Γιατί η γονιμότητα στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει σημαντικά από τη δεκαετία του 1980
Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, η εικόνα των ελληνικών οικογενειών ήταν πιο πλούσια από τη σημερινή, καθώς συνήθως υπήρχαν δύο ή και περισσότερα παιδιά. Τέσσερις δεκαετίες μετά, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική.
Το ποσοστό γονιμότητας στην Ελλάδα έχει μειωθεί δραματικά και βρίσκεται σταθερά κάτω από το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού (2,1 παιδιά ανά γυναίκα). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2023 η Ελλάδα ήταν στην 21η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με 1,26 γεννήσεις ανά γυναίκα. Την ίδια χρονιά, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στην ΕΕ ήταν 1,38 γεννήσεις ανά γυναίκα.
Πώς φτάσαμε όμως σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση μέσα σε περίπου μισό αιώνα;
Ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον
Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο με θέμα «Η γονιμότητα των γενεών στην Ελλάδα και το περιβάλλον για την απόκτηση των παιδιών τους» του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, το περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών έχει αλλάξει ριζικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ως εκ τούτου, μειώνεται ο αριθμός των παιδιών.
Οι συγγραφείς του άρθρου Αναστασία Κωστάκη και Βύρων Κοτζαμάνης επισημαίνουν συνοπτικά πως σε όλες αυτές τις χώρες καταγράφονται (με διαφορετικούς ρυθμούς, βέβαια) έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση, ταχύτατη αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, η είσοδος της γυναίκας στην αγορά της εργασίας είναι μαζική, αυξάνεται ο χρόνος παραμονής –ιδιαίτερα των γυναικών- στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ σημειώνονται αυξημένες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας. Όπως βλέπουμε και στην Ελλάδα, η πρόσβαση στην κατοικία παρουσιάζει δυσκολίες, υπάρχουν αυξημένα εμπόδια -ειδικά στις γυναίκες- για τον συνδυασμό της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος ενός παιδιού, αλλά και διάχυση των σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης.
Όλες αυτές οι αλλαγές, συνοδεύτηκαν και με τον περιορισμό του προηγούμενου οικογενειακού μοντέλου υπέρ αυτού των δυο εργαζομένων γονέων (σε συμβίωση ή σε γάμο), ενός μοντέλου που είναι «ιδιαίτερα εύθραυστο». Επίσης, παρατηρούν πως η μετάβαση στο μοντέλο αυτό, όπου οι ατομικές επιδιώξεις είναι πιο ισχυρές και η οικογένεια τείνει να αποτελέσει έναν μόνον από τους φορείς της ατομικής ολοκλήρωσης των μελών της, συνοδεύτηκε και από τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ευνοεί τις ελεύθερες επιλογές της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.

Υπάρχει (καλύτερο) μέλλον;
Αν και η συνολική εικόνα μόνο θετική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, οι κκ. Κωστάκη και Κοτζαμάνης θεωρούν πως αν δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών, θα ανακοπεί και η μείωση των γεννήσεων με προοπτική μεσοπρόθεσμα την αύξησή τους, και, μακροπρόθεσμα, ένα πολύ πιο ισορροπημένο ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων (και μια επιβράδυνση της γήρανσης). Μιλώντας με αριθμούς, υπολογίζουν πως απαιτείται η αύξηση από 1,4 παιδιά που έκαναν όσες γενιές γεννήθηκαν γύρω από το 1985 σε 1,8-1,9 παιδιά σε αυτές που γεννήθηκαν μετά το 2010.
Δεν παραλείπουν να προτείνουν πώς μπορεί να δημιουργηθεί αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον. Για τους συγγραφείς, τα μέτρα που θα ληφθούν πρέπει να έχουν ως στόχο κυρίως:
- τη σημαντική μείωση του άμεσου και έμμεσου οικονομικού κόστους των παιδιών
- την εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή
- την άρση των έμφυλων διακρίσεων στη δημόσια και ιδιωτική ζωή
- την αύξηση όχι μόνο των ποσοστών απασχόλησής τους αλλά και των διαθέσιμων μισθών-εισοδημάτων τους
- την ταχύτατη επίλυση του στεγαστικού προβλήματος των νεότερων γενεών στα μεγάλα, κυρίως, αστικά κέντρα μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας
- την άρση του κλίματος αβεβαιότητας και τη μερική προστασία από κινδύνους που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι νεότερες γενεές

Καταληκτικά, υπογραμμίζουν πως, βάσει και της διεθνούς εμπειρίας, ο συνδυασμός και ο συγχρονισμός των μέτρων αυξάνει την αποτελεσματικότητά τους ενώ, αν δεν καλλιεργηθεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν «περιορισμένη εμβέλεια».