ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ερώτηση για το «καλάθι της νοικοκυράς» από τη ΝΔ

Ερώτηση για το «καλάθι της νοικοκυράς» από τη ΝΔ

Στην πρώτη της πολιτική κίνηση προχώρησε η ομάδα των πέντε «κοινωνικά φιλελεύθερων» της ΝΔ με ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο και τον υπουργό Ανάπτυξης Μιχάλη Χρυσοχοϊδη.

Συγκεκριμένα, οι κ.κ. Κώστας Μαρκόπουλος, Κώστας Τζαβάρας, Κώστας Γκιουλέκας και οι κυρίες Ελίζα Βόζεμπεργκ και Μαρία Κόλλια – Τσαρουχα μιλούν για το καρτέλ στην αγορά των τροφίμων, τις αυξημένες τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαικές χώρες και ζητούν από τα συναρμόδια υπουργεία να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διευκολύνουν τα ελληνικά νοικοκυριά.

Αναλυτικά, το κείμενο των πέντε αναφέρει:

«Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πλήθος βασικών προϊόντων πωλούνται στην Ελλάδα ακριβότερα σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, παρά τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών εξαιτίας των περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, αλλά και των εισοδημάτων των επαγγελματιών.

Τα προϊόντα αυτά κατά κανόνα αποτελούν βασικό μέρος του «Καλαθιού της Νοικοκυράς» και υπάρχουν πάμπολλες δημοσιοποιημένες συγκρίσεις, κυρίως για προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών που πωλούνται στην Ελλάδα ακριβότερα. Τιμοληψίες των τελευταίων τριών ετών στα ίδια είδη καταδεικνύουν περίτρανα τις διαφορές αυτές. Ενδεικτικά, ένα συγκεκριμένο πακέτο ρύζι ίδιας μάρκας κοστίζει € 2,24 στην Ελλάδα, ενώ στο Βέλγιο κοστίζει € 1,73 ευρώ.

Συγκεκριμένο σαμπουάν είναι κατά 34% πιο ακριβό στην Ελλάδα σε σχέση με την Ισπανία, η οδοντόκρεμα Colgate είναι κατά 20,40% ακριβότερη και ένα μπουκάλι αναψυκτικού 500 ml κατά 16,8% ακριβότερο.

Το ίδιο μπουκάλι στην Ελλάδα κοστίζει κατά 47,5% ακριβότερα σε σχέση με το Βέλγιο. Ένα λίτρο φρέσκο γάλα κοστίζει € 1,38 στην Ελλάδα, ενώ στις άλλες χώρες της έρευνας (Βέλγιο, Αυστρία, Γαλλία, Ισπανία) η τιμή του κυμαινόταν από € 0,99 έως € 1,10.

Η ίδια συσκευασία δημητριακών είναι κατά 51% ακριβότερη σε σχέση με τη Βρετανία».

Προσθέτει ότι «Η δε ουσιαστική απραξία της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και στην ουσία η πτωτική τάση που παρουσιάζει η επιβολή προστίμων της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με τις παραβάσεις των Άρθρων 1,2, 25 του Ν. 703/77 όσον αφορά σε συμπράξεις, καρτέλ και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά για τα έτη 2009-2010 (το σύνολο των επιβληθέντων προστίμων από €102.789.690 το 2009 έπεσε στα €43.107.497 το 2010), επί της ουσίας στηρίζουν τις εναρμονισμένες πρακτικές κάποιων σουπερμάρκετ και πιθανών καρτέλ με προμηθευτές, με αποτέλεσμα να επιτρέπουν την εκτόξευση στα ύψη των τιμών βασικών αγαθών για τη διαβίωση των καταναλωτών.

Με απλά λόγια, η παθητική στάση της προηγούμενης κυβέρνησης επέτρεψε τη λειτουργία ολιγοπωλίων που είχαν ως αποτέλεσμα την μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Ο δε έλληνας καταναλωτής δεν είναι μόνο εγκλωβισμένος σε μία συρρίκνωση της αγοραστικής του δύναμης λόγω των προγραμμάτων δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά παράλληλα υπομένει και τις επιπτώσεις της ακρίβειας σε µια αγορά στην οποία κάθε άλλο παρά λειτουργεί ο ανταγωνισμός, και μάλιστα με τις ευλογίες της προηγούμενης κυβέρνησης» καθώς και ότι «Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση δημοσιοποιημένα στοιχεία (στοιχεία από ημερησία πολιτική εφημερίδα) του Παρατηρητηρίου Τιμών του Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, όπου εξετάστηκαν οι τιμές 29 βασικών προϊόντων σε έξη μεγάλες αλυσίδες, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε στην ελληνική αγορά.

Για τα προϊόντα που επελέγησαν τυχαία, προκύπτει ότι ο καταναλωτής που θα αναζητήσει τα ίδια αυτά προϊόντα σε άλλα Σούπερ Μάρκετ, δεν θα βρει αξιοσημείωτες διαφορές στις τιμές τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις είναι αξιοσημείωτο ότι οι τιμές είναι ακριβώς ίδιες.

Για παράδειγμα, το ψωμί του τοστ συγκεκριμένης μάρκας στα τρία από τα έξη Σούπερ Μάρκετ είχε τιμή € 2,73, στα δύο σούπερ μάρκετ κόστιζε € 2,72, ενώ µόνο σε ένα η διάφορα της τιμής ήταν οριακά υψηλότερη, στα € 2,87.

Αντίστοιχα στοιχεία προέκυψαν και για προϊόντα όπως το αλεύρι, τα μπισκότα, κ.α. Αλλά και στα προϊόντα όπου οι τιμές ήταν διαφορετικές, οι διαφορές τους ήταν πολύ μικρές, γεγονός που στοιχειοθετεί χειραγώγηση τιμών σε βάρος του καταναλωτή.

Από την ίδια έρευνα επίσης προκύπτει ότι το συνολικό κόστος του καλαθιού στις 5 Οκτωβρίου 2010 στα έξη εξεταζόμενα Σούπερ Μάρκετ δεν είχε ουσιώδεις διαφορές στην τιμή του και η διαφορά μεταξύ φθηνότερου και ακριβότερου σε αυτά τα σούπερ μάρκετ ήταν μόλις € 3.94. Όταν η σύγκριση γίνει ανάμεσα σε τέσσερεις αλυσίδες Σούπερ Μάρκετ, η διαφορά μειώνεται μόλις στο €1,5».