Φοινικούντα: «Ήταν φοβισμένος o θείος», λέει ανιψιός του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ
Συνεχίζεται η έρευνα για το διπλό φονικό στη Φοινικούντα
Οι δύο 22χρονοι που συνελήφθησαν για τη διπλή δολοφονία στη Φοινικούντα
Εξελίξεις έρχονται στο φως σχετικά με το διπλό φονικό στη Φοινικούντα, επικοινώνησε με έναν άλλο ανιψιό του άτυχου ιδιοκτήτη του κάμπινγκ, που ήταν μάρτυρας στη σύνταξη της νέας διαθήκης του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που είδε και άκουσε γεγονότα που σήμερα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
Τρεις ημέρες πριν από τη δολοφονία, ο θείος του τον κάλεσε στη ρεσεψιόν για να του μιλήσει. Ωστόσο, δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε.
«Δεν ήταν ο μπάρμπας μου αυτός. Ήταν σαν να μιλούσε κάποιος άλλος. Φαινόταν φοβισμένος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Κώστας του μιλούσε για φυγή, για μια ζωή μακριά από όλους και από όλα. Έλεγε ότι όλοι τον πλησίαζαν για τα χρήματα, πως ένιωθε μόνος και περικυκλωμένος, και πως ήθελε να πουλήσει το κάμπινγκ.
«Ήθελε να φύγει στο εξωτερικό και να ζήσει σαν άνθρωπος. Δεν θα μιλούσε ποτέ έτσι ο Κώστας. Σαν να μου κλαιγόταν».
Μάλιστα, του εκμυστηρεύτηκε ότι, επειδή τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν, σκεφτόταν να του αφήσει το μίνι μάρκετ χωρίς ενοίκιο. Λόγια παράξενα, σχεδόν αποχαιρετισμού, σαν να περίμενε κάτι. Όταν τον ρώτησε τι συμβαίνει, δεν πήρε απάντηση.
Αναφέρεται και σε μία από τις δύο απόπειρες κατά του θείου του από άγνωστο δράστη, ένα περιστατικό που τον είχε σοκάρει.
«Μου ζήτησε την καραμπίνα του πατέρα μου, το όπλο που αργότερα εντόπισε η Αστυνομία», λέει χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τη διαθήκη, που άλλαξε λίγες ημέρες πριν το τέλος, ο ίδιος δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τον πραγματικό λόγο. Ήξερε μόνο ότι υπήρχαν εντάσεις με την ανιψιά και τον εγγονό του.
«Ήξερα ότι είχαν τσακωθεί και σκέφτηκα ότι γι’ αυτό θα έκανε κάποιες αλλαγές. Ο Διονύσης (ανιψιός) δεν ήξερε τίποτα. Φαινόταν όμως ότι ο θείος ήθελε να φύγει. Να πάει Μαρόκο, Ισπανία, Πορτογαλία… να αγοράσει ένα σπίτι και να επιστρέφει για έναν μήνα τον χρόνο».
Περιγράφει και τη μοιραία ημέρα, όταν, όπως λέει, θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί κι αυτός αν δεν τον είχε σώσει άθελά της η γυναίκα του. Είχε πάει για ελιές. Λίγο μετά τις 19:00, η σύζυγός του τον πήρε τηλέφωνο για να φάνε. Αλλιώς, θα περνούσε από το κάμπινγκ.
«Στις 21:30 το τηλέφωνό μου χτύπησε και ήταν ο συμβολαιογράφος. Με ρώτησε τι έγινε και ακούγονταν πυροβολισμοί στο κάμπινγκ. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον θείο μου. Μετά με τον Ντάνι. Μετά με τον δήμαρχο. Κανείς δεν απαντούσε. Είπα στη γυναίκα μου να ντυθώ και να φύγω. Κάτι έχει γίνει».
Όταν έφτασε στο κάμπινγκ, οι νεκροί βρίσκονταν στη ρεσεψιόν. Το σοκ ήταν μεγάλο.
Την επόμενη μέρα, εκείνος, η Ερμιόνη, ο Ντάνι και η σύντροφός του καθάριζαν τον χώρο μετά την αποχώρηση του εγκληματολογικού. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
«Ο Ντάνι δεν άντεχε και είχε αναγούλες. Κατάλαβες τι επικρατούσε εκεί μέσα. Τις επόμενες ημέρες μου έλεγε ξανά και ξανά πως είναι αθώος. Αν μάθαινε ότι υπάρχει έστω και η παραμικρή πληροφορία για εμπλοκή του, θα μου ζητούσε να του περάσω εγώ ο ίδιος τις χειροπέδες για να τον οδηγήσω στη φυλακή», καταλήγει.