Από το Ελσίνκι στην Αλάσκα, με φόντο τα μεγάλα deals
Έπειτα από επτά χρόνια χωρίς απευθείας σύνοδο κορυφής, οι δύο ηγέτες συναντώνται ξανά
Η ιδιόμορφη σχέση ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν έχει γραφτεί με κεφάλαια γεμάτα παρασκήνιο, απρόβλεπτες κινήσεις και στιγμές που συχνά αιφνιδίασαν τόσο την Ουάσιγκτον όσο και τη Μόσχα.
Έπειτα από επτά χρόνια χωρίς απευθείας σύνοδο κορυφής, οι δύο ηγέτες συναντώνται ξανά – αυτή τη φορά στην Αλάσκα, έναν τόπο που για τη Ρωσία κουβαλά ιστορικό φορτίο και για τις ΗΠΑ είναι πύλη στον Αρκτικό κύκλο.
Η επιλογή της Αλάσκας από το Κρεμλίνο δεν είναι μόνο συμβολική. Η αμερικανική πολιτεία, που πωλήθηκε στις ΗΠΑ το 1867, βρίσκεται σήμερα στην καρδιά γεωστρατηγικών και οικονομικών σχεδιασμών. Εκεί, εκτός από το ζήτημα του τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία, θα κυριαρχήσει στην ατζέντα και η διαχείριση ορυκτών – ένα θέμα με ιδιαίτερο βάρος, αφού η συμφωνία που έχει ήδη υπογράψει ο Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι για εξόρυξη και εκμετάλλευση σπάνιων γαιών και άλλων πόρων αφορά εδάφη που αυτή τη στιγμή ελέγχει η Ρωσία.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, Πούτιν και Τραμπ θα εξετάσουν και άλλες πιθανές οικονομικές συνεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης μεγάλων έργων υποδομής και ενέργειας. Στόχος, να δοθεί ένα πλαίσιο «μεταπολεμικής οικονομικής αρχιτεκτονικής», το οποίο και οι δύο θα μπορούν να παρουσιάσουν ως επιτυχία στις χώρες τους.
Ο Πούτιν αναμένεται να κινηθεί με προσεκτική γοητεία – ένα μείγμα φιλοφρονήσεων και υπαινιγμών – επιχειρώντας να δελεάσει τον Αμερικανό πρόεδρο προς μια συμφωνία που θα του εξασφαλίζει στρατηγικά και οικονομικά οφέλη. Όμως ο Τραμπ, σύμφωνα με τους συνεργάτες του, έχει καταστήσει σαφές ότι «αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός του». Όπως φέρεται να λέει, έχει έρθει για να τον τελειώσει, όχι για να τον συνεχίσει, και δεν θέλει να μείνει στην ιστορία ως ο πρόεδρος που «έδωσε όλη την Ουκρανία».
Η σχέση τους έχει περάσει από φάσεις ανοιχτού θαυμασμού – με τον Τραμπ να χαρακτηρίζει τον Πούτιν «ιδιοφυΐα» μετά την εισβολή του 2022 – έως έντονες πολιτικές αναταράξεις, όπως στο Ελσίνκι το 2018, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος αμφισβήτησε δημοσίως την εκτίμηση των δικών του μυστικών υπηρεσιών για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016. Η στιγμή εκείνη προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ουάσιγκτον, με ακόμη και Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές να μιλούν για «πρωτοφανή ταπείνωση» Αμερικανού προέδρου μπροστά σε ξένο ηγέτη.
Παρά τις εντάσεις, η Μόσχα υποδέχθηκε τότε τα λόγια του Τραμπ με ικανοποίηση, βλέποντας σε αυτόν έναν συνομιλητή που μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για «θετικές αλλαγές». Στα χρόνια που ακολούθησαν, όμως, δεν έλειψαν οι ακυρωμένες συναντήσεις, οι μικρές διπλωματικές προσβολές και οι αμφιλεγόμενες χειρονομίες, όπως το «σήμα αντίχειρα» του Πούτιν σε μια τελετή στο Παρίσι, όταν οι δύο δεν αντάλλαξαν ούτε λίγα λεπτά ιδιωτικής συνομιλίας.
Προσδοκίες και φόβοι
Η συνάντηση στην Αλάσκα έχει ήδη δημιουργήσει προσδοκίες, αλλά και φόβους. Για ορισμένους στην Ουάσιγκτον, το ενδεχόμενο να συνδεθεί η ειρήνη στην Ουκρανία με εμπορικές συμφωνίες για ορυκτά και επενδύσεις εγκυμονεί κινδύνους υπονόμευσης των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Για άλλους, είναι η πρώτη πραγματική ευκαιρία μετά από χρόνια για έναν συμβιβασμό που θα σταματήσει την αιματοχυσία και θα ανοίξει τον δρόμο σε μια νέα, πιο πραγματιστική σχέση ΗΠΑ–Ρωσίας.
Όπως και να έχει, το ραντεβού Πούτιν–Τραμπ στην Αλάσκα δύσκολα θα περάσει απαρατήρητο. Και αν η ιστορία των προηγούμενων τους συναντήσεων μας διδάσκει κάτι, είναι ότι το παρασκήνιο μπορεί να αποδειχθεί εξίσου σημαντικό – αν όχι πιο σημαντικό – από όσα θα ειπωθούν μπροστά στις κάμερες.