ναι, δημοσιογράφος. Ήρθα να δω τι συνέβη».

«Α, είναι και η κόρη μου δημοσιογράφος», είπε με χαμόγελο.

Στην ερώτηση «τι έγινε εδώ» είπε ξερά «ό,τι εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δε φοβόμαστε. Είμαστε συνηθισμένοι. Θα τα καταφέρουμε».

Χρήματα, ρέστα και ένα τελευταίο, πραγματικά πολύ κουρασμένο, χαμόγελο, έμειναν στον πάγκο.

Ο δρόμος μέχρι τη Χαλκίδα ήταν σιωπηλός. Το ραδιόφωνο κλειστό. Ένα αόρατο πένθος. Για τις αναμνήσεις που επέστρεφαν μαζί στην Αθήνα από έναν τόπο που ήταν ένας επίγειος παράδεισος.

Στη θέση του συνοδηγού η ελπίδα. Τα λόγια του κύριου με τα μέλια. Τα παιδιά από το Μαντούδι. Οι πυροσβέστες.

Το σκοτάδι έκανε την εμφάνισή του στο δρόμο. Η κούραση πολύ νωρίτερα καθώς η έγερση για το ταξίδι είχε γίνει από τις 6 το πρωί.

Το επόμενο πρωί ο ήλιος είχα καταφέρει να νικήσει τη στάχτη που είχε καλύψει τα πάντα. Για πρώτη φορά μετά από εννιά ημέρες.

Η ελπίδα είχε επιστρέψει από τη Βόρεια Εύβοια.

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.