Ο Τραμπ, η TSMC και ένας πόλεμος που η οικονομία μπορεί να αποτρέψει
Ο Τραμπ ασπάζεται πλήρως τις απόψεις περί αναλογικής κατανομής των ζητημάτων ασφαλείας
Η Ταϊβάν καθώς βρίσκεται στη συμβολή της Ανατολικής και της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας, με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στα βορειοδυτικά, την Ιαπωνία στα βορειοανατολικά και τις Φιλιππίνες στα νότια, κατέχει μία σημαντική γεωγραφική και κατ' επέκταση ύψιστης σημασίας γεωστρατηγική θέση. Παρόλα αυτά, η Ταϊβάν έχει δύο ακόμη σημαντικά χαρακτηριστικά:
- Αντιμετωπίζει ένα γεωστρατηγικό ζήτημα παρόμοιο με εκείνο της Ουκρανίας, με τις αλλαγές στο ισχύον καθεστώς ημιαυτονομίας της να δημιουργούν ζητήματα ασφάλειας τόσο για την Κίνα όσο και τις ΗΠΑ.
- Οι εξελίξεις εκεί, ενώ στο βάθος βρίσκεται η πιθανότητα να ξεσπάσει μια νέα πολεμική σύγκρουση, αντικατοπτρίζουν την αλλαγή εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά την έλευση Τραμπ.
Τα ζητήματα ασφαλείας των ΗΠΑ
Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στο Podcast του Λεξ Φρίντμαν, ο αμερικανός καθηγητής Τζον Μερσχάιμερ, παρουσίασε τα δύο βασικά ζητήματα ασφαλείας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν:
- «Εάν αφήναμε την Ταϊβάν να χαθεί, αυτό θα είχε τεράστιες αρνητικές συνέπειες για τη δομή της συμμαχίας μας στην Ανατολική Ασία. Για να περιορίσουμε την Κίνα χρειαζόμαστε συμμάχους, έχουμε μια δομή συμμαχίας και οι σύμμαχοί μας Ιάπωνες, Νοτιοκορεάτες, Φιλιππινέζοι, Αυστραλοί, βασίζονται όλοι σε εμάς να είμαστε δίπλα τους. Αν δεν υπερασπιστούμε την Ταϊβάν όταν οι Κινέζοι επιτεθούν, οι σύμμαχοι θα σκεφτούν, βάζω στοίχημα ότι αν οι Κινέζοι μας επιτεθούν, οι Αμερικανοί δεν θα είναι εκεί για εμάς».
- «(Σε περίπτωση πολέμου) θέλουμε να εγκλωβίσουμε το Κινεζικό Ναυτικό και την Κινεζική Πολεμική Αεροπορία μέσα στην πρώτη αλυσίδα νησιών, δεν θέλουμε να τους αφήσουμε να βγουν στον Ειρηνικό, δεν θέλουμε να κυριαρχούν στα νερά της Ανατολικής Ασίας… και μπορούμε να το κάνουμε αυτό μόνο εάν ελέγχουμε την Ταϊβάν».
Η Ταϊβάν λοιπόν είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της συμμαχικής αξιοπιστίας των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία αλλά και σημείο κλειδί, ώστε σε μια γενικευμένη σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, οι ΗΠΑ να «προλάβουν» τους Κινέζους πριν ανοιχτούν στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Τα ζητήματα ασφαλείας της Κίνας
- Η Κίνα από την άλλη πλευρά περικυκλώνεται από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ διατηρούν στρατιωτικές βάσεις σε Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Φιλιππίνες, νησιά Μάρσαλ και Αυστραλία, ενώ πρόσφατα ο Τραμπ δήλωσε πως στο δικό του σχέδιο αποχώρησης από το Αφγανιστάν δεν εμπεριέχονταν η εγκατάλειψη της πόλης του Μπαγκράμ. «Θα φεύγαμε, αλλά θα κρατούσαμε το Μπαγκράμ, όχι λόγω του Αφγανιστάν αλλά λόγω της Κίνας, επειδή είναι ακριβώς μία ώρα μακριά από το σημείο όπου η Κίνα κατασκευάζει τους πυρηνικούς πυραύλους της», δείχνοντας πόσο σημαντικό είναι για τις ΗΠΑ να βρίσκονται κοντά στην Κίνα.
- Οι Κινέζοι αντιλαμβάνονται πως αυτή η περικύκλωση μπορεί να είναι καθοριστική σ’ έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων μεταξύ των συμμάχων των ΗΠΑ και της Κίνας όσο και στο να αποτρέψουν οι ΗΠΑ τις ναυτικές και αεροπορικές της δυνάμεις να ξεχυθούν στον Ειρηνικό, όπως προαναφέραμε, σε περίπτωση γενικευμένης σύγκρουσης.
Η Κίνα έχει θέσει ως κόκκινη γραμμή την κήρυξη ανεξαρτησίας της Ταϊβάν και όπως αναφέρει ξανά ο καθηγητής Μερσχάιμερ:
«Το τελευταίο πράγμα που θέλετε είναι η κυβέρνηση της Ταϊβάν να διακηρύξει την ανεξαρτησία της, επειδή οι Κινέζοι έχουν δηλώσει ότι αν το κάνει η Ταϊβάν, πάμε σε πόλεμο».
MAGA: Το κίνημα της κατανόησης;
Ο Τραμπ ασπάζεται πλήρως τις απόψεις περί αναλογικής κατανομής των ζητημάτων ασφαλείας. Όπως και ο καθηγητής Μερσχάιμερ όταν ερωτάται, μετά την ανάλυση του για τα ζητήματα ασφαλείας των ΗΠΑ, εάν και οι Κινέζοι έχουν τα δικά τους, απαντά καταφατικά ναι. «Δεν πιστεύετε ότι και οι άλλοι (οι Κινέζοι) το βλέπουν από τη δική τους πλευρά; Απολύτως!».
Κατά τη διάρκεια του πρώτου Υπουργικού Συμβουλίου, μάλιστα, ο Τραμπ απέφυγε να σχολιάσει το ενδεχόμενο εισβολής της Κίνας στην Ταϊβάν. Συγκεκριμένα είπε σε ερώτηση που του τέθηκε:
«Ερ.: Ήσασταν πολύ σαφής όταν δηλώσατε ότι όσο είστε Πρόεδρος, το Ιράν δεν θα αποκτήσει ποτέ πυρηνικά όπλα. Είναι επίσης πολιτική σας, ότι όσο είστε Πρόεδρος, η Κίνα δεν θα «πάρει» ποτέ την Ταϊβάν με τη βία;
Απ.: Δεν το έχω σχολιάσει ποτέ αυτό, δεν σχολιάζω τίποτα τέτοιο, γιατί δεν θέλω ποτέ να βάλω τον εαυτό σου σε αυτή τη θέση... Εάν ήταν να πω κάτι τέτοιο δεν θα το έλεγα σε εσένα, θα το έλεγα σε κάποιον άλλο, ίσως σε αυτούς που βρίσκονται σήμερα εδώ (εννοώντας το Υπουργικό Συμβούλιο)… Οπότε, δεν θέλω να βάλω τον εαυτό μου σε αυτή τη θέση, αλλά μπορώ να σας πω κάτι: Έχω μια εξαιρετική σχέση με τον Πρόεδρο Σι, έχω μια εξαιρετική σχέση μαζί τους...»
Ο σχολιαστής Arnaud Bertrand σημειώνει με αφορμή αυτή την στιχομυθία:
«Λέγεται πολιτική της εσκεμμένης ασάφειας. Να μην δεσμευόμαστε να υπερασπιστούμε την Ταϊβάν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάτι που τέθηκε σε εφαρμογή για να αποτρέψει τον πόλεμο. Εάν η Ταϊβάν δεν γνωρίζει αν οι ΗΠΑ θα την υπερασπιστούν ή όχι, δεν θα κηρύξει την ανεξαρτησία της και ως εκ τούτου δεν θα πυροδοτήσει τον πόλεμο».
Αυτή είναι και η πάγια πολιτική των ΗΠΑ από το 1972, «One China Policy», για το ζήτημα της Ταϊβάν.
Ταυτόχρονα, και ο Μάρκο Ρούμπιο με μια εξαιρετική διπλωματική διατύπωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση των ΗΠΑ:
«Έχουμε μια μακροχρόνια θέση για την Ταϊβάν, την οποία δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε και αυτή είναι ότι είμαστε ενάντια σε κάθε εξαναγκαστική αλλαγής του τωρινού status της Ταϊβάν. Αυτή ήταν η θέση μας από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και αυτή συνεχίζει να είναι η θέση μας».
Ο Τραμπ θέλει να αποφύγει την πολεμική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας, κάτι το οποίο είναι υψίστης σημασίας για την παγκόσμια ασφάλεια και την οικονομία. Όπως αναφέρει ξανά ο καθηγητής Μερσχάιμερ:
«Πρέπει να περιορίσουμε την Κίνα… αλλά ταυτόχρονα… όχι μόνο θέλουμε να την περιορίσουμε, θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι δεν θα καταλήξουμε σε πολεμική σύγκρουση με τους Κινέζους».
Ο Τραμπ θα μπορούσε κάλλιστα να χτίσει στην Ταϊβάν ένα αφήγημα παρόμοιο με του Μπάιντεν στην Ουκρανία. Το αφήγημα θα βασίζονταν στα εξής:
α) Η Ταϊβάν είναι μικρή και η Κίνα μεγάλη και οι μικροί πάντα απειλούνται από τους μεγάλους.
β) Η Ταϊβάν έχει Δημοκρατία, ενώ η Κίνα βρίσκεται σε Κομμουνισμό.
γ) Οι ΗΠΑ δεν ασκούν ιμπεριαλιστική πολιτική αλλά απλώνουν χέρι βοήθειας στην αβοήθητη Ταϊβάν, η οποία μόνη της ζητά από τις ΗΠΑ την προστασία τους.
Ο Μπάιντεν άλλωστε είχε αλλάξει τη ρητορική των ΗΠΑ για το ζήτημα της Ταϊβάν και βρίσκονταν στα όρια αλλαγής της πολιτικής συνολικά, οξύνοντας επικίνδυνα, όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας, το πολεμικό κλίμα που ήδη επικρατούσε. Ερωτηθείς σε συνέντευξη στο «60 Minutes» του CBS, στις 18 Σεπτεμβρίου του 2022, εάν οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα υπερασπίζονταν το δημοκρατικά διοικούμενο νησί που διεκδικεί η Κίνα, απάντησε: «Ναι, αν στην πραγματικότητα, υπήρξε μια άνευ προηγουμένου επίθεση». Κληθείς να διευκρινίσει εάν εννοούσε ότι, σε αντίθεση με την Ουκρανία, οι δυνάμεις των ΗΠΑ - Αμερικανοί άνδρες και γυναίκες - θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής εισβολής, ο Μπάιντεν απάντησε: «Ναι». Και τον Μάιο του 2022 όταν ο Μπάιντεν ρωτήθηκε εάν ήταν διατεθειμένος να εμπλακεί στρατιωτικά για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν απάντησε: «Ναι... Αυτή είναι η δέσμευση που κάναμε».
Η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Μάο Νινγκ δήλωσε τότε σε τακτική ενημέρωση στο Πεκίνο ότι τα σχόλια του Μπάιντεν έστειλαν ένα «σοβαρά λάθος μήνυμα» στις αυτονομιστικές δυνάμεις για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν.
Σχεδόν παράλληλα χρονικά, στις 2 Αυγούστου 2022, αντιπροσωπεία πέντε μελών της Βουλής του Δημοκρατικού Κόμματος συνόδευσε την τότε Πρόεδρο της Βουλής Νάνσυ Πελόσι σε επίσκεψη στο νησί. Το διήμερο ταξίδι στην Ταϊβάν ήταν μέρος μιας περιοδείας στην Ασία που περιλάμβανε επίσης στάσεις στη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Η Πελόσι δήλωσε ότι η επίσκεψή της ήταν ένα σημάδι της «ακλόνητης δέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών να υποστηρίξουν τη ζωντανή δημοκρατία της Ταϊβάν».
Οι ΗΠΑ θα εξόπλιζαν την Ταϊβάν, ίσως προέβαιναν και σ’ έναν «πόλεμο κατασκόπων», όπως οι NYT αποκαλύπτουν στο άρθρο τους“The Spy War: How the C.I.A. Secretly Helps Ukraine Fight Putin” πως συνέβη στην Ουκρανία, η Ταϊβάν θα κήρυττε ανεξαρτησία και η Κίνα θα εισέβαλε με τις ΗΠΑ να προχωρούν σε άμεση σύγκρουση με την άλλη μεγάλη πυρηνική δύναμη απευθείας ή μέσω αντιπροσώπων, ενεργοποιώντας ή εργαλειοποιώντας το συνασπισμό συμμάχων τους στην Ανατολική Ασία.
Το σενάριο αυτό ίσως ακολουθούνταν και από τον Τραμπ, εάν στη δεύτερη θητεία η κυβέρνησή του δεν απαρτίζονταν κυρίως από μέλη του κινήματος MAGA, τα οποία ασπάζονται την αναλογική κατανομή των ζητημάτων ασφαλείας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
H TSMC και η επένδυση στις ΗΠΑ
Πέρα από την υψίστης σημασίας γεωστρατηγική της θέση, στην Ταϊβάν βρίσκεται και ο κολοσσός παραγωγής τσιπ TSMC. Η γεωγραφία συνεχίζει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σύγχρονη γεωπολιτική, όσο και εάν η τεχνολογία εξελίσσεται. Παρόλα αυτά, η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει προσθέσει και άλλους παράγοντες γεωπολιτικής επιρροής. Όταν μάλιστα η τεχνολογία συνδυάζεται με ένα αγοραστικό μονοπώλιο, αυτομάτως δημιουργείται ένας νέος γεωπολιτικός παράγοντας.
Η ΤSMC, επίσημα εταιρεία χυτηρίων ημιαγωγών, κατείχε στο κλείσιμο του 2024, σύμφωνα με το Statista, κοντά στο 65% της αγοράς παγκοσμίως ξεπερνώντας κατά πολύ ανταγωνίστριες όπως η Samsung (14% αγοράς). Η συγκεκριμένη εταιρεία έχει όμως ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, κοντά στο 90%, στην κατασκευή τσιπ προηγμένης τεχνολογίας. Αυτό περιλαμβάνει τσιπ τριών (3) νανομέτρων που αυξάνονται γρήγορα σε δημοτικότητα στην αγορά, καθώς και προηγμένες συσκευασίες τσιπ για μεγαλύτερα εξαρτήματα. Αμερικανικές εταιρείες όπως η Apple και η Nvidia, βασίζονται στην TSMC για την κατασκευή των τσιπ τους, επειδή καμία άλλη εταιρεία δεν μπορεί να παρέχει τη χωρητικότητα ή το επίπεδο τεχνογνωσίας της.
Η TSMC ανακοίνωσε επένδυση τουλάχιστον 100 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ, σε νέα κεφάλαια, για να προσθέσει τρία προηγμένα χυτήρια και δύο εγκαταστάσεις συσκευασίας στις εγκαταστάσεις της έξω από το Φοίνιξ της Αριζόνα. Ήδη τα 2/3 των πωλήσεων της TSMC προέρχονται από τη Βόρεια Αμερική.
Ο Τραμπ από την αρχή έχει καταστήσει σαφές πως θέλει να επιστρέψουν οι γραμμές παραγωγής στις ΗΠΑ και η TSMC κατέχει μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες γραμμές παραγωγής παγκοσμίως με τα καθοριστικά για την αγορά πλέον μικροτσίπ. Ο Τραμπ βασίστηκε σε τρεις άξονες πολιτικής για να πετύχει αυτή την μεγάλη επένδυση της TSMC.
- Έχει ήδη διορίσει «κομισάριο» τεχνητής νοημοσύνης και κρυπτονομισμάτων τον Ντέιβιντ Σακς, συνιδρυτή της Glue αλλά και της PayPal μαζί με τους Ίλον Μασκ και Πίτερ Τιλ, ενώ έχει δηλώσει επανειλημμένως πως θέλει η ΗΠΑ να γίνουν το παγκόσμιο κέντρο τεχνητής νοημοσύνης και «κρύπτο». Με την TSMC να κατέχει σχεδόν το μονοπώλιο στα τελευταίας τεχνολογίας ΑΙ τσιπ, ο Τραμπ της δείχνει πως η αγορά μικροτσίπ αναπτύσσεται περαιτέρω στη Βόρεια Αμερική.
- Την ίδια στιγμή ρεπουμπλικάνοι βουλευτές σε συνεργασία με ανθρώπους του Λευκού Οίκου συντάσσουν νομοσχέδιο για το Κονγκρέσο με στόχο περαιτέρω φορολογικές ελαφρύνσεις αντίστοιχες με εκείνες του νομοσχεδίου TCJ (2017), όταν ο Τραμπ μείωσε τον ομοσπονδιακό εταιρικό φόρο από το 35% στο 21%. Ο Τραμπ έδειξε επιπλέον στην TSMC πως εκτός από την αγορά που μεγαλώνει, το φορολογικό και το γραφειοκρατικό σύστημα «ελαφραίνουν». Η Πολιτεία μάλιστα που επέλεξε η εταιρεία από το 2020, η Αριζόνα, διαθέτει πολύ ευνοϊκό φορολογικό σύστημα. Σύμφωνα με το Tax Foundation, το φορολογικό σύστημα της Αριζόνα κατατάσσεται συνολικά στην 15η θέση από τις 50 Πολιτείες των ΗΠΑ στο Δείκτη Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του 2025.
- Παράλληλα, ο Τραμπ έκανε σαφές πως εάν αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον δεν είναι αρκετό, θα χρησιμοποιήσει τους δασμούς ώστε να μην εισάγονται τα προϊόντα της TSMC στις ΗΠΑ λόγω αύξησης των τιμών. Εκεί το ζήτημα παραμένει περίπλοκο, αλλά γνωρίζοντας πως ο Τραμπ δεν χρησιμοποιεί τους δασμούς ως καθολικό οικονομικό μέτρο αλλά ως οικονομικό εργαλείο, οι εταιρείες θα πρέπει να υπολογίσουν ποιος θα πληρώσει τους αυξημένους δασμούς. Με την αγορά των ΗΠΑ να είναι ήδη επικερδής για την TSMC, η βιομηχανία προτίμησε να επενδύσει στις ΗΠΑ από το να προσπαθήσει να εφαρμόσει τη θεωρία παιγνίων για να υπολογίσει το ποιος εν τέλει συμφέρει να πληρώσει τους αυξημένους δασμούς (εισαγωγείς, εταιρείες που προμηθεύονται το προϊόν, μητρική εταιρεία). Όπως τονίζει ο Timothy Prickett Morgan, στο Τhe Next Platform, «Ήταν σαφώς φθηνότερο και ευκολότερο να συνάψουν μια συμφωνία με τον Ντόναλντ Τραμπ για μια πρόσθετη δαπάνη 100 δισ. δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το να προσπαθήσουν να ξετυλίξουν αυτό το κουβάρι των αυξημένων δασμών…(που μπορεί να έφταναν και τα 122 δισ. σε βάθος 4ετίας)... εφαρμόζοντας τη θεωρία παιγνίου».
Τα αναλυτικά στοιχεία της επένδυσης δείχνουν πως ο Τραμπ πέτυχε συνολικά μία μεγάλη μετατόπιση της γραμμής παραγωγής στις ΗΠΑ:
- Σύμφωνα ξανά με τον Timothy Prickett Morgan, στο Τhe Next Platform, «υπάρχει ένας μέσος όρος 25 δις. δολαρίων σε πρόσθετες σταδιακά αυξανόμενες δαπάνες που ανακοινώθηκαν ετησίως από την TSMC για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά δεν είναι σαφές εάν αυτό αφορά και τη μετακίνηση δαπανών προς τις ΗΠΑ. Εάν η συνολική κεφαλαιουχική δαπάνη βρεθεί στα 30 δις. δολάρια ετησίως κατά μέσο όρο, τότε γνωρίζουμε ότι σχεδόν όλες οι δαπάνες της TSMC έχουν μεταφερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και εάν φτάσει περίπου στα 40 δισ. δολάρια ετησίως, τότε οι ΗΠΑ θα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα των κεφαλαιουχικών δαπανών».
- Ο C.C. Wei, (CEO της εταιρείας), δήλωσε – και αυτό είναι σημαντικό – πως η TSMC θα παράγει τα πιο προηγμένα AI τσιπ της στην Αμερική και ότι θα προσθέσει επίσης ένα κέντρο έρευνας και ανάπτυξης στην Αριζόνα μαζί με αυτά τα έξι χυτήρια και τα δύο κέντρα συσκευασίας, δείχνοντας πως προσβλέπει σε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη των προϊόντων της εντός των ΗΠΑ.
- Ο Τραμπ δήλωσε πως αφού ολοκληρωθεί η επένδυση, το 40% της παγκόσμιας παραγωγής τσιπ θα πραγματοποιείται στις ΗΠΑ.
Η αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Με τη μετακίνηση σημαντικού μέρους της γραμμής παραγωγής τσιπ από την Ταϊβάν στις ΗΠΑ, η Κίνα λαμβάνει το μήνυμα πως η αυξανόμενη επιθετικότητά της - η οποία κορυφώθηκε τον Ιανουάριο με το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Κινέζου Προέδρου που ανέφερε ότι «Οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές του στενού της Ταϊβάν είναι μια οικογένεια. Κανείς δεν μπορεί να κόψει τους οικογενειακούς μας δεσμούς και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την ιστορική τάση της εθνικής επανένωσης» - μπορεί να οδηγήσει σε ολική μεταφορά των γραμμών παραγωγής της TSMC στις ΗΠΑ, κάτι το οποίο βέβαια μπορεί να συμβεί έτσι και αλλιώς.
Από την άλλη, ο Τραμπ στέλνει μήνυμα στο εσωτερικό πως οι εποχές που η αμερικανική κυριαρχία κερδίζονταν με τα όπλα τελείωσε και πως η εξωτερική πολιτική πλέον θα ασκείται με μεγαλύτερη προσήλωση στην οικονομική αξιολόγηση των ενεργειών, κέρδος μείον δαπάνες, όπως άλλωστε δήλωσε και ο Ρούμπιο με αφορμή την κατάργηση του USAID ως ανεξάρτητου οργανισμού και την υπαγωγή του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
«O USAID έχει παρεκκλίνει της αρχικής του αποστολής εδώ και πολύ καιρό… με αποτέλεσμα τα οφέλη από τη δράση του να είναι πολύ μικρά και το κόστος του υψηλό… η εποχή της δημοσιονομικής ανευθυνότητας έχει πλέον τελειώσει».
Η εξωτερική πολιτική της δεύτερης θητείας Τραμπ θα είναι «οικονομοκεντρική» και όχι «διοικητοκεντρική», με παράλληλη κατανόηση των ζητημάτων ασφαλείας και των υπόλοιπων πόλων του κόσμου (Ρωσία, Κίνα κ.ά) και όχι με άρνηση της αναγνώρισης ύπαρξης των άλλων πόλων.
Παράλληλα, η πιθανή οριστική «αποχώρηση» της TSMC από την Ταϊβάν θα αλλάξει και τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Η γεωγραφία της Ταϊβάν θα συνεχίζει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, αλλά εάν η Κίνα εισβάλει ενώ η TSMC αυξάνει τα επίπεδα συνεργασίας με τις ΗΠΑ, η κίνηση εισβολής θα εκληφθεί ως απελπισμένη προσπάθειά της να αναστείλει την αμερικανική οικονομική επικράτηση στην αγορά μικροτσίπ μέσω της TSMC.
Το επιχειρείν δεν ανταποκρίνεται συγκαταβατικά στις πολεμικές απειλές. Όταν ο Μπάιντεν άλλαξε το αφήγημα και κλιμάκωσε τις προκλήσεις και κατ' επέκταση την αμερικανική επιθετικότητά, η TSMC ανέστειλε τα νέα επενδυτικά της πλάνα στις ΗΠΑ και πλησίασε την Κίνα. Μόλις ο Τραμπ ανέλαβε την εξουσία και επανέφερε τη θέση των ΗΠΑ στην καθιερωμένη πολιτική «One China Policy» και παράλληλα η TSMC παροτρύνθηκε ίσως και προκλήθηκε, μόνο οικονομικά όμως, εκείνη μετέφερε γραμμές παραγωγής της στις ΗΠΑ. Άλλωστε, το να προκαλέσεις έναν καλό επιχειρηματία με ένα καλό αλλά ταυτόχρονα επικίνδυνο deal, είναι για εκείνον μέρος της επιχειρηματικής ζωής του και θα το δεχτεί, καθώς τα τελικά οφέλη επισκιάζουν τον αρχικό κίνδυνο. Εάν τον απειλήσεις με πόλεμο, απλά θα αποχωρήσει!
Ο Τραμπ υπενθύμισε απλά πως “businesses wanna do business”.